Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2015

Joy [2/5]

Έχω λατρέψει τι περισσότερες από τις ταινίες του David O`Russell, χάρη στην ικανότητά του να αξιοποιεί την ενέργεια των ανθρωπίνων αλληλεπιδράσεων που έχουν στον πυρήνα τους. Καταφέρνει και διαχειρίζεται το είδος της «τρέλας» που κουβαλάνε οι πληγωμένοι και κατεστραμμένοι χαρακτήρες του σε τέτοιο βαθμό που οι ταινίες που δημιουργεί είναι οδυνηρά αστείες, γεμάτες αληθινό συναίσθημα. Τόσο ο «Οδηγός Αισιοδοξίας» όσο και το «The Fighter» είναι δυο τρανταχτά παραδείγματα ταινιών του που διέθεταν μεγάλες εκρήξεις ενέργειας σωστά εξημερωμένες. Και εδώ έγκειται το πρόβλημα του «Joy», καθώς ο σκηνοθέτης μοιάζει να χάνει την ισορροπία του, και το χάος που συνήθως ενορχηστρώνει με επιτυχία, τον κυριεύει. Εμπνευσμένο από τη ζωή της Joy Mangano, μιας μητέρας που αργά και σταθερά αγωνίζεται να μπει στον κόσμο των εφευρετών υπερνικώντας τις δυσκολίες, το έργο έρχεται να προστεθεί στην λίστα των ταινιών του σκηνοθέτη που μιλάνε για ονειροπόλους-καταφερτζήδες. Mόνο που εδώ η πλοκή δεν καταφέρνει στι

Brooklyn [3.5/5]

Δεν είμαι εξοικειωμένος με το έργο του σκηνοθέτη John Crowley, αλλά αν το άριστο, συναισθηματικά ακατανίκητο «Brooklyn» αποτελεί ένδειξη, τότε σίγουρα αξίζει να διερευνηθεί. Φυσικά, σημαντικό ρόλο στην ομορφιά της ταινίας παίζει και το γεγονός ότι ο Nick Hornby έγραψε το σενάριο. Βασισμένος σε ένα βιβλίο του Colm Toibin, ο Hornby δεν είναι ξένος στο να πετυχαίνει τη σωστή συναισθηματική σύνδεση με το κοινό, αν κρίνουμε από τα «Άγρια», «Μία Κάποια Εκπαίδευση» και το «Για Ένα Αγόρι». Επίσης, τεράστιο μπόνους είναι να έχει, χωρίς αμφιβολία, μία από τις καλύτερες νέες ηθοποιούς της γενιάς της, τη Saoirse Ronan, η οποία στα 21 της χρόνια όχι μόνο μπορεί να κουβαλήσει στην πλάτη της μια ταινία, αλλά το κάνει με επιδεξιότητα. Ανακατέψτε όλα αυτά μαζί για την παρουσίαση μιας ισόποσης ιστορίας για τη μετανάστευση και την αγάπη και έχετε το «Brooklyn», ένα απλό, χωρίς ανοησίες, παλιάς σχολής έργο που θα σας συγκινήσει. Δεν είναι η καλύτερη ταινία της χρονιάς, αλλά είναι σίγουρα ένα από τα καλ

Ένας Άλλος Κόσμος [4/5]

Αν στην πρώτη του απόπειρα αναφέραμε ότι με κινηματογραφικούς όρους καταφέρνει και φτιάχνει μια καλή ταινία, στη δεύτερη σκηνοθετική του προσπάθεια, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης υπερβαίνει εαυτόν και παραδίδει μια σπουδαία ταινία, ίσως την καλύτερη ελληνική της χρονιάς. Διαθέτοντας ένα πολύ πιο σφιχτοδεμένο σενάριο υπηρετούμενο με συνέπεια, αυτή η δεύτερη κινηματογραφική κατάθεση του «άκρως εμπορικού» και συνυφασμένου με αντιγραφές σκηνοθέτη θα κάνει ακόμα και τους πιο σοβαρούς κι έγκριτους δημοσιογράφους να παραδεχτούν ότι αυτό που βλέπουμε είναι η ενηλικίωση ενός καλλιτέχνη. Εκατό φορές καλύτερο από το «Αν…», το «Ένας Άλλος Κόσμος» καταφέρνει πρωτίστως το ακατόρθωτο. Απεγκλωβίζει αυτό που λέμε ελληνικό σινεμά από το νέο ελληνικό ρεύμα, αλλά και της τηλεοπτικής λογικής παραγωγές που κατακλύζουν κάθε σεζόν, και το περνάει σε άλλη διάσταση. Παράγει σινεμά. Εμπορικό μεν, mainstream δε, αλλά σινεμά με ό,τι αυτό περιλαμβάνει. Και το καλύτερο, δημιουργεί ένα σινεμά που όσο εύκολο κι ελαφρύ

The End of the Tour [4/5]

Ξεκινώντας με τη θλιβερή είδηση ενός θανάτου από προφανή αυτοκτονία, η νέα ταινία του James Ponsoldt αφηγείται την ιστορία του συγγραφέα και δημοσιογράφου του Rolling Stone, Ντέιβιντ Λίπσκι (Jesse Eisenberg), και την πενθήμερη συνέντευξη που πήρε από τον βραβευμένο μυθιστοριογράφο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας (Jason Segel), αμέσως μετά την έκδοση του αριστουργηματικού βιβλίου του, «Αμερικανική Λήθη» (“Infinite Jest”). Ίσως αναρωτιέστε, τι το ενδιαφέρον έχει μια συνάντηση και η συζήτηση δυο, όχι και τόσο γνωστών στην Ελλάδα, συγγραφέων: η απάντηση είναι… καθηλωτικό. Το πρώτο πράγμα που σου κάνει εντύπωση βλέποντας το «Τέλος Διαδρομής», είναι ότι κινείται και είναι δομημένο ως θεατρικό. Διαθέτοντας μεγάλους μονολόγους και ως επί το πλείστων κλειστά περιβάλλοντα, η ταινία ενδιαφέρεται περισσότερο για τις στιγμές και όχι τόσο για τον περίγυρο. Γραμμένο από τον αμερικανό συγγραφέα θεατρικών έργων Donald Marguliesς, το έργο θέλει τους δύο άνδρες να μοιράζονται ιστορίες και σκέψεις σχετικά με τ

The Last Witch Hunter [1/5]

Η επιτυχία του «Underworld» το 2003 δημιούργησε ένα νέο υπο-είδος ταινιών μεσαίου προϋπολογισμού, που θολώνει τα όρια μεταξύ τρόμου και περιπέτειας. Μυθικοί ήρωες και κακοποιοί μάχονται στους δρόμους των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, συνήθως τη νύχτα, στη βροχή, περιβαλλόμενοι από μη αληθοφανή εφέ. Απαίσιες ταινίες, συμπεριλαμβανομένης και της τελευταίας προσθήκης: το «Ο Τελευταίος Κυνηγός Μαγισσών» του Breck Eisner. Όπως γίνεται συνήθως, οι συγκεκριμένες ταινίες ξεκινούν παρουσιάζοντας μας τον εκάστοτε ήρωα στο παρελθόν, σε κάποια αδιευκρίνιστα μεσαιωνική εποχή σε μια γενική ευρωπαϊκή χώρα. Έτσι κι εδώ, η ταινία ξεκινά με τον Vin Diesel, πλήρη με παράλογη γενειάδα και αλογοουρά, να βαδίζει προς μια σπηλιά για να δώσει μάχη με τη βασίλισσα των μαγισσών. Φυσικά, αυτός κερδίζει, αλλά του δίνεται η κατάρα της αθανασίας. 800 χρόνια αργότερα (!!), ο ίδιος ψάχνει για αρχαία αντικείμενα και συνεχίζει το κυνήγι μαγισσών παρέα με έναν βοηθό, ο οποίος δολοφονείται εν μία νυκτί. Τέλος πάντων, για ν

No Escape [1.5/5]

Τις περισσότερες φορές που κάποιος αντιμετωπίζει καταστάσεις και ζητήματα ζωής και θανάτου, έχει μια αξιοσημείωτη ικανότητα να παλέψει για να μείνει ασφαλής. Ο ήρωας του «Χωρίς Διέξοδο», Jack Dwyer, και η πολιορκούμενη οικογένειά του είναι μια απλή και συνηθισμένη οικογένεια που ποτέ δεν αντιμετώπισε τέτοιον κίνδυνο και δεν έχει καμία ξεχωριστή ικανότητα. Είναι συνηθισμένοι άνθρωποι όπως εσείς κι εγώ. Όταν λοιπόν ρίχτηκαν στο μάτι του κυκλώνα, εν μέσω πολιτικών αναταραχών, με τους επαναστάτες να επιτίθονται κατά κύματα στην πόλη, άρχισαν να ψάχνουν απεγνωσμένα για ασφάλεια με οποιοδήποτε τρόπο. Η παραπάνω παραδοχή είναι αυτή που θέτει τις βάσεις και ως ένα βαθμό δημιουργεί ένα συναρπαστικό και πραγματικά ψυχαγωγικό έργο. Τα πρώτα λεπτά της ταινίας διαθέτουν έντονες κι ενοχλητικές σκηνές, γεμάτες ένταση, που σε κρατούν στην άκρη του καθίσματός σου με τον τρόμο της απειλής να γίνεται αισθητός ακόμα και στον θεατή. Από ένα σημείο και μετά, όμως, όσο μανιωδώς κι αν προσπαθεί η ταινία να

Crimson Peak [2/5]

Σε μια εποχή που οι ταινίες τρόμου προσπαθούν να εκσυγχρονιστούν επαναλαμβάνοντας τα κλισέ της found-footage κινηματογράφησης και των ξαφνικών φόβων, είναι αναζωογονητικό να βλέπεις την επιστροφή του Guillermo del Toro με μια πραγματική προσπάθεια αναβίωσης του κλασικού βικτοριανού στοιχειωμένου σπιτιού. Τριξίματα και πόρτες ακούγονται στους σκοτεινούς διαδρόμους, σκιές εμφανίζονται στο ανατριχιαστικό ντεκόρ και η ετοιμόρροπη φύση του σπιτιού παρέχει μια αίσθηση θανάτου σε όλες τις σκηνές, είτε αυτές λαμβάνουν χώρα υπό το φως ή το σκοτάδι. Αλλά όσο κι αν διαπρέπει η ταινία στην ατμόσφαιρα και τις ερμηνείες, η πλοκή μοιάζει να υποφέρει. Πέρα από μια-δύο ανιαρές ανατροπές, η υπόθεση είναι λίγο πολύ αυτό που περιμένεις. Μια φοβερή τραγωδία αναγκάζει μια νεαρή αφελέστατη γυναίκα να φύγει μακριά με έναν όμορφο άντρα που μόλις γνώρισε, καθώς αυτό πάντα είναι μια καλή ιδέα. Το κτήριο που πάει να φτιάξει το σπιτικό της περιλαμβάνει μια τρομακτική αδερφή και φαντάσματα που κραυγάζουν (κυριολ

Hotel Transylvania 2 [2/5]

Έχουν περάσει τρία χρόνια από την ημέρα κυκλοφορίας του «Ξενοδοχείου για Τέρατα», μια ταινία που μας σύστησε τον Δράκουλα ως τον διευθυντή του Τρανσυλβανία, ενός ξενοδοχείου πέντε αστέρων για όλα τα τέρατα. Από τότε, το έργο απέκτησε κάποιους ένθερμους οπαδούς και, το πιο σημαντικό για τη Sony, είχε υψηλότερη από την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία. Αυτός είναι ο λόγος που είμαστε εδώ σήμερα, με το «Ξενοδοχείο για Τέρατα 2» να βγαίνει στις αίθουσες με νέα, αλλά καθόλου αναπάντεχη πλοκή: τη γονεϊκή ιδιότητα. Ακριβώς όπως και ο προκάτοχός της, η νέα ταινία είναι γλυκιά και άκρως χιουμοριστική, αλλά αυτό είναι επίσης και το πρόβλημα της. Δυστυχώς, η πλοκή της δυσλειτουργικής οικογένειας είναι τόσο απασχολημένη με ένα απλοϊκό μήνυμα ανοχής κι αποδοχής, με αποτέλεσμα τα αστεία της να είναι χονδροειδή και να θυμίζουν διαρκώς ένα ακόμα buddy-movie του Adam Sandler που απλά βλέπεται. Ένα κατόρθωμα από μόνο του, ας είμαστε ειλικρινείς, τίποτα ξεχωριστό. Το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής της αναλώ

Pan [1.5/5]

Σκηνοθετημένη από τον Joe Wright, η ταινία είχε υποσχεθεί, τουλάχιστον στο τρέιλερ, οπτικές απολαύσεις και μια φρέσκια μεταφορά αυτής της 111χρονης ιστορίας. Αντ` αυτού, αυτό που βλέπουμε είναι ένα έργο με καμία πρωτότυπη σκέψη. Μια μίμηση σχεδόν κάθε άλλης ταινίας δράσης, περιπέτειας, φαντασίας που δημιουργήθηκε ποτέ, αποδεικνύοντας ότι το να κλέβεις από καλύτερα (ή απλά παλιότερα) φιλμ, δεν σημαίνει ποιοτική παραγωγή. Θα προσπεράσω τη σύγκριση με το «Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής» γιατί αμφιβάλλω ότι μια ταινία που βγήκε τον Οκτώβριο θα μπορούσε πραγματικά να αντιγράψει μια ταινία του Μαΐου, αλλά, ούτως ή άλλως, τα πάντα προέρχονται από κάπου αλλού. Οι σκηνές στο ορφανοτροφείο είναι ένα μείγμα «Όλιβερ Τουίστ» και «Ματίλντα». Οι στιγμές στο δάσος είναι φανερά κλεμμένες από το «Avatar», ενώ υπάρχουν και στοιχεία από το «Ψηλά στον Ουρανό» της Pixar. Οι «Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού» αλλά και το «Star Wars» παράλληλα με τους «Πειρατές την Καραϊβικής» δίνουν το παρόν. Και αυτά είναι μόνο

Black Mass [2.5/5]

Η «Ανίερη Συμμαχία» έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά που θα τη μετέτρεπαν σε μια εξαιρετική γκανγκστερική ταινία. Παρόλη τη βία, με ένα από τα καλύτερα υποκριτικά ensemble της χρονιάς και μια ιστορία βασισμένη σε μια από τις πιο εμβληματικές συμμορίες στην αμερικανική ιστορία, το έργο δεν είναι καθόλου αξέχαστο όσο η προσωπικότητα στον πυρήνα του. Η ταινία μοιάζει άδεια από τη στιγμή που θα εγκαταλείψεις το σινεμά, συνειδητοποιώντας ότι οι μόνες σκηνές που άρπαξαν πραγματικά την προσοχή σου, ήταν αυτές που εμπλέκονταν ο Depp ως Bulger. Θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν υπήρξε μια αληθινά γκανγκστερική ταινία αυτού του διαμετρήματος εδώ κι αρκετά χρόνια, και αυτός από μόνος του είναι ένας λόγος να τη δεις. Τούτου λεχθέντος, αυτό δεν κρύβει το γεγονός ότι η αυτή η «συμμαχία» κάνει πολύ λίγα για να εκπλήξει ή εντυπωσιάσει. Δεν εκμεταλλεύεται τις δελεαστικές ανατροπές, δεν αναπτύσσει έξυπνους διαλόγους και δεν διαθέτει αυτή την ιδιαίτερη οπτική εκτέλεση που έκανε τους προκατόχους της ν

Pawn Sacrifice [3/5]

Είναι δύσκολο να βρεις ένα άθλημα λιγότερο κατάλληλο για τον κινηματογράφο από το σκάκι. Ένα παιχνίδι το οποίο περιλαμβάνει δαιδαλώδη πνευματική στρατηγική και μεγάλα χρονικά διαστήματα, κατά τη διάρκεια των οποίων τίποτα δεν γίνεται. Και όμως, παρόλο που ο σκηνοθέτης Edward Zwick δεν καταφέρνει απόλυτα να βρει έναν τρόπο να αποδώσει οπτικά την ευστροφία και την πονηριά του παιχνιδιού, δημιουργεί ένα συμπαγές κι αρκετά ακριβές βιογραφικό δράμα που θα διασκεδάσει ακόμα κι όσους δεν γνωρίζουν πώς να παίζουν σκάκι. Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, το «Θυσιάζοντας ένα Πιόνι» θέλει τους υποψήφιους για Χρυσή Σφαίρα Tobey Maguire και Liev Schreiber να πρωταγωνιστούν ως ο αμερικανός Bobby Fisher και ο ρώσσος Boris Spassky. Δύο ανθρώπων των οποίων τα ονόματα θα είναι για πάντα συνδεδεμένα στην ιστορία για την αντιπαλότητα τους, τους επικούς αγώνες τους και, κυρίως, για το Παγκόσμιο Σκακιστικό Πρωτάθλημα του 1972 που έλαβε χώρα στην πολιτικά ουδέτερη περιοχή του Ρέικιαβικ στην Ισλανδία. Φτιαγμ

The Walk [3.5/5]

Αν προσέξετε καλά τη φιλμογραφία του Robert Zemeckis, θα διακρίνετε ένα μοτίβο. Περιλαμβάνουν οι περισσότερες έναν επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα: έναν ονειροπόλο με δονκιχωτικά χαρακτηριστικά. Ένα άτομο που βλέπει διαφορετικά τον κόσμο και έχει την επίμονη πεποίθηση ότι και οι άλλοι θα τον δουν από τη δική του οπτική σύντομα, αρκεί να του δοθεί η ευκαιρία να τους πείσει. Αποχρώσεις αυτού του αρχέτυπου μπορούν να βρεθούν στον Δρ Emmett L. Brown του «Επιστροφή στο Μέλλον», στη Δρ Eleanor Ann Arroway της «Επαφής» και φυσικά στον Forrest Gump. Με τον Philippe Petit, ο χαρακτήρας αυτός φτάνει στο απόγειο του στο «Βόλτα στο Κενό». Τη δραματοποίηση της πραγματικής ζωής ενός σχοινοβάτη με θρασύτατη φιλοδοξία, τόσο σωματική όσο και μεταφυσική. Ενώ κάθε φαινομενικά λογικός άνθρωπος λέει στον Petit ότι δεν θα καταφέρει να πετύχει τον στόχο του -να περπατήσει σε ένα τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στις κορυφές των Δίδυμων Πύργων- ο ριψοκίνδυνος Γάλλος επιμένει βαδίζοντας προς το ακατόρθωτο. Και αυτό συ

The Martian [4/5]

Μετά τη δυσνόητη ασυναρτησία του «Συνηγόρου», την ανιαρή «Έξοδο» και τον απογοητευτικό «Προμηθέα», μπορεί κανείς εύκολα να αντιληφθεί την ανησυχία των απανταχού σινεφίλ για το αν η «Διάσωση» θα προστεθεί στην λίστα με τις απογοητεύσεις του Ridley Scott, ή θα αγγίξει τα στάνταρ που ο ίδιος ο 77χρόνος σκηνοθέτης έθεσε στην αρχή της καριέρας του. Ευτυχώς, τα νέα είναι καλά και το τελευταίο σκηνοθετικό εγχείρημα του Scott, αν κι ίσως όχι απόλυτα η ταινία που θα περιμένατε από το τρέιλερ, είναι ένα φρέσκα εύθυμο και αφοπλιστικά διασκεδαστικό έργο που σηματοδοτεί και μια πρωτιά: είναι η πρώτη εκ προθέσεως ψυχαγωγική ταινία του σκηνοθέτη με ένα βαθύ νόημα. Ως το τρίτο συνεχόμενο φθινοπωρινό blockbuster που εξελίσσεται στον διάστημα (και το δεύτερο με πρωταγωνιστή τον Matt Damon), η «Διάσωση» μπορεί να μη διαθέτει την τεχνική φιλοδοξία του «Gravity» ή τη φιλόδοξη υπέρβαση του «Interstellar», διαθέτει όμως τα απαραίτητα εκείνα συστατικά που το μετατρέπουν στην πιο cinema-friendly ταινία των

The Man from U.N.C.L.E.[3.5/5]

To 2015 αποτελεί αποδεδειγμένα τη χρονιά της αναγέννησης των ταινιών κατασκοπείας. Με το «Kingsman: Η Μυστική Υπηρεσία» να ξεκινάει δυναμικά τη χρονιά, ακολούθησαν τα «Spy» και «Επικίνδυνη Αποστολή: Μυστικό Έθνος» και οσονούπω το επερχόμενο έργο του James Bond «Spectre» αναμένεται να κλείσει τη σαιζόν εξίσου δυνατά. Πριν όμως φτάσουμε εκεί, στις αίθουσες κυκλοφορεί το έργο «Κωδικό Όνομα U.N.C.L.E.», μια διασκεδαστική, κεφάτη και γοητευτική ιστορία κατασκοπείας με ένα τρίο εξαιρετικών πρωταγωνιστών. Βασισμένο στην τηλεοπτική σειρά με το ίδιο όνομα, η ταινία ακολουθεί τον Napoleon Solo, έναν πράκτορα της CIA στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο οποίος, εντελώς αναπάντεχα, πρέπει να συνεργαστεί με έναν κατάσκοπο της KGB. Αποστολή τους: να σταματήσουν μια μυστηριώδη εγκληματική οργάνωση με επικεφαλής τη Victoria Vinciguerra. Με τη βοήθεια μιας μηχανικού, της οποίας ο πατέρας μπορεί να εμπλέκεται στις σκοτεινές πράξεις της οργάνωσης, οι δυο τους ξεκινούν έναν αγώνα ενάντια στον χρόνο. Μ

The Transporter Refueled [0/5]

Η πρώτη φορά που άκουσα για το πιθανό, άκρως περιττό, reboot της ημι-αποτυχημένης σειράς ταινιών «Transporter», ήταν το 2014 όταν ο ηθοποιός Ed Skrein άφησε τον ρόλο του στην τηλεοπτική υπερπαραγωγή «Games of Thrones». Η πρώτη μου αντίδραση ήταν η ερώτηση «γιατί;», ακολουθούμενη από σκέψεις σχετικά με την έλλειψη δημιουργικών, πρωτότυπων ιδεών στον σύγχρονο κινηματογράφο. Δυστυχώς, μετά τη θέαση της ταινίας, η απάντηση στο ερώτημα αν χρειαζόμασταν άλλη μία νέα ταινία Transporter στη ζωή μας, είναι ένα μεγάλο βροντερό Όχι. Ξεκάθαρα αναγεννημένο από την εταιρία παραγωγής του Besson, EuropaCorp (υπεύθυνη για τη χρηματοδότηση αρκετών απολαυστικών ταινιών δράσης όπως το «Lucy» και το «Taken»), επειδή μυρίστηκε πιθανό χρήμα, το «Transporter Refueled» ζέχνει από όποια πλευρά και να το δεις. Δανειζόμενο στοιχεία από χιλιάδες άλλες περιπέτειες, το δυσάρεστο με την ταινία του Camille Delamarre είναι ότι διαθέτει κάθε πιθανό κλισέ που μπορείς να φανταστείς. Γκάνγκστερ Ανατολικής Ευρώπης, εμπορ

Inside Out [5/5]

Η Pixar Animation Studios μέχρι και φέτος έχει δημιουργήσει 12 παραγωγές με ιδιαίτερη επιτυχία, τόσο καλλιτεχνική όσο και εμπορική. Υπήρξε όμως μια απότομη πτώση στην ποιότητα της εταιρείας από το «Toy Story 3» του 2010 και μετά. Η ύπαρξη του «Αυτοκίνητα 2», του «Μπαμπούλες Πανεπιστημίου» και, σε μικρότερο βαθμό, του «Brave», έκανε τους εκατομμύρια θαυμαστές της να ανησυχούν ότι απομακρύνεται από το είδος των τολμηρών και λαμπρών ταινιών που συνήθιζε να δημιουργεί. Ευτυχώς, όμως, όλα αυτά ήρθε να τα αλλάξει το «Τα Μυαλά που Κουβαλάς». Είναι πραγματικά αφάνταστα ικανοποιητικό να παρακολουθούμε ταινία της Pixar, η οποία διαθέτει την απαραίτητη μαγεία που έχουμε συνηθίσει από αυτήν. Με τη συγκεκριμένη ταινία, η διάσημη εταιρία ασχολείται με την πολυπλοκότητα όχι του μυστικού κόσμου των παιχνιδιών, των τεράτων, των ζουζουνιών ή της ζωής στη θάλασσα, αλλά του ίδιου του ανθρώπινου εγκεφάλου και των ετοιμοπόλεμων συναισθημάτων μας, εντυπωσιάζοντας μας εκ νέου και υπενθυμίζοντας μας την αξί

Love & Mercy [3/5]

Δυστυχώς, οι λέξεις «ιδιοφυΐα» και «ψυχική ασθένεια» μερικές φορές πάνε χέρι-χέρι. Πολύ συχνά, το είδος της ιδιοφυΐας που αντιπροσωπεύει μια πραγματικά πρωτότυπη σκέψη, είναι τόσο ασυνήθιστο που γίνεται αντιληπτό ως «τρέλα», αλλά μερικές φορές όταν ένας όρος όπως αυτός χρησιμοποιείται για κάποιον που σκέφτεται κι ενεργεί με πολύ διαφορετικό τρόπο από ό,τι άλλοι, αναφέρεται σε μια κυριολεκτική, κλινικά εμπεριστατωμένη νοητική ή συναισθηματική βλάβη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ζήτημα είναι εάν η ψυχική ασθένεια είναι η αιτία ή το αποτέλεσμα της ιδιοφυΐας του άρρωστου ατόμου. Δεν έχει και μεγάλη σημασία, αφού το μόνο σίγουρο είναι ότι η ψυχική ασθένεια πονάει. Πληγώνει το άτομο που πάσχει από αυτήν, αλλά κι εκείνους που νοιάζονται για αυτό. Αν αφεθεί χωρίς θεραπεία, μπορεί να καταστρέψει αυτές τις διαπροσωπικές σχέσεις και, φυσικά, το ίδιο το άτομο που είναι άρρωστο. Αυτό ήταν το πρόβλημα, και σχεδόν η μοίρα, του Brian Wilson, του ιδρυτή του συγκροτήματος The Beach Boys. Ο προσωπικός

Trainwreck [3.5/5]

Το 2015 θα μπορούσε άνετα να καταχωρηθεί στα πρακτικά ως η χρονιά της Amy Schumer. Μετρώντας ήδη μία υποψηφιότητα στα φετινά τηλεοπτικά βραβεία (Emmy), η κωμική άνοδος της έχει επιταχυνθεί και εξελίσσεται πλέον με ταχύτητες φωτός. Για πολλούς, η Schumer διαθέτει μια ουσιαστική και δημιουργική φωνή που, μαζί με το γεγονός ότι ξεφεύγει από το κλασικό σωματικό καλούπι, ηχεί άκρως φεμινιστικά κι αναζωογονητικά απέναντι στον καθωσπρεπισμό και τα πρότυπα του Χόλιγουντ. Το αστέρι της αναμένεται να λάμψει ακόμα περισσότερο μόλις το κοινό δει την πρώτη της ταινία με τον ευφάνταστο τίτλο «Trainwreck» (στα ελληνικά «Κατακούτελα»), μια άσεμνη ρομαντική κωμωδία άκρως ελκυστική, που δεν φοβάται να πάρει τον εαυτό της στα σοβαρά εκεί που πραγματικά αυτό μετράει, αλλά και να γίνει γλυκιά όταν χρειάζεται. Το «Κατακούτελα» σηματοδοτεί την επιστροφή του Judd Apatow στη σκηνοθετική καρέκλα. Βασιλιάς του χυδαίου χιούμορ, αλλά και ο άνθρωπος που τελειοποίησε το είδος των «γινόμαστε λιώμα και κυνηγάμε γκό

Far from the Madding Crowd [2/5]

Παρόλο που έχει κυκλοφορήσει εδώ και 141 χρόνια, σχετικά λίγος κόσμος γνωρίζει πολλά για την ιστορία στην οποία βασίζεται η ταινία του Vinterberg «Μακριά από το Πλήθος». Γι` αυτό πριν την κριτική, θα ήθελα να εξετάσουμε εν συντομία το παρελθόν πίσω από την πλοκή του έργου. Πρώτα ο τίτλος: στα αγγλικά η λέξη «madding» σημαίνει τρελαμένο ή αν εκληφθεί ως συντομογραφία του «maddening» σημαίνει αγριεμένο. Ένας περίεργος τίτλος μετά τη θέαση ή το διάβασμα του βιβλίου, αφού παρόλο που η ιστορία λαμβάνει χώρα μακριά από πόλεις, ιδέες όπως η άσχημη ζωή στην πόλη ή η ανάγκη να ξεφύγουμε από την αστική ζωή, δεν έχουν καμία σχέση με την υπόθεση της ταινίας. Ο τίτλος του μυθιστορήματος του Τόμας Χάρντι προέρχεται από ένα ποίημα του 1751 από τον Thomas Gray, που αναφέρεται σε ένα νεκροταφείο στην εξοχή μακριά από τη φασαρία του Λονδίνου. Ο βρετανός συγγραφέας και ποιητής του κινήματος του νατουραλισμού Τόμας Χάρντι δημοσίευσε το μυθιστόρημα του το 1874 σημειώνοντας την πρώτη σημαντική λογοτεχνικ

Spy [4/5]

Οι κωμωδίες κατασκοπείας αποδεδειγμένα τείνουν να έχουν άντρες πρωταγωνιστές και το σημαντικότερο να επαναλαμβάνουν διάφορα κλισέ. Αυτό γίνεται γιατί ουσιαστικά αυτό που κάνουν είναι να παίρνουν τα χαρακτηριστικά μιας αποτελεσματικής ταινίας κατασκοπείας και να τα αντιστρέφουν προσπαθώντας να βγάλουν γέλιο με κάθε χαζομάρα. Με χαρά λοιπόν μπορώ να σας πω πως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στο «Spy», καθώς καταφέρνει κι αποφεύγει το συνηθισμένο, βρίσκοντας τη δική του πρωτότυπη και ξεκαρδιστική φωνή. Αυτό που αρχικά εκπλήσσει είναι το γεγονός ότι η ταινία δεν είναι χτισμένη γύρω από υποθέσεις και συμπτώσεις. Πέρα από τα εννοιολογικά κι οπτικά αστεία που υπάρχουν σε αφθονία, το έργο καταφέρνει και βγάζει γέλιο κυρίως μέσω ενός έξυπνου και ξεκαρδιστικού σεναρίου που βασίζεται σε καταστάσεις που υπάρχουν μέσα σε μια συναρπαστική ιστορία. Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Paul Feig καταφέρνει και φτιάχνει μια κωμωδία δυναμίτη, εγχέοντας μέσα σε αυτή μοναδικές ιδιότητες και τόση προσωπικότητα που

Jurassic World [1.5/5]

Έχοντας ως γνώμονα μια διαχρονική περιπέτεια που είναι ακόμη και στις μέρες μας σε θέση να εντυπωσιάσει το κοινό, κατανοώ τις δυνατότητες που σου δίνει εμπορικά η επανενεργοποίηση του franchise. Ας μην ξεχνάμε ότι η πρώτη ταινία κυκλοφόρησε το 1993, επομένως υπάρχει ένα τεράστιο νέο κοινό που μπορεί να μυηθεί στον μαγικό κόσμο των δεινοσαύρων. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί πρέπει να γυριστεί με τόσο άσχημο τρόπο. Αρχικά, ας ξεκαθαρίσουμε ότι η ανάλυση του τελευταίου σίκουελ μιας διάσημης ταινίας απαιτεί την αντιπαράθεση της με τις προηγούμενες, ιδίως εκείνων που κέρδισαν φήμη και δημοτικότητα. Έχοντας αυτό στο μυαλό, η τέταρτη ταινία της σειράς «Τζουράσικ Παρκ» -και το δεύτερο σίκουελ που ο Steven Spielberg δεν σκηνοθετεί- ξεκινά μεν αρκετά καλά, αλλά στην πορεία επαναλαμβάνει λάθη και προσθέτει ελαττώματα με αποτέλεσμα να μιλάμε για μια χαμένη ευκαιρία. Είναι γεγονός ότι η κύρια πλοκή του «Jurassic World» δεν είναι ιδιαίτερα καινοτόμα. Ακολουθώντας την πεπατημένη, δεινόσαυ

San Andreas [1.5/5]

Όπως θα περίμενε κανείς από μια μεγάλου προϋπολογισμού ταινία καταστροφής, το «San Andreas: Επικίνδυνο Ρήγμα» είναι οπτικά εντυπωσιακό με σκηνές καταστροφής τόσο καλές όσο οτιδήποτε άλλο έχουμε δει. Δυστυχώς, όμως, ακόμα και για μια ταινία αυτού του είδους, η παραμέληση κάθε άλλης πτυχής της είναι πέρα για πέρα απογοητευτική. Συναρμολογημένο από διάφορα κομμάτια από άλλες ταινίες καταστροφής, το «San Andreas» διαθέτει όλα όσα ξέρουμε και περιμένουμε. Η επιστημονική «ενημέρωση» παρέχεται από τους δημοσιογράφους και τους επιστήμονες, ορόσημα καταστρέφονται και οι πρωταγωνιστές ξεπερνάνε ανυπέρβλητα εμπόδια. Όλα δοσμένα κι εκτελεσμένα τόσο κατά γράμμα και τόσο σοβαροφανή από τον σκηνοθέτη Brad Peyton, που σε κάνουν να αποζητάς έναν Michael Bay που τουλάχιστον διαθέτει κι ένα χιούμορ. Το μεγαλείο των γεγονότων της ταινίας, δε, αποστραγγίζεται περαιτέρω από την αμφισβητήσιμη επιλογή να περιοριστεί η δράση σε μία οικογένεια και την προσπάθειά της να επανενωθεί και να επιβιώσει. Και λόγω α

Tomorrowland [2.5/5]

Η «Χώρα του Αύριο» είναι μια αισιόδοξη ταινία για έναν βαθιά κυνικό κόσμο. Ενώ τα περισσότερα sci-fi έργα καταναλώνουν τον χρόνο τους απεικονίζοντας μια ζοφερή και σκοτεινή εκδοχή του μέλλοντος, το έργο της Disney θέλει να προσβλέπουμε στο μέλλον με θαυμασμό και ενθουσιασμό. Ο σκηνοθέτης Brad Bird κι ο σεναριογράφος Damon Lindeof πιστεύουν ξεκάθαρα σε αυτά τα ιδεώδη και τα εισάγουν σε κάθε σκηνή της Tomorrowland. Σαφώς και είναι ένα σπουδαίο μήνυμα που θα μπορούσε να κινητοποιήσει μια νέα γενιά παιδιών να ασχοληθούν με την επιστήμη και τον κόσμο γύρω μας, αλλά όταν ολόκληρη η ταινία είναι ένα μεγάλο κήρυγμα για το πόσο φοβερή μπορεί να είναι η αισιοδοξία, τότε αρχίζει να υπάρχει πρόβλημα. Στην πρώτη ώρα και βάλε, το φιλμ σε γοητεύει πλήρως. Είναι διασκεδαστικό, οπτικά τολμηρό, διαθέτει μεγάλες στιγμές, ισχυρές ερμηνείες και έναν φανταστικά φτιαγμένο κόσμο. Καθώς προχωράει όμως γίνεται όλο και λιγότερο ελκυστικό, καταλήγοντας να του λείπει ο θαυμασμός και η μαγεία που τόσο επιδέξια δ

Poltergeist [1/5)]

Ο κύριος λόγος ύπαρξης των ριμέικ είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο γυρίζονται οι περισσότερες ταινίες κάθε είδους: τα χρήματα. Δεν υπάρχει τίποτα λανθασμένο σε αυτή τη λογική, εφόσον οι σκηνοθέτες παρέχουν στους θεατές τη διασκεδαστική ή μη εμπειρία που πληρώνουν. Είναι επίσης πολύ ενδιαφέρον, όταν στις νέες εκδόσεις των ταινιών υπάρχουν κίνητρα εκτός από τα χρήματα, όπως, για παράδειγμα, την αναβάθμιση της ιστορίας για μια νέα γενιά χρησιμοποιώντας την πρόοδο της τεχνολογίας, ή ακόμα και την επανερμήνευση της πλοκής με σύγχρονες αντιλήψεις. Εάν δεν υπάρχει κανένα κίνητρο εκτός από το κέρδος, αυτό θα φανερωθεί στην οθόνη και, εντέλει, στο box-office. Επιπλέον, η αναπόφευκτη σύγκριση του πρωτότυπου με το καινούργιο θα είναι πιθανότατα θετική, αν ο συγγραφέας ή/και ο σκηνοθέτης έχει κάτι νέο να πει. Αν όχι, τότε το αποτέλεσμα είναι έργα όπως το «Πνεύμα του Κακού»… Κανείς σε καμία δημιουργική ομάδα δεν θα έπρεπε να μπει στον κόπο ακόμη και να προσποιηθεί ότι έχει κάτι φρέσκο να προσθέ

Escobar: Paradise Lost [3/5]

Αν αναμένετε να δείτε μια ταινία που εξιστορεί πραγματικά ποιος είναι ο Πάμπλο Εσκομπάρ και τι ακριβώς είναι αυτό που έκανε, τότε καλύτερα αναζητήστε κάποιο ντοκιμαντέρ. Το «Χαμένος Παράδεισος» είναι ένα καλό θρίλερ που δεν καταφέρνει επ` ουδενί να ικανοποιήσει τις προσδοκίες της αγγλικής ονομασίας του. Δεν είναι ούτε μια διερευνητική, σύνθετη μελέτη του χαρακτήρα ενός από τους πιο διαβόητους εμπόρους ναρκωτικών της Κολομβίας (Escobar), ούτε ένα, ασχολούμενο με βαριά ζητήματα, πλούσιο δράμα (Paradise Lost). Αντ` αυτού, το ντεμπούτο του Andrea Di Stefano είναι ένα διασκεδαστικό και άκρως πειστικό παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, μεταξύ ενός αποκρουστικού κακού και του συζύγου της ανιψιάς του που έχει παγιδευτεί στη δίνη της κολομβιανής διαφθοράς. Παρά το γεγονός όμως ότι το σενάριο δεν περιλαμβάνει το μέγεθος της βασιλείας του Εσκομπάρ, το έργο μια αγωνιώδη προσμονή για το τι θα γίνει σου την προκαλεί. Ομολογουμένως αυτό οφείλεται στον Di Stefano και στη σπουδαία δουλειά που κάνει σ

Mad Max: Fury Road [4/5]

Και εκεί που νομίζαμε ότι η μανία του Χόλιγουντ με τα sequel/reboot έχει φθαρεί καταντώντας κάτι το άχρηστο, έρχεται μια ταινία να μας υπενθυμίσει ότι, μερικές φορές, μία ακόμα επίσκεψη σε έναν κινηματογραφικό κόσμο δεν είναι άσχημη. Αυτή είναι σίγουρα η περίπτωση για το «Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής», το τέταρτο κατά σειρά «Mad Max» και το πρώτο μετά το «Μαντ Μαξ: Απόδραση από το Βασίλειο του Κεραυνού» του 1985. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η τέταρτη συνέχεια της σειράς «Mad Max» επρόκειτο να ξεκινήσει την παραγωγή της το 2001. Μια σειρά γεγονότων, όπως οι οικονομικές δυσκολίες μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αλλά και το ζήτημα της ασφάλειας των γυρισμάτων στη Ναμίμπια, έφεραν ως αποτέλεσμα το έργο να ξεκινήσει τα γυρίσματα τον Ιούλιο του 2012. Τέτοια ταραγμένη ιστορία παραγωγής αποτελεί συχνά μια καταστροφική για το έργο φήμη, αλλά ευτυχώς το «Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής» ανταποκρίνεται και με το παραπάνω στο hype του. Οι λόγοι πολλοί… Πρώτος ο George Miller. Αφού πέρασε τις τελε

The Avengers: Age of Ultron [3.5/5]

Ανταποκρινόμενος στις αντιδράσεις του κοινού για τον βραδύ ρυθμό της εναρκτήριας σεκάνς στην προηγουμένη ταινία, ο Whedon γνωρίζει πολύ καλά τι θέλει το κοινό και δεν σπαταλά καθόλου χρόνο στο να του το δώσει. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά, γνωρίζεις ότι η δράση και τα ειδικά εφέ θα είναι σε αφθονία στο «Εκδικητές: Η Εποχή του Ultron» και πως οι ήρωες της Marvel είναι έτοιμοι, πρόθυμοι και για ακόμα μία φορά ικανοί να σώσουν τον κόσμο. Πατώντας φουλ γκάζι σε όλη τη διαδρομή, τα ισοπεδώνουν όλα και δεν αφήνουν αρκετό χρόνο για να εμπλακούμε σε κάτι άλλο πέρα από το οπτικό υπερθέαμα. Όχι ότι έχει σημασία, ούτω ή άλλως είναι δύσκολο να είναι κάποιος πάρα πολύ επικριτικός για τη συγκεκριμένη ταινία, αφού με κάθε τρόπο επιτυγχάνει αυτό που είχε βάλει ως στόχο: να είναι μια μεγαλύτερη σε κλίμακα και διασκεδαστικότερη εκδοχή του προκατόχου του. Με τους «Εκδικητές» να έχουν εδραιώσει την ομάδα των ηρώων καθώς και την πρώτη τους συνάντηση, η «Εποχή του Ultron» μπορεί να επικεντρωθεί στην περιπέτ