Δυστυχώς, οι λέξεις «ιδιοφυΐα» και «ψυχική ασθένεια» μερικές φορές πάνε χέρι-χέρι. Πολύ συχνά, το είδος της ιδιοφυΐας που αντιπροσωπεύει μια πραγματικά πρωτότυπη σκέψη, είναι τόσο ασυνήθιστο που γίνεται αντιληπτό ως «τρέλα», αλλά μερικές φορές όταν ένας όρος όπως αυτός χρησιμοποιείται για κάποιον που σκέφτεται κι ενεργεί με πολύ διαφορετικό τρόπο από ό,τι άλλοι, αναφέρεται σε μια κυριολεκτική, κλινικά εμπεριστατωμένη νοητική ή συναισθηματική βλάβη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ζήτημα είναι εάν η ψυχική ασθένεια είναι η αιτία ή το αποτέλεσμα της ιδιοφυΐας του άρρωστου ατόμου.
Δεν έχει και μεγάλη σημασία, αφού το μόνο σίγουρο είναι ότι η ψυχική ασθένεια πονάει. Πληγώνει το άτομο που πάσχει από αυτήν, αλλά κι εκείνους που νοιάζονται για αυτό. Αν αφεθεί χωρίς θεραπεία, μπορεί να καταστρέψει αυτές τις διαπροσωπικές σχέσεις και, φυσικά, το ίδιο το άτομο που είναι άρρωστο. Αυτό ήταν το πρόβλημα, και σχεδόν η μοίρα, του Brian Wilson, του ιδρυτή του συγκροτήματος The Beach Boys. Ο προσωπικός αγώνας του αποτελεί το επίκεντρο αυτής της καινοτόμας, αλλά και λίγο κουραστικής βιογραφίας.
Μέρος του προβλήματος στην περιγραφή αυτής της ταινίας είναι ότι ο όρος «βιογραφία» εφαρμόζεται μόνο σε μια χαλαρότερη έννοια. Αυτή η ταινία δεν είναι μια εξιδανίκευση των Beach Boys, ούτε ένα χρονικό των σημαντικότερων γεγονότων στη ζωή του Wilson. Η ασυνήθιστη δομή της έχει ως στόχο να αναδείξει ένα και μόνο σημαντικό θέμα της ζωής του: τη συνεχή μάχη του με τη ψυχική ασθένεια. Περιστρεφόμενο γύρω από δύο βασικές περιόδους στην προσωπική ιστορία του -τα τέλη του 1960 και τα τέλη της δεκαετίας του 1980- , το έργο του Bill Pohlad είναι κατασκευασμένο με τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε να παίρνει όλες τις συμβάσεις των συνηθισμένων βιογραφιών και να δημιουργεί κάτι καινούργιο. Η δημιουργική ομάδα του έργου φτιάχνει ένα φιλμ μέσα στο οποίο συνυπάρχουν δύο εντελώς διαφορετικές αφηγήσεις με εντελώς διαφορετικό στυλ η καθεμιά. Και είναι ακριβώς αυτή η αντιπαράθεση των δυο που σου κινεί το ενδιαφέρον, αλλά και σε προβληματίζει. Σου εξάπτει την περιέργεια γιατί κατασκευάζει κάτι διαφορετικό. Έχει το θάρρος να δοκιμάσει και να μας κάνει να σκεφτούμε τι μπορεί να συνέβη μεταξύ αυτών των δύο χρονοδιαγραμμάτων. Σε ξενίζει, ωστόσο, γιατί οτιδήποτε καινούργιο την πρώτη φορά δεν λειτουργεί πλήρως. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη θεματική σύνδεση μεταξύ αυτών των δύο αφηγήσεων, σε συνδυασμό με τον διαφορετικό ρυθμό αλλά και ύφος αυτών των δύο ιστοριών, έχει ως επακόλουθο την απόσπαση της προσοχής από το σύνολο, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον σου είτε στη μία, είτε στην άλλη πλοκή.
Την επιλογή αυτή έρχεται να διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό το κάστινγκ. Από τη μια υπάρχει ο Dano. Ένα σπουδαίο ταλέντο που για ακόμα μία φορά ανταπεξέρχεται στις περιστάσεις και παραδίδει μια εξαιρετική ερμηνεία. Από την άλλη ο Cusack, ένας διφορούμενος ηθοποιός που μπορεί εδώ να δίνει την πιο αξιοπρεπέστατη ερμηνεία του των τελευταίων ετών, δεν είναι όμως αρκετός. Ανά στιγμές ψεύτικος, μοιάζει να μην έχει αυτοπεποίθηση. Ευτυχώς, έχει απέναντί του την Banks και τον Giamatti, δυο ηθοποιούς που κλέβουν την παράσταση όπου κι αν εμφανίζονται.
Είτε η μια ιστορία σας αρέσει είτε η άλλη, το μόνο εξασφαλισμένο είναι ότι κανείς δεν θα μπορέσει εγκαταλείψει την αίθουσα χωρίς να εκτιμήσει την ιδιοφυία του Brian Wilson και το τι πέρασε για να φτάσει εκεί που είναι σήμερα. Χωρίς αυτόν, τα «Wouldn`t It Be Nice», «God Only Knows» και πολλά άλλα δεν θα υπήρχαν. Αν κι ανορθόδοξο στην προσέγγιση του, λοιπόν, το «Love & Mercy» μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία που έχετε δει, σίγουρα όμως θα σας βάλει σε σκέψη μεταδίδοντας σας... good vibrations.
Δεν έχει και μεγάλη σημασία, αφού το μόνο σίγουρο είναι ότι η ψυχική ασθένεια πονάει. Πληγώνει το άτομο που πάσχει από αυτήν, αλλά κι εκείνους που νοιάζονται για αυτό. Αν αφεθεί χωρίς θεραπεία, μπορεί να καταστρέψει αυτές τις διαπροσωπικές σχέσεις και, φυσικά, το ίδιο το άτομο που είναι άρρωστο. Αυτό ήταν το πρόβλημα, και σχεδόν η μοίρα, του Brian Wilson, του ιδρυτή του συγκροτήματος The Beach Boys. Ο προσωπικός αγώνας του αποτελεί το επίκεντρο αυτής της καινοτόμας, αλλά και λίγο κουραστικής βιογραφίας.
Μέρος του προβλήματος στην περιγραφή αυτής της ταινίας είναι ότι ο όρος «βιογραφία» εφαρμόζεται μόνο σε μια χαλαρότερη έννοια. Αυτή η ταινία δεν είναι μια εξιδανίκευση των Beach Boys, ούτε ένα χρονικό των σημαντικότερων γεγονότων στη ζωή του Wilson. Η ασυνήθιστη δομή της έχει ως στόχο να αναδείξει ένα και μόνο σημαντικό θέμα της ζωής του: τη συνεχή μάχη του με τη ψυχική ασθένεια. Περιστρεφόμενο γύρω από δύο βασικές περιόδους στην προσωπική ιστορία του -τα τέλη του 1960 και τα τέλη της δεκαετίας του 1980- , το έργο του Bill Pohlad είναι κατασκευασμένο με τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε να παίρνει όλες τις συμβάσεις των συνηθισμένων βιογραφιών και να δημιουργεί κάτι καινούργιο. Η δημιουργική ομάδα του έργου φτιάχνει ένα φιλμ μέσα στο οποίο συνυπάρχουν δύο εντελώς διαφορετικές αφηγήσεις με εντελώς διαφορετικό στυλ η καθεμιά. Και είναι ακριβώς αυτή η αντιπαράθεση των δυο που σου κινεί το ενδιαφέρον, αλλά και σε προβληματίζει. Σου εξάπτει την περιέργεια γιατί κατασκευάζει κάτι διαφορετικό. Έχει το θάρρος να δοκιμάσει και να μας κάνει να σκεφτούμε τι μπορεί να συνέβη μεταξύ αυτών των δύο χρονοδιαγραμμάτων. Σε ξενίζει, ωστόσο, γιατί οτιδήποτε καινούργιο την πρώτη φορά δεν λειτουργεί πλήρως. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη θεματική σύνδεση μεταξύ αυτών των δύο αφηγήσεων, σε συνδυασμό με τον διαφορετικό ρυθμό αλλά και ύφος αυτών των δύο ιστοριών, έχει ως επακόλουθο την απόσπαση της προσοχής από το σύνολο, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον σου είτε στη μία, είτε στην άλλη πλοκή.
Την επιλογή αυτή έρχεται να διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό το κάστινγκ. Από τη μια υπάρχει ο Dano. Ένα σπουδαίο ταλέντο που για ακόμα μία φορά ανταπεξέρχεται στις περιστάσεις και παραδίδει μια εξαιρετική ερμηνεία. Από την άλλη ο Cusack, ένας διφορούμενος ηθοποιός που μπορεί εδώ να δίνει την πιο αξιοπρεπέστατη ερμηνεία του των τελευταίων ετών, δεν είναι όμως αρκετός. Ανά στιγμές ψεύτικος, μοιάζει να μην έχει αυτοπεποίθηση. Ευτυχώς, έχει απέναντί του την Banks και τον Giamatti, δυο ηθοποιούς που κλέβουν την παράσταση όπου κι αν εμφανίζονται.
Είτε η μια ιστορία σας αρέσει είτε η άλλη, το μόνο εξασφαλισμένο είναι ότι κανείς δεν θα μπορέσει εγκαταλείψει την αίθουσα χωρίς να εκτιμήσει την ιδιοφυία του Brian Wilson και το τι πέρασε για να φτάσει εκεί που είναι σήμερα. Χωρίς αυτόν, τα «Wouldn`t It Be Nice», «God Only Knows» και πολλά άλλα δεν θα υπήρχαν. Αν κι ανορθόδοξο στην προσέγγιση του, λοιπόν, το «Love & Mercy» μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία που έχετε δει, σίγουρα όμως θα σας βάλει σε σκέψη μεταδίδοντας σας... good vibrations.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου