Η «Χώρα του Αύριο» είναι μια αισιόδοξη ταινία για έναν βαθιά κυνικό κόσμο. Ενώ τα περισσότερα sci-fi έργα καταναλώνουν τον χρόνο τους απεικονίζοντας μια ζοφερή και σκοτεινή εκδοχή του μέλλοντος, το έργο της Disney θέλει να προσβλέπουμε στο μέλλον με θαυμασμό και ενθουσιασμό. Ο σκηνοθέτης Brad Bird κι ο σεναριογράφος Damon Lindeof πιστεύουν ξεκάθαρα σε αυτά τα ιδεώδη και τα εισάγουν σε κάθε σκηνή της Tomorrowland. Σαφώς και είναι ένα σπουδαίο μήνυμα που θα μπορούσε να κινητοποιήσει μια νέα γενιά παιδιών να ασχοληθούν με την επιστήμη και τον κόσμο γύρω μας, αλλά όταν ολόκληρη η ταινία είναι ένα μεγάλο κήρυγμα για το πόσο φοβερή μπορεί να είναι η αισιοδοξία, τότε αρχίζει να υπάρχει πρόβλημα.
Στην πρώτη ώρα και βάλε, το φιλμ σε γοητεύει πλήρως. Είναι διασκεδαστικό, οπτικά τολμηρό, διαθέτει μεγάλες στιγμές, ισχυρές ερμηνείες και έναν φανταστικά φτιαγμένο κόσμο. Καθώς προχωράει όμως γίνεται όλο και λιγότερο ελκυστικό, καταλήγοντας να του λείπει ο θαυμασμός και η μαγεία που τόσο επιδέξια διέθετε στην αρχή. Κι αυτό οφείλεται στην αυστηρή κι οργανωμένη προσέγγιση με την οποία ο Bird διαχειρίζεται τα πάντα προκειμένου να περάσει το μήνυμα του. Για ακόμη μία φορά, να ξεκαθαρίσω ότι το μήνυμα των Bird και Lindelof δεν είναι κακό. Είναι καλό να σκέφτεσαι θετικά, αλλά δεν είναι το κλειδί για να σώσεις τον κόσμο. Η -κατά αυτό τον τρόπο- παρουσίασή του οδηγεί αυτομάτως στο γεγονός ότι για να απολαύσει κάποιος θεατής πραγματικά το έργο, θα πρέπει να χάψει ορισμένα πράγματα που παρά τις καλύτερες προσπάθειες, δεν είναι πάντα εφικτό.
O Bird θυσιάζει πολλά πράγματα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να έχουν ενδιαφέρον, υπέρ της εξεύρεσης τρόπων για να μεταδώσει το νόημα που θέλει καταστρέφοντας τον ρυθμό του φιλμ. Με τον οπτιμισμό και τον πεσιμισμό να εναλλάσσονται συνεχώς, ορισμένες σκηνές φέρουν ένα επίπεδο ωριμότητας που είναι αρκετά περίεργο, ενώ άλλες είναι ανόητα διασκεδαστικές με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να παραμείνεις εμπλεκόμενος με όσα διαδραματίζονται στην οθόνη. Επιπροσθέτως, θίγοντας μεγάλα ηθικά ζητήματα και με μια τρίτη πράξη σκοτεινή και αρκετά βαριά για μεγάλους, πόσο μάλλον για παιδιά, το «Η Χώρα του Αύριο» δεν εγκαταλείπει ποτέ τις ερωτήσεις, τις οποίες θέτει διφορούμενες. Δεν είναι μια ταινία που ζητά από το κοινό να σκεφτεί τις επιπτώσεις μετά την αποχώρηση του από την αίθουσα. Πιστεύει λίγο-πολύ ότι γνωρίζει τις απαντήσεις και τις δίνει στο κοινό χωρίς πολλή σκέψη. Μέγα σφάλμα.
Αν και ελαττωματικό, η «Χώρα του Αύριο» φέρει μερικά πολύ ωραία κινηματογραφικά στοιχεία που αξίζει να αναφερθούν σε μια κριτική. Πρώτον, η οπτική παλέτα και ο σχεδιασμός παραγωγής της σου κόβουν την ανάσα. Σπαταλήθηκαν λεφτά και αυτό φαίνεται. Δεύτερον, το σκορ του Michael Giacchino είναι εξαιρετικό. Και τρίτον, η Robertson και κυρίως η Rafey Cassidy κάνουν εκπληκτική δουλειά και υποδύονται τους ρόλους τους με πολύ κέφι παραδίδοντας δυο αξιοσημείωτες ερμηνείες.
Με κάθε ειλικρίνεια, δεν ξέρω ακριβώς πώς αισθάνομαι για την «Χώρα του Αύριο». Απέχει πολύ από μια κακή ταινία και υπάρχουν μερικές φανταστικές σεκάνς, αλλά παραμένει ανολοκλήρωτη χάρη στον διδακτισμό της και την απροθυμία της να εμπιστευτεί το κοινό να κατανοήσει το μήνυμα της. Σίγουρα θεαματικό για να το δεις στον κινηματογράφο, αν θα το απολαύσεις είναι ένα άλλο ζήτημα.
Στην πρώτη ώρα και βάλε, το φιλμ σε γοητεύει πλήρως. Είναι διασκεδαστικό, οπτικά τολμηρό, διαθέτει μεγάλες στιγμές, ισχυρές ερμηνείες και έναν φανταστικά φτιαγμένο κόσμο. Καθώς προχωράει όμως γίνεται όλο και λιγότερο ελκυστικό, καταλήγοντας να του λείπει ο θαυμασμός και η μαγεία που τόσο επιδέξια διέθετε στην αρχή. Κι αυτό οφείλεται στην αυστηρή κι οργανωμένη προσέγγιση με την οποία ο Bird διαχειρίζεται τα πάντα προκειμένου να περάσει το μήνυμα του. Για ακόμη μία φορά, να ξεκαθαρίσω ότι το μήνυμα των Bird και Lindelof δεν είναι κακό. Είναι καλό να σκέφτεσαι θετικά, αλλά δεν είναι το κλειδί για να σώσεις τον κόσμο. Η -κατά αυτό τον τρόπο- παρουσίασή του οδηγεί αυτομάτως στο γεγονός ότι για να απολαύσει κάποιος θεατής πραγματικά το έργο, θα πρέπει να χάψει ορισμένα πράγματα που παρά τις καλύτερες προσπάθειες, δεν είναι πάντα εφικτό.
O Bird θυσιάζει πολλά πράγματα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να έχουν ενδιαφέρον, υπέρ της εξεύρεσης τρόπων για να μεταδώσει το νόημα που θέλει καταστρέφοντας τον ρυθμό του φιλμ. Με τον οπτιμισμό και τον πεσιμισμό να εναλλάσσονται συνεχώς, ορισμένες σκηνές φέρουν ένα επίπεδο ωριμότητας που είναι αρκετά περίεργο, ενώ άλλες είναι ανόητα διασκεδαστικές με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να παραμείνεις εμπλεκόμενος με όσα διαδραματίζονται στην οθόνη. Επιπροσθέτως, θίγοντας μεγάλα ηθικά ζητήματα και με μια τρίτη πράξη σκοτεινή και αρκετά βαριά για μεγάλους, πόσο μάλλον για παιδιά, το «Η Χώρα του Αύριο» δεν εγκαταλείπει ποτέ τις ερωτήσεις, τις οποίες θέτει διφορούμενες. Δεν είναι μια ταινία που ζητά από το κοινό να σκεφτεί τις επιπτώσεις μετά την αποχώρηση του από την αίθουσα. Πιστεύει λίγο-πολύ ότι γνωρίζει τις απαντήσεις και τις δίνει στο κοινό χωρίς πολλή σκέψη. Μέγα σφάλμα.
Αν και ελαττωματικό, η «Χώρα του Αύριο» φέρει μερικά πολύ ωραία κινηματογραφικά στοιχεία που αξίζει να αναφερθούν σε μια κριτική. Πρώτον, η οπτική παλέτα και ο σχεδιασμός παραγωγής της σου κόβουν την ανάσα. Σπαταλήθηκαν λεφτά και αυτό φαίνεται. Δεύτερον, το σκορ του Michael Giacchino είναι εξαιρετικό. Και τρίτον, η Robertson και κυρίως η Rafey Cassidy κάνουν εκπληκτική δουλειά και υποδύονται τους ρόλους τους με πολύ κέφι παραδίδοντας δυο αξιοσημείωτες ερμηνείες.
Με κάθε ειλικρίνεια, δεν ξέρω ακριβώς πώς αισθάνομαι για την «Χώρα του Αύριο». Απέχει πολύ από μια κακή ταινία και υπάρχουν μερικές φανταστικές σεκάνς, αλλά παραμένει ανολοκλήρωτη χάρη στον διδακτισμό της και την απροθυμία της να εμπιστευτεί το κοινό να κατανοήσει το μήνυμα της. Σίγουρα θεαματικό για να το δεις στον κινηματογράφο, αν θα το απολαύσεις είναι ένα άλλο ζήτημα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου