Παρόλο που έχει κυκλοφορήσει εδώ και 141 χρόνια, σχετικά λίγος κόσμος γνωρίζει πολλά για την ιστορία στην οποία βασίζεται η ταινία του Vinterberg «Μακριά από το Πλήθος». Γι` αυτό πριν την κριτική, θα ήθελα να εξετάσουμε εν συντομία το παρελθόν πίσω από την πλοκή του έργου. Πρώτα ο τίτλος: στα αγγλικά η λέξη «madding» σημαίνει τρελαμένο ή αν εκληφθεί ως συντομογραφία του «maddening» σημαίνει αγριεμένο. Ένας περίεργος τίτλος μετά τη θέαση ή το διάβασμα του βιβλίου, αφού παρόλο που η ιστορία λαμβάνει χώρα μακριά από πόλεις, ιδέες όπως η άσχημη ζωή στην πόλη ή η ανάγκη να ξεφύγουμε από την αστική ζωή, δεν έχουν καμία σχέση με την υπόθεση της ταινίας.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος του Τόμας Χάρντι προέρχεται από ένα ποίημα του 1751 από τον Thomas Gray, που αναφέρεται σε ένα νεκροταφείο στην εξοχή μακριά από τη φασαρία του Λονδίνου. Ο βρετανός συγγραφέας και ποιητής του κινήματος του νατουραλισμού Τόμας Χάρντι δημοσίευσε το μυθιστόρημα του το 1874 σημειώνοντας την πρώτη σημαντική λογοτεχνική επιτυχία του. Από εκείνη τη χρονιά και μετά, το βιβλίο του Χάρντι θεωρείται ως ένα από τα πιο ρομαντικά που έχουν γραφτεί ποτέ, ενώ έχει εμπνεύσει τη δημιουργία μουσικών CD, θεατρικών έργων, όπερας, μπαλέτου και, φυσικά, πολλών ταινιών κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα. Πώς όμως αυτή η, συχνά ερμηνευμένη, ιστορία μπορεί να σταθεί στο σινεμά του σήμερα;
Η φετινή μεταφορά του στον κινηματογράφο ακολουθεί το βιβλίο του Χάρντι πολύ στενά. Το σενάριο επικεντρώνεται στην Bathsheba Everdene, μια δυναμική, έξυπνη κι ανεξάρτητη γυναίκα που εργάζεται ως αγρότισσα στην επαρχία της νότιας Αγγλίας. Οι γονείς της έχουν πεθάνει προ πολλού, αλλά εκείνη μπορεί κι ανταπεξέρχεται στις δυσκολίες της ζωής. Όταν ένας θείος στο Έσεξ πεθαίνει, αφήνει όλη την κληρονομιά του στην Bathsheba, η οποία αναλαμβάνει να μετατρέψει τη φάρμα του σε ένα από τα καλύτερα αγροκτήματα στην περιοχή. Μη φοβούμενη τον ανδροκρατούμενο περίγυρο της, αποφασίζει ότι είναι δικαίωμά της να παίρνει τις δικές της αποφάσεις προσδοκώντας την επιτυχία.
Η Bathsheba λοιπόν ήταν μια φεμινίστρια, πριν ακόμα ο κόσμος μάθει αυτό τι σημαίνει. Και αυτό από μόνο του είναι αρκετά ενδιαφέρον αν σκεφτεί κανείς πότε γράφτηκε το αρχικό υλικό. Υπό τη σκηνοθετική διεύθυνση του Thomas Vinterberg, το έργο είναι γυρισμένο με αξιοπρέπεια, παρέχοντας τις απαιτούμενες μεταβολές στη διάθεση μας, χωρίς ποτέ να γίνεται μελό. Εντυπωσιακό από οπτικής απόψεως, με πλάνα της αγγλικής υπαίθρου σε διάφορες ώρες της ημέρας και τη χρήση φυσικού φωτισμού στους εσωτερικούς χώρους που συχνά επιτρέπει μόνο τη θέαση των προσώπων των ηθοποιών, καταφέρνει και διατηρεί σε υψηλό επίπεδο το ενδιαφέρον σου από την αρχή μέχρι το τέλος. Παρόλα αυτά, δεν διαθέτει τίποτα που να σε εκπλήσσει. Χωρίς να υπερβαίνει, ούτε να πέφτει κάτω από τις προσδοκίες που έχουμε μπαίνοντας στην αίθουσα, είναι όμορφο στην παρακολούθηση, αλλά ποτέ συναρπαστικό.
Αν σπάσουμε την ταινία σε ένα πιο βασικό επίπεδο, το μυθιστόρημα του Χάρντι αναφέρεται σε δυο άτομα που γνωρίζονται και αρχίζουν να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο με πολύ αργούς ρυθμούς, ενώ τα πάντα γύρω τους αλλάζουν δραματικά. Το «Μακριά από το Πλήθος», όμως, είναι σαν να μη λειτουργεί ούτε σε αυτό το επίπεδο. Η ιστορία αγάπης είναι λες και είναι παγωμένη στον χρόνο, ενώ τα πάντα γύρω της κινούνται με ξαφνικά τραντάγματα. Και αυτό οφείλεται σε δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η Carey Mulligan. Ούτε μία στιγμή δεν σου βγάζει ότι είναι μια αυθυπόστατη και δυναμική γυναίκα. Όσες σκηνές κι αν έχει που να διατάζει και να είναι δραστήρια μοιάζουν ψεύτικες και το χειρότερο τις ντύνει με ένα πέπλο ρομαντισμού, κάτι το οποία είναι μεγάλο λάθος για την ηρωίδα την οποία υποδύεται.
Ο δεύτερος και σημαντικότερος είναι το σενάριο του David Nicholls. Είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει συμπίεση του αρχικού υλικού, αφαιρώντας του κάθε είδος ψυχής και συναισθήματος, μετατρέποντας τις τραγωδίες σε ανούσιες ανατροπές. Κινούμενο βιαστικά από το ένα σημείο στο άλλο, το σενάριο προσφέρει λίγες στιγμές ανάσας στους χαρακτήρες πριν να έρθει το νέο πρόβλημα να βάλει φρένο στη ζωή τους. Με τη χρήση ενός λανθασμένου επαναλαμβανόμενου μοτίβου (πρόβλημα που ακολουθείται από προσωρινή λύση, που ακολουθείται από περισσότερα προβλήματα και λιγότερο ανεκτές λύσεις) δημιουργεί μια πλειάδα από σταθερά σκιαγραφημένους, αλλά αόριστα χρωματισμένους χαρακτήρες, των οποίων την ιστορία παρακολουθούμε χωρίς όμως να πολυ-νοιαζόμαστε.
Υπάρχει μια αόριστη αίσθηση σε όλο το φιλμ ότι ασχολείται με κάτι πραγματικά ουσιαστικό, χωρίς τίποτα να βγαίνει προς τα έξω προκειμένου να το λάβει ο θεατής. Κάνει σαν να πρόκειται να ζητήσει από τους θεατές να σκεφτούν, αλλά δεν τους δίνει κανένα κίνητρο για να το κάνουν. Το διακύβευμα δεν είναι αρκετά υψηλό, οι χαρακτήρες δεν είναι αρκετά πραγματικοί και η ιστορία δεν είναι αρκετά ισχυρή για να υποστηρίξει αυτό το είδος της ενδοσκόπησης. Ο καλύτερος τρόπος για να επαινέσω το «Μακριά από το Πλήθος», είναι χαρακτηρίζοντάς το διακριτικά αποτελεσματικό. Δείτε το, αλλά μην περιμένετε κάτι το σπουδαίο.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος του Τόμας Χάρντι προέρχεται από ένα ποίημα του 1751 από τον Thomas Gray, που αναφέρεται σε ένα νεκροταφείο στην εξοχή μακριά από τη φασαρία του Λονδίνου. Ο βρετανός συγγραφέας και ποιητής του κινήματος του νατουραλισμού Τόμας Χάρντι δημοσίευσε το μυθιστόρημα του το 1874 σημειώνοντας την πρώτη σημαντική λογοτεχνική επιτυχία του. Από εκείνη τη χρονιά και μετά, το βιβλίο του Χάρντι θεωρείται ως ένα από τα πιο ρομαντικά που έχουν γραφτεί ποτέ, ενώ έχει εμπνεύσει τη δημιουργία μουσικών CD, θεατρικών έργων, όπερας, μπαλέτου και, φυσικά, πολλών ταινιών κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα. Πώς όμως αυτή η, συχνά ερμηνευμένη, ιστορία μπορεί να σταθεί στο σινεμά του σήμερα;
Η φετινή μεταφορά του στον κινηματογράφο ακολουθεί το βιβλίο του Χάρντι πολύ στενά. Το σενάριο επικεντρώνεται στην Bathsheba Everdene, μια δυναμική, έξυπνη κι ανεξάρτητη γυναίκα που εργάζεται ως αγρότισσα στην επαρχία της νότιας Αγγλίας. Οι γονείς της έχουν πεθάνει προ πολλού, αλλά εκείνη μπορεί κι ανταπεξέρχεται στις δυσκολίες της ζωής. Όταν ένας θείος στο Έσεξ πεθαίνει, αφήνει όλη την κληρονομιά του στην Bathsheba, η οποία αναλαμβάνει να μετατρέψει τη φάρμα του σε ένα από τα καλύτερα αγροκτήματα στην περιοχή. Μη φοβούμενη τον ανδροκρατούμενο περίγυρο της, αποφασίζει ότι είναι δικαίωμά της να παίρνει τις δικές της αποφάσεις προσδοκώντας την επιτυχία.
Η Bathsheba λοιπόν ήταν μια φεμινίστρια, πριν ακόμα ο κόσμος μάθει αυτό τι σημαίνει. Και αυτό από μόνο του είναι αρκετά ενδιαφέρον αν σκεφτεί κανείς πότε γράφτηκε το αρχικό υλικό. Υπό τη σκηνοθετική διεύθυνση του Thomas Vinterberg, το έργο είναι γυρισμένο με αξιοπρέπεια, παρέχοντας τις απαιτούμενες μεταβολές στη διάθεση μας, χωρίς ποτέ να γίνεται μελό. Εντυπωσιακό από οπτικής απόψεως, με πλάνα της αγγλικής υπαίθρου σε διάφορες ώρες της ημέρας και τη χρήση φυσικού φωτισμού στους εσωτερικούς χώρους που συχνά επιτρέπει μόνο τη θέαση των προσώπων των ηθοποιών, καταφέρνει και διατηρεί σε υψηλό επίπεδο το ενδιαφέρον σου από την αρχή μέχρι το τέλος. Παρόλα αυτά, δεν διαθέτει τίποτα που να σε εκπλήσσει. Χωρίς να υπερβαίνει, ούτε να πέφτει κάτω από τις προσδοκίες που έχουμε μπαίνοντας στην αίθουσα, είναι όμορφο στην παρακολούθηση, αλλά ποτέ συναρπαστικό.
Αν σπάσουμε την ταινία σε ένα πιο βασικό επίπεδο, το μυθιστόρημα του Χάρντι αναφέρεται σε δυο άτομα που γνωρίζονται και αρχίζουν να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο με πολύ αργούς ρυθμούς, ενώ τα πάντα γύρω τους αλλάζουν δραματικά. Το «Μακριά από το Πλήθος», όμως, είναι σαν να μη λειτουργεί ούτε σε αυτό το επίπεδο. Η ιστορία αγάπης είναι λες και είναι παγωμένη στον χρόνο, ενώ τα πάντα γύρω της κινούνται με ξαφνικά τραντάγματα. Και αυτό οφείλεται σε δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η Carey Mulligan. Ούτε μία στιγμή δεν σου βγάζει ότι είναι μια αυθυπόστατη και δυναμική γυναίκα. Όσες σκηνές κι αν έχει που να διατάζει και να είναι δραστήρια μοιάζουν ψεύτικες και το χειρότερο τις ντύνει με ένα πέπλο ρομαντισμού, κάτι το οποία είναι μεγάλο λάθος για την ηρωίδα την οποία υποδύεται.
Ο δεύτερος και σημαντικότερος είναι το σενάριο του David Nicholls. Είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει συμπίεση του αρχικού υλικού, αφαιρώντας του κάθε είδος ψυχής και συναισθήματος, μετατρέποντας τις τραγωδίες σε ανούσιες ανατροπές. Κινούμενο βιαστικά από το ένα σημείο στο άλλο, το σενάριο προσφέρει λίγες στιγμές ανάσας στους χαρακτήρες πριν να έρθει το νέο πρόβλημα να βάλει φρένο στη ζωή τους. Με τη χρήση ενός λανθασμένου επαναλαμβανόμενου μοτίβου (πρόβλημα που ακολουθείται από προσωρινή λύση, που ακολουθείται από περισσότερα προβλήματα και λιγότερο ανεκτές λύσεις) δημιουργεί μια πλειάδα από σταθερά σκιαγραφημένους, αλλά αόριστα χρωματισμένους χαρακτήρες, των οποίων την ιστορία παρακολουθούμε χωρίς όμως να πολυ-νοιαζόμαστε.
Υπάρχει μια αόριστη αίσθηση σε όλο το φιλμ ότι ασχολείται με κάτι πραγματικά ουσιαστικό, χωρίς τίποτα να βγαίνει προς τα έξω προκειμένου να το λάβει ο θεατής. Κάνει σαν να πρόκειται να ζητήσει από τους θεατές να σκεφτούν, αλλά δεν τους δίνει κανένα κίνητρο για να το κάνουν. Το διακύβευμα δεν είναι αρκετά υψηλό, οι χαρακτήρες δεν είναι αρκετά πραγματικοί και η ιστορία δεν είναι αρκετά ισχυρή για να υποστηρίξει αυτό το είδος της ενδοσκόπησης. Ο καλύτερος τρόπος για να επαινέσω το «Μακριά από το Πλήθος», είναι χαρακτηρίζοντάς το διακριτικά αποτελεσματικό. Δείτε το, αλλά μην περιμένετε κάτι το σπουδαίο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου