Σκηνοθετημένη από τον Joe Wright, η ταινία είχε υποσχεθεί, τουλάχιστον στο τρέιλερ, οπτικές απολαύσεις και μια φρέσκια μεταφορά αυτής της 111χρονης ιστορίας. Αντ` αυτού, αυτό που βλέπουμε είναι ένα έργο με καμία πρωτότυπη σκέψη. Μια μίμηση σχεδόν κάθε άλλης ταινίας δράσης, περιπέτειας, φαντασίας που δημιουργήθηκε ποτέ, αποδεικνύοντας ότι το να κλέβεις από καλύτερα (ή απλά παλιότερα) φιλμ, δεν σημαίνει ποιοτική παραγωγή. Θα προσπεράσω τη σύγκριση με το «Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής» γιατί αμφιβάλλω ότι μια ταινία που βγήκε τον Οκτώβριο θα μπορούσε πραγματικά να αντιγράψει μια ταινία του Μαΐου, αλλά, ούτως ή άλλως, τα πάντα προέρχονται από κάπου αλλού. Οι σκηνές στο ορφανοτροφείο είναι ένα μείγμα «Όλιβερ Τουίστ» και «Ματίλντα». Οι στιγμές στο δάσος είναι φανερά κλεμμένες από το «Avatar», ενώ υπάρχουν και στοιχεία από το «Ψηλά στον Ουρανό» της Pixar. Οι «Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού» αλλά και το «Star Wars» παράλληλα με τους «Πειρατές την Καραϊβικής» δίνουν το παρόν. Και αυτά είναι μόνο όσα μπορώ να θυμηθώ.
Σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, η πλοκή τοποθετείται κόντρα σε ένα εντυπωσιακό ονειρικό σκηνικό. Ο Wright εφοδιάζει εξαρχής το φιλμ με όλα τα απαραίτητα μαγικά στοιχεία που αναμένει κανείς από την ιστορία του J.M. Barrie, αλλά όπως και οι χαρακτήρες του, μοιάζει να χάνεται στην πορεία μην ξέροντας τι ταινία θέλει να κάνει. Θέλει να ικανοποιήσει τα παιδιά με παιχνιδιάρικη κι αστεία αφήγηση ή απευθύνεται σε ενήλικες προσδίδοντας μια πιο σοβαρή προσέγγιση στο όλο θέμα; Από σκηνή σε σκηνή είναι αισθητό ότι ολοκλήρωσε την ταινία χωρίς να έχει αποφασίσει. Πετώντας πάρα πολύ γρήγορα μέσα από μια, όχι και τόσο άγνωστη, ιστορία, αυτό το πρίκουελ του Peter Pan προσπαθεί σκληρά να βρει τη Χώρα του Ποτέ, χωρίς ποτέ να τα καταφέρνει όσον αφορά την αφήγηση και το όραμα. Η παραγωγή διαθέτει σίγουρα κάποια νεραϊδόσκονη, άνευ πρωτοτυπίας ωστόσο. Φτιάχνει λοιπόν ένα θέαμα συγκλονιστικών αναλογίων, πάντα φανταχτερό και περιστασιακά μαγευτικό, που όμως δεν μπορεί να προστεθεί στην κληρονομία που τόσο πολύ θέλει να γίνει τμήμα της.
Επιπρόσθετα, με όλα αυτά που ο Wright προσπαθεί να κάνει με την ταινία, ο ρυθμός της παλεύει κάτω από το βάρος των προσδοκιών και σέρνεται στο πρώτο μισό. Στη συνέχεια, προσπαθώντας να σώσει τον χαμένο χρόνο, το δεύτερο μισό εξελίσσεται ταχύτατα οδηγώντας σε μια σύγχυση. Ως αποτέλεσμα, οι ηθοποιοί βρίσκονται σε σάστισμα σε τι είδους ταινία συμμετέχουν και οι επιδόσεις τους δεν συνάδουν με το ταλέντο τους. Τυλίξτε όλα τα παραπάνω στο άνευρο μουσικό σκορ του John Powell, και το αποτέλεσμα είναι μια εντελώς δυσάρεστη εμπειρία. Αν είστε πραγματικά πεινασμένοι για μια άξια μεταφορά του Peter Pan στην μεγάλη οθόνη, δείτε την υποτιμημένη εκδοχή του 2003 σε σκηνοθεσία P.J. Hogan. Αυτή η νέα ταινία μετατρέπει το περίφημο χαμένο αγόρι σε μια χαμένη υπόθεση.
Σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, η πλοκή τοποθετείται κόντρα σε ένα εντυπωσιακό ονειρικό σκηνικό. Ο Wright εφοδιάζει εξαρχής το φιλμ με όλα τα απαραίτητα μαγικά στοιχεία που αναμένει κανείς από την ιστορία του J.M. Barrie, αλλά όπως και οι χαρακτήρες του, μοιάζει να χάνεται στην πορεία μην ξέροντας τι ταινία θέλει να κάνει. Θέλει να ικανοποιήσει τα παιδιά με παιχνιδιάρικη κι αστεία αφήγηση ή απευθύνεται σε ενήλικες προσδίδοντας μια πιο σοβαρή προσέγγιση στο όλο θέμα; Από σκηνή σε σκηνή είναι αισθητό ότι ολοκλήρωσε την ταινία χωρίς να έχει αποφασίσει. Πετώντας πάρα πολύ γρήγορα μέσα από μια, όχι και τόσο άγνωστη, ιστορία, αυτό το πρίκουελ του Peter Pan προσπαθεί σκληρά να βρει τη Χώρα του Ποτέ, χωρίς ποτέ να τα καταφέρνει όσον αφορά την αφήγηση και το όραμα. Η παραγωγή διαθέτει σίγουρα κάποια νεραϊδόσκονη, άνευ πρωτοτυπίας ωστόσο. Φτιάχνει λοιπόν ένα θέαμα συγκλονιστικών αναλογίων, πάντα φανταχτερό και περιστασιακά μαγευτικό, που όμως δεν μπορεί να προστεθεί στην κληρονομία που τόσο πολύ θέλει να γίνει τμήμα της.
Επιπρόσθετα, με όλα αυτά που ο Wright προσπαθεί να κάνει με την ταινία, ο ρυθμός της παλεύει κάτω από το βάρος των προσδοκιών και σέρνεται στο πρώτο μισό. Στη συνέχεια, προσπαθώντας να σώσει τον χαμένο χρόνο, το δεύτερο μισό εξελίσσεται ταχύτατα οδηγώντας σε μια σύγχυση. Ως αποτέλεσμα, οι ηθοποιοί βρίσκονται σε σάστισμα σε τι είδους ταινία συμμετέχουν και οι επιδόσεις τους δεν συνάδουν με το ταλέντο τους. Τυλίξτε όλα τα παραπάνω στο άνευρο μουσικό σκορ του John Powell, και το αποτέλεσμα είναι μια εντελώς δυσάρεστη εμπειρία. Αν είστε πραγματικά πεινασμένοι για μια άξια μεταφορά του Peter Pan στην μεγάλη οθόνη, δείτε την υποτιμημένη εκδοχή του 2003 σε σκηνοθεσία P.J. Hogan. Αυτή η νέα ταινία μετατρέπει το περίφημο χαμένο αγόρι σε μια χαμένη υπόθεση.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου