Τις περισσότερες φορές που κάποιος αντιμετωπίζει καταστάσεις και ζητήματα ζωής και θανάτου, έχει μια αξιοσημείωτη ικανότητα να παλέψει για να μείνει ασφαλής. Ο ήρωας του «Χωρίς Διέξοδο», Jack Dwyer, και η πολιορκούμενη οικογένειά του είναι μια απλή και συνηθισμένη οικογένεια που ποτέ δεν αντιμετώπισε τέτοιον κίνδυνο και δεν έχει καμία ξεχωριστή ικανότητα. Είναι συνηθισμένοι άνθρωποι όπως εσείς κι εγώ. Όταν λοιπόν ρίχτηκαν στο μάτι του κυκλώνα, εν μέσω πολιτικών αναταραχών, με τους επαναστάτες να επιτίθονται κατά κύματα στην πόλη, άρχισαν να ψάχνουν απεγνωσμένα για ασφάλεια με οποιοδήποτε τρόπο.
Η παραπάνω παραδοχή είναι αυτή που θέτει τις βάσεις και ως ένα βαθμό δημιουργεί ένα συναρπαστικό και πραγματικά ψυχαγωγικό έργο. Τα πρώτα λεπτά της ταινίας διαθέτουν έντονες κι ενοχλητικές σκηνές, γεμάτες ένταση, που σε κρατούν στην άκρη του καθίσματός σου με τον τρόμο της απειλής να γίνεται αισθητός ακόμα και στον θεατή. Από ένα σημείο και μετά, όμως, όσο μανιωδώς κι αν προσπαθεί η ταινία να είναι καλή, καταλήγει να πατάει συνεχώς τα λάθος κουμπιά και να γίνεται, με κάθε σκηνή που περνάει, όλο και περισσότερο παρατραβηγμένη. Αν και ορισμένοι έχουν πει ότι πρέπει να απολαύσεις την ταινία ως ένα παράλογο «popcorn movie», διαφωνώ πρώτον γιατί το θέμα αντιμετωπίζεται ως οτιδήποτε άλλο εκτός από διασκεδαστικό και δεύτερον επειδή όσο κι αν το δεις στην πλάκα, κάποια στιγμή θα απηυδήσεις.
Η ασταθής κάμερα χρησιμοποιείται σε σημείο ναυτίας και η ταινία βρίθει από κλισέ. Το ένα παράλογο λάθος επαναλαμβάνεται μετά το άλλο, με επαναστάτες να αφήνουν τα όπλα τους στο έδαφος, κόσμο να εμφανίζεται από το πουθενά σώζοντας τους ήρωες και το αποκορύφωμα, η πιο αστεία σκηνή σε ταινία του 2015: το άλμα των τεσσάρων χαρακτήρων μεταξύ κτιρίων. Συνεχίζοντας με τα λάθη, το υπόβαθρο της -σε άλλα χέρια ενδιαφέρουσας- ιστορίας είναι σχεδόν ανύπαρκτο, αφήνοντας το κοινό με άφθονα αναπάντητα ερωτήματα. Για παράδειγμα, δεν ξέρουμε τίποτα σχετικά με το πραγματικό κίνητρο πίσω από την επίθεση που παρακολουθούμε. Και αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα: στη διάρκεια της ταινίας η ερώτηση «γιατί γίνονται όλα αυτά;» δεν θα βγει από το μυαλό σας.
Ο σκηνοθέτης John Erick Dowdle κι ο σεναριογράφος αδερφός του, Drew Dowdle, κατανοούν πώς να κάνουν τους ανθρώπους να ουρλιάξουν. Έχουν την ικανότητα να ανεβάσουν την αδρεναλίνη στο κοινό. Αυτό που δεν ξέρουν είναι πώς να δημιουργήσουν ένα έργο που δεν θα ταλαντεύεται ασταθώς από το καλό στο κακό και το αντίστροφο όλη την ώρα. «Δυνατότητα» είναι η μόνη λέξη που ειπώθηκε από το στόμα μου μετά τους τίτλους τέλους. Το «Χωρίς Διέξοδο» είχε τη δυνατότητα να είναι ένα συγκλονιστικό δράμα που τελικά γλίστρησε στο πρώτο εμπόδιο του.
Η παραπάνω παραδοχή είναι αυτή που θέτει τις βάσεις και ως ένα βαθμό δημιουργεί ένα συναρπαστικό και πραγματικά ψυχαγωγικό έργο. Τα πρώτα λεπτά της ταινίας διαθέτουν έντονες κι ενοχλητικές σκηνές, γεμάτες ένταση, που σε κρατούν στην άκρη του καθίσματός σου με τον τρόμο της απειλής να γίνεται αισθητός ακόμα και στον θεατή. Από ένα σημείο και μετά, όμως, όσο μανιωδώς κι αν προσπαθεί η ταινία να είναι καλή, καταλήγει να πατάει συνεχώς τα λάθος κουμπιά και να γίνεται, με κάθε σκηνή που περνάει, όλο και περισσότερο παρατραβηγμένη. Αν και ορισμένοι έχουν πει ότι πρέπει να απολαύσεις την ταινία ως ένα παράλογο «popcorn movie», διαφωνώ πρώτον γιατί το θέμα αντιμετωπίζεται ως οτιδήποτε άλλο εκτός από διασκεδαστικό και δεύτερον επειδή όσο κι αν το δεις στην πλάκα, κάποια στιγμή θα απηυδήσεις.
Η ασταθής κάμερα χρησιμοποιείται σε σημείο ναυτίας και η ταινία βρίθει από κλισέ. Το ένα παράλογο λάθος επαναλαμβάνεται μετά το άλλο, με επαναστάτες να αφήνουν τα όπλα τους στο έδαφος, κόσμο να εμφανίζεται από το πουθενά σώζοντας τους ήρωες και το αποκορύφωμα, η πιο αστεία σκηνή σε ταινία του 2015: το άλμα των τεσσάρων χαρακτήρων μεταξύ κτιρίων. Συνεχίζοντας με τα λάθη, το υπόβαθρο της -σε άλλα χέρια ενδιαφέρουσας- ιστορίας είναι σχεδόν ανύπαρκτο, αφήνοντας το κοινό με άφθονα αναπάντητα ερωτήματα. Για παράδειγμα, δεν ξέρουμε τίποτα σχετικά με το πραγματικό κίνητρο πίσω από την επίθεση που παρακολουθούμε. Και αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα: στη διάρκεια της ταινίας η ερώτηση «γιατί γίνονται όλα αυτά;» δεν θα βγει από το μυαλό σας.
Ο σκηνοθέτης John Erick Dowdle κι ο σεναριογράφος αδερφός του, Drew Dowdle, κατανοούν πώς να κάνουν τους ανθρώπους να ουρλιάξουν. Έχουν την ικανότητα να ανεβάσουν την αδρεναλίνη στο κοινό. Αυτό που δεν ξέρουν είναι πώς να δημιουργήσουν ένα έργο που δεν θα ταλαντεύεται ασταθώς από το καλό στο κακό και το αντίστροφο όλη την ώρα. «Δυνατότητα» είναι η μόνη λέξη που ειπώθηκε από το στόμα μου μετά τους τίτλους τέλους. Το «Χωρίς Διέξοδο» είχε τη δυνατότητα να είναι ένα συγκλονιστικό δράμα που τελικά γλίστρησε στο πρώτο εμπόδιο του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου