Αν στην πρώτη του απόπειρα αναφέραμε ότι με κινηματογραφικούς όρους καταφέρνει και φτιάχνει μια καλή ταινία, στη δεύτερη σκηνοθετική του προσπάθεια, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης υπερβαίνει εαυτόν και παραδίδει μια σπουδαία ταινία, ίσως την καλύτερη ελληνική της χρονιάς. Διαθέτοντας ένα πολύ πιο σφιχτοδεμένο σενάριο υπηρετούμενο με συνέπεια, αυτή η δεύτερη κινηματογραφική κατάθεση του «άκρως εμπορικού» και συνυφασμένου με αντιγραφές σκηνοθέτη θα κάνει ακόμα και τους πιο σοβαρούς κι έγκριτους δημοσιογράφους να παραδεχτούν ότι αυτό που βλέπουμε είναι η ενηλικίωση ενός καλλιτέχνη.
Εκατό φορές καλύτερο από το «Αν…», το «Ένας Άλλος Κόσμος» καταφέρνει πρωτίστως το ακατόρθωτο. Απεγκλωβίζει αυτό που λέμε ελληνικό σινεμά από το νέο ελληνικό ρεύμα, αλλά και της τηλεοπτικής λογικής παραγωγές που κατακλύζουν κάθε σεζόν, και το περνάει σε άλλη διάσταση. Παράγει σινεμά. Εμπορικό μεν, mainstream δε, αλλά σινεμά με ό,τι αυτό περιλαμβάνει. Και το καλύτερο, δημιουργεί ένα σινεμά που όσο εύκολο κι ελαφρύ φαντάζει, τόσο δύσκολο και με αξιώσεις είναι. Διαθέτοντας τρεις ιστορίες με κοινό παρονομαστή τον έρωτα και το ίδιο πολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο, το έργο του Παπακαλιάτη είναι επίκαιρο, έντιμο και με ουσία. Μιλάει για τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα χωρίς ποτέ να ξεχνά να ψυχαγωγήσει. Ασχολείται με το εργασιακό, το μεταναστευτικό, τον φασισμό, την οικονομική κρίση και άλλα πολλά γνώριμα στο κοινό, αλλά χάρη στην ειλικρίνεια και την ντομπροσύνη των διαλόγων του, το κάνει χωρίς διδακτισμό, καθιστώντας σου σαφές ότι αυτό που θα δεις σε αφορά.
Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες σχετικά με τις τρεις ιστορίες που συνθέτουν το «Ένας Άλλος Κόσμος», απλά προετοιμαστείτε να δείτε την πραγματικότητα. Να παρακολουθήσετε μια αντανάκλαση όλων όσων συμβαίνουν στη χώρα μας σήμερα. Να αναγνωρίσετε τον γείτονά σας, τον διπλανό σας, τον συνάδελφό σας και να αντιληφθείτε την απόγνωση. Φυσικά, όλα τα παραπάνω επιτυγχάνονται μέσα από τους ηθοποιούς. Μέσα από ένα άκρως πετυχημένο κάστινγκ και χάρη στη μαεστρία του σκηνοθέτη, όλοι όσοι βλέπεις ερμηνεύουν ανεπιτήδευτα γεμάτοι ψυχή. O πολυτιμότερος παίκτης όμως εδώ είναι η Μαρία Καβογιάννη. Ναι, όσο εξαιρετικός κι αν είναι ο βραβευμένος με Όσκαρ Β` ανδρικού ρόλου J.K. Simmons, η ταινία ανήκει ολωσδιόλου στο τεράστιο ταλέντο της κ. Καβογιάννη. Ξεφεύγοντας από την τηλεοπτική περσόνα που έχουμε συνηθίσει, παραδίδει μια ερμηνεία που όμοιά της σπάνια βλέπουμε σε ελληνικές ταινίες. Ειδική μνεία φυσικά πρέπει να γίνει και για τον Μηνά Χατζησάββα ο οποίος θα ήταν πολύ περήφανος για το κύκνειο άσμα του.
Αυτός ο οπτικοακουστικός σχολιασμός λοιπόν για μια χώρα η οποία ενώ διαθέτει τα πάντα μοιάζει να διαλύεται, σε συνδυασμό με την αναλλοίωτη δύναμη του έρωτα να μένει πάντοτε αλώβητος από οποιαδήποτε δοκιμασία, είναι άξιος συγχαρητηρίων και οφείλετε ως έλληνες σινεφίλ να μην τον χάσετε.
Εκατό φορές καλύτερο από το «Αν…», το «Ένας Άλλος Κόσμος» καταφέρνει πρωτίστως το ακατόρθωτο. Απεγκλωβίζει αυτό που λέμε ελληνικό σινεμά από το νέο ελληνικό ρεύμα, αλλά και της τηλεοπτικής λογικής παραγωγές που κατακλύζουν κάθε σεζόν, και το περνάει σε άλλη διάσταση. Παράγει σινεμά. Εμπορικό μεν, mainstream δε, αλλά σινεμά με ό,τι αυτό περιλαμβάνει. Και το καλύτερο, δημιουργεί ένα σινεμά που όσο εύκολο κι ελαφρύ φαντάζει, τόσο δύσκολο και με αξιώσεις είναι. Διαθέτοντας τρεις ιστορίες με κοινό παρονομαστή τον έρωτα και το ίδιο πολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο, το έργο του Παπακαλιάτη είναι επίκαιρο, έντιμο και με ουσία. Μιλάει για τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα χωρίς ποτέ να ξεχνά να ψυχαγωγήσει. Ασχολείται με το εργασιακό, το μεταναστευτικό, τον φασισμό, την οικονομική κρίση και άλλα πολλά γνώριμα στο κοινό, αλλά χάρη στην ειλικρίνεια και την ντομπροσύνη των διαλόγων του, το κάνει χωρίς διδακτισμό, καθιστώντας σου σαφές ότι αυτό που θα δεις σε αφορά.
Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες σχετικά με τις τρεις ιστορίες που συνθέτουν το «Ένας Άλλος Κόσμος», απλά προετοιμαστείτε να δείτε την πραγματικότητα. Να παρακολουθήσετε μια αντανάκλαση όλων όσων συμβαίνουν στη χώρα μας σήμερα. Να αναγνωρίσετε τον γείτονά σας, τον διπλανό σας, τον συνάδελφό σας και να αντιληφθείτε την απόγνωση. Φυσικά, όλα τα παραπάνω επιτυγχάνονται μέσα από τους ηθοποιούς. Μέσα από ένα άκρως πετυχημένο κάστινγκ και χάρη στη μαεστρία του σκηνοθέτη, όλοι όσοι βλέπεις ερμηνεύουν ανεπιτήδευτα γεμάτοι ψυχή. O πολυτιμότερος παίκτης όμως εδώ είναι η Μαρία Καβογιάννη. Ναι, όσο εξαιρετικός κι αν είναι ο βραβευμένος με Όσκαρ Β` ανδρικού ρόλου J.K. Simmons, η ταινία ανήκει ολωσδιόλου στο τεράστιο ταλέντο της κ. Καβογιάννη. Ξεφεύγοντας από την τηλεοπτική περσόνα που έχουμε συνηθίσει, παραδίδει μια ερμηνεία που όμοιά της σπάνια βλέπουμε σε ελληνικές ταινίες. Ειδική μνεία φυσικά πρέπει να γίνει και για τον Μηνά Χατζησάββα ο οποίος θα ήταν πολύ περήφανος για το κύκνειο άσμα του.
Αυτός ο οπτικοακουστικός σχολιασμός λοιπόν για μια χώρα η οποία ενώ διαθέτει τα πάντα μοιάζει να διαλύεται, σε συνδυασμό με την αναλλοίωτη δύναμη του έρωτα να μένει πάντοτε αλώβητος από οποιαδήποτε δοκιμασία, είναι άξιος συγχαρητηρίων και οφείλετε ως έλληνες σινεφίλ να μην τον χάσετε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου