Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2017

The Devil's Candy [3/5]

Ο άκρως ενδιαφέρον «Αγαπημένος» του Σον Μπιρν προκάλεσε, παρά τις ατέλειες του, αίσθηση στο κινηματογραφικό κοινό το 2010, προσφέροντας έναν αέρα ανανέωσης στο κορεσμένο κατά τα άλλα είδος των ταινιών τρόμου. Εφτά χρόνια μετά, ο ταλαντούχος σκηνοθέτης κάνει δυναμική επανεμφάνιση με το αμερικανικό ντεμπούτο του. Διαβάζοντας την πλοκή, η ταινία του Μπιρν μοιάζει εκ πρώτης όψεως ως ένα ακόμα θρίλερ με ένα στοιχειωμένο σπίτι. Και όντως, αν έπρεπε να την προσδιορίσουμε κάπως, θα λέγαμε πως έχουμε να κάνουμε με μια ταινία τύπου «Τρόμος στο Amityville» για χεβιμεταλάδες. Ωστόσο, η αγάπη της για το είδος που αντιπροσωπεύει αλλά και για την μουσική χέβι μέταλ, την κάνει να ξεχωρίζει. Χωρίς να προβληματίζεται από τις προκαταλήψεις που συνδέουν το μέταλ και τους γυμνασμένους, γεμάτους τατουάζ άνδρες που ακούν μέταλ με τον σατανισμό και τον διάβολο, το «Δέλεαρ του Διαβόλου» παρουσιάζει μια παθιασμένη, σοβαρή ταινία με μεταλλικό υπόβαθρο, η οποία, παρά τα λάθη της, λειτουργεί εκπληκτικά μέσα στη

The Shack [0/5]

Δεν έχω λόγια να περιγράψω την κουλαμάρα που λέγεται «Αναζητώντας την Αλήθεια». Παρόλα αυτά, θα το προσπαθήσω γιατί αξίζει κανείς να αποτρέψει κόσμο από το να τη δει. Ας ξεκινήσουμε με την υπόθεση: πατέρας προερχόμενος από διαλυμένη φαμίλια, γίνεται ο ίδιος οικογενειάρχης με τρία παιδιά και μια γυναίκα θρήσκα. Ο καημός και ο πόνος όμως χτυπάει και τη δική του οικογένεια με αποτέλεσμα η ήδη κλονισμένη πίστη του στον papa (έτσι λέει η γυναίκα του τον Θεό, μα την Παναγία) να αγγίξει αρνητικό ρεκόρ. Ένα πρωινό σαν όλα τα άλλα, λαμβάνει γράμμα από τον papa να πάει σε μια καλύβα. Και εκεί γίνεται... του παραδείσου! Όσο κι αν μας είχε προϊδεάσει η αφήγηση στην αρχή ότι αυτό που θα δούμε τείνει προς το φανταστικό, τίποτα δεν είχε προετοιμάσει τα μάτια μας και τα αυτιά μας γι` αυτό που έμελλε να πάθουμε. Με μια «come to papa» προσέγγιση που ξεπερνάει τα όρια του διδακτισμού, το σενάριο των Τζον Φούσκο, Άντριου Λέιναμ και Ντέστιν Κρέτον μοιάζει να διαθέτει έναν και μόνο σκοπό: να μας κάνει να

Smurfs: The Lost Village [2/5]

Οι περιπέτειες των μικρών γαλάζιων πλασμάτων, τα οποία ζουν στο στρουμφοχωριό μέσα στο δάσος, ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1958. Στην Ελλάδα, τα Στρουμφάκια έγιναν περισσότερο γνωστά κατά τη δεκαετία του 1980, μέσα από την ομότιτλη τηλεοπτική σειρά κινουμένων σχεδίων που διήρκησε εννέα χρόνια. Με το ενδιαφέρον για τα Στρουμφ να μην έχει σταματήσει ποτέ, το 2011 κυκλοφόρησε στο σινεμά η ταινία «Στρουμφάκια» που αποτελούσε ένα μείγμα computer-animation και live-action. Το 2013, επέστρεψαν με νέες ανεκδιήγητες περιπέτειες στο Παρίσι με το κακό «Στρουμφάκια 2». Φέτος, οι θεατές θα σμίξουν για ακόμα μία φορά με τους γνωστούς χαρακτήρες, αλλά αυτή τη φορά με μια ταινία καθαρά κινουμένων σχεδίων που δεν έχει σχέση με τις δύο προηγούμενες. Στο κέντρο της ιστορίας είναι το μόνο κορίτσι στο χωριό, η Στρουμφίτα. Στην προσπάθεια της να βρει τη δική της ταυτότητα, η -δημιουργημένη από τον μάγο Δρακουμέλ- γοητευτική ξανθιά ξεκινάει ένα ταξίδι προς το απαγορευμένο δάσος. Μαζί με τους Σκουντούφλη,

All Nighter [1.5/5]

Φανταστείτε το «Η Αρπαγή» κωμικό, χωρίς κάποια πραγματική απαγωγή, με μια νότα από «Hangover» και «Γαμπρό της Συμφοράς». Αυτό είναι το «Φοβού τον Πεθερό», η νέα κωμωδία από τον σκηνοθέτη Γκάβιν Βίσεν, η οποία ναι μεν δεν κερδίζει πόντους για την καινοτομία της, αλλά διαθέτει κάποια δυναμική χάρη στους δυο πρωταγωνιστές που υποδύονται το παράξενο δίδυμο που εξερευνά τους δρόμους του Λος Άντζελες σε αναζήτηση μιας εξαφανισμένης γυναίκας. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, το σενάριο του Σεθ Όουεν βάζει το πρωταγωνιστικό ζευγάρι να αντιμετωπίζει μια σειρά από κουλές καταστάσεις και εκκεντρικούς ανθρώπους. Παρόλα αυτά, δεν είναι η ποικιλία των συμβάντων που παρέχουν τα περισσότερα από τα γέλια, αλλά οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους. Επιστρέφοντας στις κωμικές ρίζες τους, τόσο ο Τζ. Κ. Σίμονς όσο και ο Εμίλ Χιρς κάνουν μια αξιέπαινη δουλειά εμφυσώντας ζωή σε μια αναμασημένη ιδέα. Οι δυο τους, αντισταθμίζοντας την έλλειψη πρωτοτυπίας του κειμένου, δημιουργούν μια δυναμική που διατηρεί εστιασμέ

Beauty and the Beast [2/5]

Συμβαδίζοντας με το πνεύμα των καιρών, η Disney συνεχίζει να μετατρέπει σε live-action εκδοχές τα αριστουργήματα κινουμένων σχεδίων της. Μετά την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», το «Maleficent», τη «Σταχτοπούτα» και το «Βιβλίο της Ζούγκλας», σειρά τώρα έχει το ορόσημο του στούντιο, η «Πεντάμορφη και το Τέρας». Το να γράψω τη γνώμη μου σχετικά με τη νέα έκδοση του «Η Πεντάμορφη και το Τέρας» είναι ένα δύσκολο πράγμα. Πρώτον, η νοσταλγία που νιώθεις παρακολουθώντας την σε επηρεάζει από την πρώτη μουσική νότα. Η συγκεκριμένη ταινία έχει τραγουδιστεί κι αγαπηθεί περισσότερο από κάθε άλλη σε όλο τον κόσμο. Είναι η πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων που προτάθηκε για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, και η πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων που έγινε μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ. Έχει κερδίσει Όσκαρ, Γκράμι και Τόνι και βρίσκεται σε πολλές λίστες του Αμερικανικού Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Επομένως μια ιστορία τόσο αγαπητή διαθέτει εκ των πραγμάτων μια δυναμική. Πρέπει να παραδεχτώ επίσης ότι ερχόμαστε α

Maudie [4/5]

Το σκηνικό: ένα μικρό εξοχικό στις ακτές του καναδικού Ατλαντικού στην περιοχή της Νέας Σκωτίας. Οι βασικοί χαρακτήρες: δύο. Ένας ισχυρογνώμων εργένης (ο Έβερετ) που ψάχνει οικονόμο και μια απονήρευτη γυναίκα (η Μοντ) που θέλει να φύγει από το σπίτι της. Οι δυσκολίες της ζωής θα ενώσουν τις μοίρες τους. Ξέρω τι σκέφτεστε. Εκ πρώτης όψεως αυτή η ιρλανδοκαναδέζικη συμπαραγωγή μοιάζει ως μία ακόμα χλιαρή ιστορία αγάπης με μια κλασική έναρξη και μια κατάληξη που υπαγορεύεται αποκλειστικά από τους άγραφους νόμους του είδους. Αυτή η εντύπωση όμως είναι βιαστική, καθώς πρόκειται για ένα συγκινητικό, αλλά ποτέ μελοδραματικό, έργο με μια ιδιαίτερη πινελιά. Η σκηνοθέτης Έιλινγκ Γουόλς, η σεναριογράφος Σέρι Γουάιτ και οι δύο υπέροχοι πρωταγωνιστές μετατρέπουν την αληθινή ιστορία στο επίκεντρο του «Maudie» σε ένα άξιο παρακολούθησης δράμα για έναν γενναίο αγώνα κατά των φυσικών περιορισμών. Ταινία ερμηνειών, το «Maudie» μοιάζει από το πρώτο κιόλας λεπτό να ανήκει στη Σάλι Χόκινς και τον Ίθα

Call Me by Your Name [5/5]

Δεν ξέρω πώς μπορεί κάποιος να γράψει για το «Call Me by Your Name». Πώς θα μπορέσει να μιλήσει για μια ταινία που αιχμαλωτίζει και αναστατώνει την καρδιά σου και το κάνει σωστά. Είχα το τεράστιο προνόμιο να δω το νέο έργο του Λούκα Γκουαντανίνο στο 67ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου και αμέσως μετά την προβολή, τόσο εγώ όσο και συνάδελφοι από κάθε γωνιά του κόσμου συνειδητοποιήσαμε ότι είμαστε εμείς αυτοί που θα πρέπει να διαδώσουμε ότι η ταινία είναι απλά ένα αριστούργημα. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να το επιχειρήσω… Η τελευταία ταινία του ιταλού σκηνοθέτη διαδραματίζεται το 1983 στη Βόρεια Ιταλία και αφηγείται ένα καλοκαιρινό ειδύλλιο ανάμεσα σε έναν ώριμο 17χρονο Αμερικανο-ιταλό με το όνομα Έλιο (Τιμοτέ Σαλαμέ) και τον Όλιβερ (Άρμι Χάμερ), έναν 24χρονο αμερικανό επιστήμονα που επισκέπτεται τον πατέρα του Έλιο προκειμένου να τον βοηθήσει. H σχέση μεταξύ των δύο νεαρών ανδρών είναι η εστίαση της ταινίας, αλλά o Γκουαντανίνο και οι συν-σεναριογράφοι Γουόλτερ Φασάνο και Τζέιμς