Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Joy [2/5]

Έχω λατρέψει τι περισσότερες από τις ταινίες του David O`Russell, χάρη στην ικανότητά του να αξιοποιεί την ενέργεια των ανθρωπίνων αλληλεπιδράσεων που έχουν στον πυρήνα τους. Καταφέρνει και διαχειρίζεται το είδος της «τρέλας» που κουβαλάνε οι πληγωμένοι και κατεστραμμένοι χαρακτήρες του σε τέτοιο βαθμό που οι ταινίες που δημιουργεί είναι οδυνηρά αστείες, γεμάτες αληθινό συναίσθημα. Τόσο ο «Οδηγός Αισιοδοξίας» όσο και το «The Fighter» είναι δυο τρανταχτά παραδείγματα ταινιών του που διέθεταν μεγάλες εκρήξεις ενέργειας σωστά εξημερωμένες. Και εδώ έγκειται το πρόβλημα του «Joy», καθώς ο σκηνοθέτης μοιάζει να χάνει την ισορροπία του, και το χάος που συνήθως ενορχηστρώνει με επιτυχία, τον κυριεύει.

Εμπνευσμένο από τη ζωή της Joy Mangano, μιας μητέρας που αργά και σταθερά αγωνίζεται να μπει στον κόσμο των εφευρετών υπερνικώντας τις δυσκολίες, το έργο έρχεται να προστεθεί στην λίστα των ταινιών του σκηνοθέτη που μιλάνε για ονειροπόλους-καταφερτζήδες. Mόνο που εδώ η πλοκή δεν καταφέρνει στιγμή να τιθασεύσει τον κεντρικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να μην είναι πραγματικά αποτελεσματική. Με τη Lawrence να αποδίδει επαρκώς όλα τα συναισθήματα της, η Joy δεν μοιάζει ποτέ να πείθει σαν χαρακτήρας, αφού οι στάσεις και το φέρσιμο της ποικίλει τόσο δραστικά που μοιάζει λιγότερο ανθρώπινο και περισσότερο μηχανικό. Σε αυτό δεν βοηθάει και το γεγονός ότι ο O`Russell και η Mumolo δεν σταματούν να ρίχνουν εμπόδια στην πορεία της, με αποτέλεσμα να μην αφήνουν τον θεατή να μοιραστεί την χαρά της όταν κάτι πάει καλά.

Αυτή η τεχνική αφήγησης είναι ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματα του «Joy», αφού ουσιαστικά μειώνει την πραγματική ιστορία της ανόδου μιας γυναίκας μέσα στον κόσμο του εμπορίου, σε μια φτιαχτή κι αμήχανη ταινία που επαναλαμβάνει σκηνές και διαλόγους τόσο σταθερά που είναι σαν να προσπαθεί να πει τέσσερις ή πέντε διαφορετικές εκδόσεις του ίδιου πράγματος ταυτόχρονα. Σαν να μην έφτανε αυτό, την όλη κατάσταση έρχεται να επιδεινώσει ο 57χρονος σκηνοθέτης, ο οποίος μοιάζει να γνωρίζει το πρόβλημα, και μη εμπιστευόμενος ότι οι χαρακτήρες του είναι αρκετά ενδιαφέροντες από μόνοι τους, «στολίζει» την κινηματογράφηση του με γρήγορο μοντάζ και μια φρενήρη κίνηση της κάμερας χωρίς λόγο.

Ακόμα πιο εξοργιστικό, δε, είναι το γεγονός ότι υπάρχουν κάποιες απίστευτες ιδέες και μερικές εξίσου άριστες στιγμές, οι οποίες τονίζουν το πόσο ανεπαρκής είναι η ταινία. Οι Cooper και Lawrence συνεχίζουν να έχουν εξαιρετική χημεία μεταξύ τους αποτελώντας πάντα τα καλύτερα εργαλεία του O`Russell. Τα τριάντα λεπτά που συναντιούνται οι τρεις τους αποτελούν το πιο συναρπαστικό μέρος της ταινίας. Είναι πραγματικά φανταστικό να παρακολουθείς τα θεμέλια της κουλτούρας των πωλήσεων στην Αμερική να εξηγούνται με ευλάβεια. Είναι κρίμα που η ταινία δεν καταφέρνει πότε να είναι τόσο καλή, ούτε σαν μια μεγάλη ανθρώπινη κωμωδία, ούτε σαν ένα σκληροτράχηλο μελόδραμα της εργατικής τάξης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

The Amazing Spider-Man [3/5]

Reboot. Σε κινηματογραφικούς όρους ισοδυναμεί με την εν μέρει ή και ολική απόρριψη μιας υπάρχουσας ταινίας ή σειράς ταινιών και την επανεκκίνηση της με καινούργιες ιδέες, ιστορίες ή στυλ αφήγησης. Αλλιώς «πώς να βγάλουμε περισσότερα λεφτά», κάτι που δυστυχώς για το The Amazing Spider-Man τείνει να κλίνει προς, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν διαθέτει αρετές. Από το 2005 έως το 2011 μόνο, τουλάχιστον καμιά δεκαπενταριά περιπτώσεις reboot έχουν πραγματοποιηθεί ή βρίσκονται στο στάδιο των γυρισμάτων. Κοινά χαρακτηριστικά σε όλες τις περιπτώσεις είναι ότι η όποια αφηγηματική συνέχεια προηγούμενων ταινιών με το ίδιο θέμα σβήνεται, με αποτέλεσμα ένα φρεσκαρισμένο franchise που και θα προσελκύσει ξανά ένα ευρύτερο κοινό και θα είναι και δικαιολογημένο. Και τι εννοώ με αυτό. Ας πάρουμε παράδειγμα το Batman Begins. Μιλάμε για ένα reboot το οποίο από όποια πλευρά και να το δεις, δικαιολογεί την ύπαρξη του. Χρονικά μεσολαβούσαν οκτώ χρόνια από την τελευταία ταινία Batman (το Batman &

Made in Italy ★

Κάποιος είπε κάποτε ότι η “ζωή” είναι αυτό που συμβαίνει όταν δεν περιμένεις κάτι να συμβεί. Και είναι τόσο αλήθεια. Ο ίδιος άνθρωπος όμως μάλλον δεν θα είχε δει ταινίες σαν αυτή, που περιμένεις κάτι να συμβεί αλλά τελικά τίποτα δεν συμβαίνει, και οι ώρες της ζωής σου σπαταλιούνται άσκοπα. Πριν την κριτική, η συγκεκριμένη ταινία απαιτεί να έχουμε κάποιο υπόβαθρο. Στο έργο πρωταγωνιστούν οι Liam Neeson και Micheal Richardson, πατέρας και γιος αντίστοιχα στην πραγματική ζωή. Όλοι γνωρίζουμε ότι το 2009 η Natasha Richardson, γυναίκα του Liam Neeson και μητέρα του Micheal Richardson, έφυγε από τη ζωή καθώς ο τραυματισμός της στο κεφάλι κατά τη διάρκεια ενός συνηθισμένου μαθήματος σκι για αρχαρίους απέβη μοιραίος. Η πλοκή της ταινίας τώρα αφορά έναν πατέρα και γιο που επιστρέφουν στην Ιταλία για να πουλήσουν το σπίτι που κληρονόμησαν από την αείμνηστη σύζυγο και μητέρα αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης της βίλας, θα γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους, βελτιώνοντας τη σχέση τους που

Contraband [1.5/5]

Το «Τελικό Χτύπημα» είναι η κλασσικού τύπου ταινία ληστείας, όπου καθώς προχωράει, τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα και που φυσικά έχουμε ξαναδεί εκατοντάδες φορές. Δεν έχει σημασία, βέβαια, αν μια ταινία «θυμίζει» μια άλλη ή έχει την αίσθηση του γνώριμου. Με βάση ένα κάλο σενάριο όλα αυτά ξεχνιούνται. Αλλά, αλίμονο, εδώ δεν υπάρχει η σωστή βάση, με αποτέλεσμα η ταινία να κατατάσσεται στην κατηγορία «το είδαμε, το ξεχάσαμε». Πρόκειται για μια ταινία δομημένη με μια απλή αρχή, ένα απλό τέλος κι ένα περίπλοκο μεσαίο κομμάτι. Το θέμα, όμως, είναι ότι στις ταινίες με ληστείες, καθώς και στα περισσότερα θρίλερ, ξέρουμε ότι τα πράγματα δεν θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, ίσως κάπου-κάπου να θέλουμε και να δούμε επιπλοκές προκειμένου να παρακολουθήσουμε την ομάδα των χαρακτήρων καθώς θα προσπαθεί να προσαρμοστεί και να τις ξεπεράσει. Το πρόβλημα είναι ότι στο παρόν φιλμ αυτές οι επιπλοκές δεν αισθάνονται τόσο πολύ ως φυσικές, αλλά περισσότερο σαν στοιχεία πλοκής από άλλες τέτοιες ται