Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2014

Into the Woods [2/5]

Η μεταφορά του κλασικού μιούζικαλ του Stephen Sondheim στη μεγάλη οθόνη από τον σκηνοθέτη Rob Marshall, είναι η εισαγωγή μου σε αυτό το υλικό. Δεν έχω καμία σχέση με την παράσταση, δεν την έχω δει και μέχρι φέτος δεν τη γνώριζα κιόλας. Υποψιάζομαι ότι όποιος έχει μια, έστω μικρή, επίγνωση του θεατρικού κι έχει δει αυτή την ταινία, είτε θα τη λατρέψει επειδή αναγνωρίζει τα τραγούδια ή δεν θα του πολυαρέσει γιατί η εκδοχή του Marshall αδυνατεί να συλλάβει την ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου μιούζικαλ. Οι Stephen Sondheim και James Lapine δημιούργησαν ένα φιλόδοξο έργο που συνδυάζει τουλάχιστον μισή ντουζίνα διάσημα παραμύθια και εξερευνά τι συμβαίνει μετά το «και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Ο Τζακ (από τον παραμύθι με τη φασολιά), η Ραπουνζέλ και η Κοκκινοσκουφίτσα είναι μόνο μερικοί από τους ήρωες που θα συναντηθούν και θα συναναστραφούν μεταξύ τους... πού αλλού; Στο δάσος. Η διαφορά είναι ότι σε αυτό τον κόσμο των μαγικών φασολιών και γυαλιστερών γοβακίων, οι πρίγκιπες δε

Seventh Son [0.5/5]

Βασισμένο στο πρώτο βιβλίο της σειράς «Τα Χρονικά του Ευλογημένου Λιθαριού» του Joseph Delaney με τίτλο «Ο Μαθητευόμενος του Σπουκ», το «Έβδομος Γιος» δεν ξεφεύγει από τα δεδομένα της νέας κινηματογραφικής γενιάς που διψά για ιστορίες με δράκουλες, υπερήρωες και ούτω καθεξής. Αν και δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, διαβάζοντας στη σύνοψη της ταινίας τις φράσεις «πόλεμος μεταξύ του υπερφυσικού και των ανθρώπων» και «ο έβδομος γιος ενός έβδομου γιου στέλνεται για να μαθητεύσει πλάι στον Σπουκ (!!) της περιοχής», καταλαβαίνεις αμέσως τι πρόκειται να δεις. Ακόμη και η εντυπωσιακή συγγραφική ομάδα (Matt Greenberg, Charles Leavitt, Steven Knight) δεν καταφέρνει να ξεφύγει από κανένα κλισέ του είδους δημιουργώντας μια παραφουσκωμένη με εφέ περιπέτεια φαντασίας. όπου πολλά γίνονται, αλλά χωρίς καμία ουσία. Γεμάτη κλισέ, μάχες και σκηνές χωρίς νόημα, το έργο του Sergey Bodrov δεν καταφέρνει να είναι τίποτα άλλο από ένα ακόμα «ήλθον, τσέπωσον και απήλθον» κατασκεύασμα της Universal που μάλλον μα

Grace of Monaco [1/5]

«Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα». Κλασσική ατάκα την οποία έχουμε δει πάμπολλες φορές στην αρχή πολλών ταινιών. Το να εξιστορείς κάτι που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα δεν είναι κάτι το εύκολο. Πόσα βασίζεις στην πραγματικότητα; Πόσο πολύ αποκλίνεις από τα πραγματικά γεγονότα; Ποια περιστατικά είναι αρκετά σημαντικά για να συμπεριληφθούν; Με αυτά στο μυαλό, πάντα, προσπαθώ να επικροτώ την προσπάθεια των σεναριογράφων αλλά και των σκηνοθετών αυτών των ταινιών. Αλλά όταν μια ταινία είναι κακή… είναι κακή είτε βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, είτε όχι. Και το «Γκρέις του Μονακό» είναι μια κακή ταινία. Εκ πρώτης όψεως υπάρχουν πολλά, πιθανώς άγνωστα, πράγματα που θα μπορούσαν να διερευνηθούν σε μια βιογραφία της Grace Kelly. Ο γάμος της με τον πρίγκιπα Rainier του Μονακό, η οικογενειακή της ιστορία και ο δρόμος της μέχρι τον λαμπερό κόσμο του Χόλιγουντ, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Μονακό από τη Γαλλία και άλλα τόσα. Δοσμένα όλα με κάποια καλλιτεχνική ελευθερία, αλλά διατηρώντας ε

Asterix: Le Domaine des Dieux [3/5]

Μετά από τέσσερις live-action ταινίες και αρκετές άλλες κινουμένων σχεδίων, το πιο αγαπημένο κόμικς των Γάλλων -και όχι μόνο- επανέρχεται στον κινηματογράφο ανανεωμένο και στο κλίμα της εποχής. Βασισμένο στον κλασσικό πλέον 17ο τόμο της σειράς των Goscinny και Uderzo, το «Asterix: Η Κατοικία των Θεών» προκειμένου να αποτελέσει θέλγητρο για τους θεατές όλου του κόσμου έπρεπε να αντιμετωπίσει τον νεωτερισμό. Και ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να το επιτύχεις αυτό; Μα φυσικά το να προσαρμόσεις το κινούμενο σχέδιο στη σύγχρονη τεχνική του 3D. Προσλαμβάνοντας τον Louis Clichy (animator του Ψηλά στον Ουρανό και του Γουόλ-Υ) και τοποθετώντας τον στη μία από τις σκηνοθετικές καρέκλες, το οπτικό αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο. Η εικόνα είναι πολύχρωμη και φωτεινή, οι αλλαγές μεταξύ ήρεμων και πολύ ρυθμικών σκηνών γίνονται χωρίς να κουράζουν το μάτι, και το καλύτερο η τελειότητα του σκίτσου, η ομοιότητα με τους χαρακτήρες στο χαρτί είναι μοναδική και γενικώς η καρτουνίστικη αισθ

The Hobbit: The Battle of the Five Armies [3/5]

Έξι ταινίες και δυο δεκαετίες μετά (μαζί με τα γυρίσματα) ένα είναι το συμπέρασμα: κανένας σκηνοθέτης δεν έχει περάσει τόσο πολύ χρόνο σε ένα κουαρτέτο βιβλίων των οποίων οι επιπτώσεις της μεταφοράς τους στο σινεμά, καλές ή κακές, είναι αναμφισβήτητες και δεν μπορούν να υποτιμηθούν. Το τέλος αυτής της τεράστιας προσπάθειας του Peter Jackson έφτασε, φέρνοντας τον σκηνοθέτη αντιμέτωπο με τον κόσμο της Mordor ακόμα μια φορά. Αν και δεν επρόκειτο ποτέ να πάρει τα εύσημα του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», το «Χόμπιτ: Η Μάχη των Πέντε Στρατών» κλείνει αξιοπρεπέστατα, όχι όμως θεαματικά. Το πρόβλημα είναι ότι όλα όσα βλέπουμε τα έχουμε ξαναδεί πολύ καλύτερα και πολύ πιο ουσιαστικά τρεις φορές πριν (και, σε ένα μικρότερο βαθμό, δύο ακόμα φορές στις άλλες ταινίες Hobbit) με σκηνές δράσης που πραγματικά μας συνεπήραν, με χαρακτήρες για τους οποίους νοιαζόμασταν, με μια ιστορία που διέθετε συνοχή και ήταν συναρπαστική. Το βασικό κομμάτι της πλοκής του Hobbit ήταν το πώς οι νάνοι θα επιστρέψουν στο

Exodus: Gods and Kings [2/5]

Οι βιβλικές ιστορίες ήταν ένα βασικό κινηματογραφικό είδος για το Χόλιγουντ τη δεκαετία του 1950 και του 1960. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πενήντα ετών, με την κινηματογραφική αγορά ολοένα και πιο λαϊκή, η βιβλική ταινία έχει, σε μεγάλο βαθμό, εξαφανιστεί από το mainstream. Είναι, επομένως, ιδιαίτερου ενδιαφέροντος ότι το 2014 έχει δει όχι μία αλλά δύο σημαντικές ταινίες που βασίζονται σε αφηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης, τον «Νώε» του Darren Aronofsky και τώρα το «Η Έξοδος: Θεοί και Βασιλιάδες» του Ridley Scott. Και μπορεί η χρονική στιγμή να υπαγορεύει ότι θα υπάρξουν συγκρίσεις μεταξύ αυτών των δύο, είναι όμως πολύ διαφορετικές. Το φιλμ του Aronofsky θέλει να είναι περισσότερο ένα έργο σκέψης, ενώ το «Η Έξοδος: Θεοί και Βασιλιάδες» είναι μια επική ταινία, σκηνοθετημένη από έναν σημαντικής κινηματογραφικής σημασίας τύπο, με πρωταγωνιστές μεγάλα ονόματα και με βάση μία από τις πιο μνημειώδης ιστορίες: το ταξίδι του Μωυσή και του λαού του από την Αίγυπτο στην ιερή γη. Με τον DeMil

Dumb and Dumber To [1/5]

Μετά το άκρως απογοητευτικό «Χαμός στη Ζούγκλα» ο Jim Carrey ορκίστηκε ποτέ να μην πρωταγωνιστεί σε σίκουελ ταινίας του, εκτός και αν σεναριακά το πίστευε πολύ. Μετά από αρκετή πίεση από τους σεβαστούς στο κινηματογραφικά δρώμενα (και γιατί όχι θρύλους) Αδερφούς Farrelly, ο Carrey υπέκυψε και υπόγραψε να επαναλάβει το ρόλο του Lloyd Christmas στο «Ηλίθιος και ο Πανηλίθιος Δίο» Διαθέτει όμως αυτή η συνέχεια ένα σενάριο που άξιζε να πιστέψεις σε αυτό; Και το πιο σημαντικό, μπορεί η συγκεκριμένη ιστορία να παράγει κάτι έστω και ελάχιστα ξεκαρδιστικό σε σχέση με την πρώτη ταινία, την οποία πολλοί θεωρούν συμπεριλαμβανομένου και εμένα – ως μια από τις πιο αστείες ταινίες των τελευταίων 20 ετών; Η απάντηση είναι, δυστυχώς, όχι. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας είναι το κουραστικό και μονότονο σενάριο της, το οποίο πιστώνεται όχι σε έναν αλλά σε έξι (!!) σεναριογράφους. Χάνοντας παντελώς την ευκαιρία να μας παρουσιάσουν κάτι πραγματικά φρέσκο που θα έκανε την μακρά αναμονή των είκοσι χρό

Jimmy's Hall [3/5]

Ως μια σοσιαλιστική παραβολή τοποθετημένη τη δεκαετία του 1930 στην αγροτική Ιρλανδία, το «Jimmy`s Hall» δραματοποιεί την ιστορία του πολιτικού ακτιβιστή Jimmy Gralton (Barry Ward), ο οποίος μετά από μία δεκαετία στη Νέα Υόρκη, επιστρέφει στην πατρίδα του. Εκεί αναδομεί την αίθουσα χορού που ο ίδιος είχε δημιουργήσει το 1921 για τους νέους ανθρώπους, ως ένα μέρος μάθησης, συζητήσεων, ανάπτυξης ιδεών καθώς και χορού και διασκέδασης. Όμως, οι ιδέες ελεύθερης σκέψης και τα ιδανικά του Jimmy δεν θα ενστερνιστούν από όλους. Με το ειρηνικό ιρλανδικό περιβάλλον να αποτελεί μια έντονη αντίθεση στα φλογερά πάθη για τις ατομικές ελευθερίες και την ελευθερία του λόγου, η νέα ταινία του Ken Loach μας μεταφέρει στον κόσμο και τη νοοτροπία των κατοίκων της επαρχίας Λίτριμ, όπου η εκκλησία ηγείται ενός ψυχολογικού πολέμου κατά οποιουδήποτε δεν συμμορφώνεται. Το σενάριο του Paul Laverty παντρεύει ιδανικά τα ιστορικά στοιχεία της ζωής του κομμουνιστή ηγέτη, τα οποία χέρι-χέρι με τη μυθοπλασία και κά

Horrible Bosses 2 [2.5/5]

Θα πω προκαταβολικά ότι ο «Αφεντικά για Σκότωμα 2» είναι ανάμεσα στους ισχυρούς διεκδικητές του τίτλου της καλύτερης καθαρόαιμης κωμωδίας του 2014, για τον απλό λόγο ότι καταφέρνει κάτι που συνήθως τα σίκουελ δεν επιτυγχάνουν: δημιουργεί κάτι φρέσκο χωρίς ποτέ να ξεχνάει τα στοιχεία που το μετέτρεψαν την πρώτη φορά σε επιτυχία. Έχοντας ως γνώμονα αυτό, το φιλμ αποφασίζει να ταρακουνήσει τα πράγματα τοποθετώντας τους τρεις ήρωες του στην αρχή της προσπάθειας ανάπτυξης δικής τους επιχείρησης, ώστε να είναι αφεντικά του εαυτού τους. Χωρίς να αποτελεί έκπληξη, δεν τα καταφέρνουν πολύ καλά, αλλά δεν είναι και τόσο κακοί όσο αυτοί που προσπάθησαν να δολοφονήσουν στην αρχική ταινία. Είναι απλά ανίκανοι ηλίθιοι. Και μπορεί η παραπάνω μίνι περίληψη να καλύπτει την έκταση του καινούργιου που το «Αφεντικά για Σκότωμα 2» φέρνει στο τραπέζι, ευτυχώς γι` αυτό όμως ο σκηνοθέτης Sean Anders καθιστά το εγχείρημα αρκετό και πλήρως δικαιολογημένο. Μαζί με τον σεναριογράφο του είναι σε θέση να καταλάβο

Από Έρωτα [0.5/5]

Συμπαθητική περσόνα ο ηθοποιός Θοδωρής Αθερίδης δεν λέω, αλλά ως σκηνοθέτης είναι άλλο ζήτημα. Μπορεί το μια «Μέλισσα τον Αύγουστο» να του βγήκε, αλλά εδώ τα πράγματα δεν λειτουργούν διόλου. Σαφέστατα ξεφεύγει από το new-wave στυλάκι που έχουμε μπαφιάσει να βλέπουμε τελευταία στη χώρα μας, και αυτό είναι μια παρηγοριά, αλλά συνολικά δεν του βγαίνει με τίποτα. Με ένα σενάριο που δεν βγάζει νόημα και μια κινηματογραφική δομή του εναλλάξ στον χρόνο, το «Από Έρωτα» καταντάει ένα κουραστικό, από τα πρώτα κιόλας λεπτά, αισθηματικό δράμα που δεν προσφέρει τίποτα παρά μόνο τη δυνατότητα στον Αθερίδη και την παρέα του να πει ότι γύρισε ακόμα μία ταινία… Ειλικρινά από όπου και το πιάσεις το έργο, δεν σώνεται με τίποτα. Ερμηνευτικά, το τρίο των πρωταγωνιστών τα πάει πολύ άσχημα. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη χειρότερη ερμηνεία που έχουμε δει από τη Σμαράγδα Καρύδη! Ο όρος «υπέρ-παίζει» τής πάει γάντι. Γελάει, φωνάζει, κλαίει εκεί που πρέπει, αλλά όχι όσο πρέπει. Από την άλλη, η Παναγιώτα Βλαντή,

Ouija [0.5/5]

Παίζοντας με τις σκοτεινές δυνάμεις με τέτοιον στερεότυπο τρόπο ώστε να γίνουν λίγο πολύ σκοτεινές φάρσες, η φρικτή ταινία τρόμου «Ouija: Πίνακας Πνευμάτων» ακολουθεί το «Battleship: Ναυμαχία» στην άβυσσο των φτωχών προσαρμογών επιτραπέζιων παιχνιδιών στη μεγάλη οθόνη. Εκμεταλλευόμενο τον δρόμο που άνοιξαν κάποιες αξιοπρεπείς ταινίες τρόμου των τελευταίων ετών, όπως το «Παγιδευμένη Ψυχή», το «Κάλεσμα» και το «Ο Καθρέφτης της Κολάσεως», το δυσοίωνα ονομαζόμενο «Ouija: Πίνακας Πνευμάτων» θα μπορούσε να είναι μια διασκεδαστική ταινία. Δεν είναι όμως ούτε αυτό! Κάθε κλισέ του είδους δίνει το παρών, δεν υπάρχει ενέργεια, δεν υπάρχει ατμόσφαιρα, δεν υπάρχει τίποτα. Από τις λίγες ταινίες που μπορείτε άνετα να αντιληφθείτε την προσπάθεια της για χτίσιμο έντασης, αλλά ο ρυθμός είναι τόσο απωθητικός και άθλιος που η όποια πλοκή θρυμματίζεται και σου προκαλεί γέλιο. Ο κεντρικός χαρακτήρας παίρνει τις πιο ηλίθιες αποφάσεις που θα δεις σε ταινία και οι φίλοι της, ακόμα πιο χαζοί, την ακολουθούν

Fury [3.5/5]

Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος David Ayer, υπεύθυνος για την «Περιπολία» του 2012, επιστρέφει στα κινηματογραφικά δρώμενα με μια ισχυρή και υπαρξιακή πολεμική ταινία τοποθετημένη κατά τη διάρκεια του Β` Παγκοσμίου Πολέμου. Πρωταγωνιστής ο Brad Pitt ως ο αμερικανός επιλοχίας Don `Wardaddy` Collier που, στη δύση του πολέμου, οδηγεί το πλήρωμα του τανκ του, τον αφοσιωμένο Boyd (Shia LaBeouf), τον Trini (Michael Pena), τον Grady (Jon Bernthal) και τον πρωτάρη Norman (Logan Lerman), σε μια ολοένα και πιο επικίνδυνη αποστολή. Με την πλοκή να ακούγεται συνηθισμένη, αυτό που κάνει το «Fury» να ξεχωρίζει από το μεγαλύτερο μέρος των σύγχρονων ταινιών πολέμου, είναι η αφοσίωση του στον γκροτέσκο απόηχο των εχθροπραξιών. Το κορυφαία φροντισμένο πολεμικό δράμα του Ayer, ειδικά στο πρώτο μισό, μας αποκαλύπτει με ποικίλους τρόπους την αποτρόπαια εκκαθάριση του πεδίου της μάχης. Πτώματα και διαμελισμένα μέλη θάβονται και καίγονται, τα σωθικά ενός στρατιώτη καθαρίζονται από το τανκ και σε μια τρομακ

Belle [3/5]

Αντίθετα με τη σωματική κακοποίηση που απεικονίζεται στο «12 Χρόνια Σκλάβος», αυτή η 18ου αιώνα ιστορία αντιμετωπίζει τα θέματα των φυλετικών διακρίσεων, της δουλείας και της κοινωνικής τάξης μέσα από το πρίσμα των νόμων, της ηθικής και των αποδεκτά κοινωνικών πρακτικών, σε μια εποχή που οι γυναίκες θεωρούνταν τα υπάρχοντα των ανδρών. Βοηθούμενο από το ξεχωριστής ομορφιάς σκορ της Rachel Portman, το έργο της Amma Asante είναι μια απολαυστική ταινία εποχής εμπλουτισμένη με στοιχεία ρομαντικά, ενηλικίωσης και προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, το σενάριο της Misan Sagay υφαίνει μια πλούσια και σύνθετη αφήγηση που διερευνά τα δεινά μιας παράνομης νεαρής έγχρωμης γυναίκας, της οποίας ολόκληρη η ύπαρξη είναι μια αντίφαση. Με την πραγματική βάση της ιστορίας να εξελίσσει ομαλά την πολυπλοκότητα του θέματος, η Asante ελέγχει την ένταση σε όλη την ταινία, προσθέτει έρωτες, ίντριγκες, κληρονομιές και σχόλια που κινούν το ενδιαφέρον του θεατή, χωρίς ποτέ όμω

Kill the Messenger [3/5]

Ο «Αγγελιοφόρος Πρέπει να Πεθάνει» είναι μια έντονη ταινία που εξιστορεί ένα ζωτικής σημασίας τμήμα της Ιστορίας. Βασισμένο στη ζωή του δημοσιογράφου Gary Webb, το έργο αφηγείται την ολοκληρωτική αλλαγή που του συνέβη όταν δημοσίευσε ένα άκρως αμφιλεγόμενο άρθρο. Με ισχυρές ερμηνείες από το καστ και μια σαφή εστίαση από τον σκηνοθέτη, αυτός ο «αγγελιοφόρος», αν κι επισφαλής σε μερικά σημεία, προσφέρει συνολικά μια άκρως ενδιαφέρουσα κι ελκυστική για τον θεατή ματιά στη ζωή αυτού του ανθρώπου. Ο σκηνοθέτης Michael Cuesta, υπεύθυνος για τη σκηνοθεσία πολλών επεισοδίων αναγνωρισμένων σειρών («Six Feet Under», «Dexter», «Homeland»), και ο σεναριογράφος Peter Landesman κάνουν εξαιρετική δουλειά «φουλάροντας» με ίντριγκα και σασπένς τον αγώνα του Webb να ανακαλύψει αδυσώπητα την αλήθεια και δημιουργούν ένα καθηλωτικό πρώτο μέρος. Όσο συναρπαστικό όμως κι αν είναι το πρώτο μισό, από ένα σημείο και μετά η ταινία μοιάζει να χάνει σταδιακά τον ρυθμό της. Διαθέτοντας μια άσκοπα ασταθή αφήγησ

Interstellar [3.5/5]

Συγκλονιστικό, επικό, ευφυές, λαμπρό, όμορφο, θαυμαστό, φανταστικό, επιτηδευμένο, μακρύ και παράλογο. Αυτές είναι μόνο λίγες από τις λέξεις που θα γραφτούν σε κριτικές για το πρώτο -μετά τον «Σκοτεινό Ιππότη»- έργο του Christopher Nolan. Μια ταινία που θα διαιρέσει το κοινό και τους κριτικούς και θα αποτελέσει πόλο έλξης τόσο για επαίνους, όσο και για αποδοκιμασίες. Κάτι απόλυτα φυσικό αφού ερχόμαστε αντιμέτωποι με έναν Nolan στα καλύτερά του, αλλά και στα εξοργιστικά χειρότερά του. Η ιστορία της ταινίας είναι η εξής: στο εγγύς μέλλον, η ανθρωπότητα πνέει τα λοίσθια. Συγκλονισμένοι και όχι καλά προετοιμασμένοι για μια τέτοια καταστροφή, οι άνθρωποι προσπαθούν, κυρίως ως αγρότες, να επιβιώσουν σε έναν κόσμο βυθισμένο στη σκόνη. Ο Cooper (Matthew McConaughey) είναι ένας πρώην πιλότος της NASA, του οποίου η ευκαιρία για διαστημικά ταξίδια εξαφανίστηκε μαζί με την ελπίδα για το μέλλον της Γης. Μια τυχαία ανακάλυψη μιας ομάδας εξερευνητών, όμως, τον πείθει να πάρει την απόφαση και να ξεκι

The Drop [2.5/5]

Η «Συγκάλυψη» είναι μια ταινία που όλα τα θετικά επίθετα που τη χαρακτηρίζουν συνοδεύονται και από το επίρρημα «σχεδόν». Είναι ένα σχεδόν συναρπαστικό γκανγκστερικό θρίλερ. Είναι μια σχεδόν όμορφη ιστορία αγάπης. Και το σημαντικότερο, είναι μια σχεδόν καλή ταινία. Γραμμένη από τον Dennis Lehane και σκηνοθετημένη από τον βέλγο Michael R. Roskam, του οποίου το σκηνοθετικό ντεμπούτο («Το Αγρίμι») ήταν υποψήφιο για Όσκαρ, η ταινία, ίσως λόγω του ότι είναι βασισμένη σε μια μικρή ιστορία του ίδιου του Lehane («Animal Rescue»), είναι κατά κάποιον τρόπο τόσο καλή όσο και κακή. Από τη μία έχουμε να κάνουμε με ένα σκηνοθετικά σφιχτοδεμένο και συμπαγές φιλμ μέσα στο οποίο ο Tom Hardy αποδεικνύει πόσο καλός ηθοποιός είναι, από την άλλη όμως τα κίνητρα των χαρακτήρων και οι καταστάσεις που διαδραματίζονται μοιάζουν γνώριμα. Με την υπόθεση από μόνη της να είναι μια σύνθετη ιστορία για απλούς ανθρώπους, το έργο μοιάζει να καταπιάνεται με πολλά περισσότερα απ` όσα μπορεί να διαχειριστεί. Τα πρώτα λ

St. Vincent [2/5]

Με μια καριέρα της οποίας η αναγέννηση βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη τα τελευταία χρόνια, ο Bill Murray απολαμβάνει στις μέρες μας τέτοιου είδους αποδοχή από το κοινό και τέτοια επιτυχία που κάποιοι δεν την εισπράττουν σε ολόκληρη την καριέρα τους. Σημαντικό παράγοντα σε αυτήν την αναζωογόνηση -πέρα από το ότι είναι πάρα πολύ cool τύπος- έπαιξε φυσικά το γεγονός ότι ο ίδιος ως ηθοποιός ξέρει να διαλέγει τα σωστά, υψηλού επιπέδου, ανεξάρτητα σενάρια («Χαμένοι στη Μετάφραση», «Τσακισμένα Λουλούδια»), έχει από κοντά τον Wes Anderson και φυσικά δεν φοβάται να παίξει και σε μια-δυο καλτ κωμωδίες («Zombieland»). Η παρουσία του στον πρωταγωνιστικό ρόλο του «St. Vincent: Ο Αγαπημένος μου Άγιος» είναι ταυτόχρονα το προσόν της ταινίας, αλλά και το μεγαλύτερο μειονέκτημά της. Είναι σαφέστατα τεκμηριωμένη η απόλαυση του να βλέπεις τον Bill Murray να παίζει τον «κόπανο». Δυστυχώς, όμως, ο ρόλος του οξύθυμου γείτονα της διπλανής πόρτας που υποδύεται εδώ μοιάζει κλισέ προκατασκευασμένος. Πατώντας υπερβ

Dracula Untold [1.5/5]

Το 1897, δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημα του Bram Stoker, «Δράκουλας». Το 1922, κυκλοφόρησε η πρώτη ταινία που παρουσίαζε τον διάσημο βρικόλακα με τον τίτλο «Νοσφεράτου, μια Συμφωνία Τρόμου». Από τότε ο ήρωας δεν έχει πεθάνει: σίκουελ, ριμέικ, επανεκδόσεις, έχουν μετατρέψει τον κόμη σε βασικό προϊόν της χολιγουντιανής και μη παραγωγής. Φέτος, έρχεται να προστεθεί στη μακρά λίστα των ταινιών ένα πρίκουελ, ισχυριζόμενο ότι το σενάριο, γραμμένο από τους Matt Sazama και Burk Sharpless, είναι η «ανείπωτη» ιστορία του μύθου. Όπως το «Maleficent», πριν από αυτό, η ταινία του Gary Shore παίρνει έναν εγγενώς κακό ήρωα και προσπαθεί να τον εξανθρωπίσει μέσω μιας ιστορίας προέλευσής του. Εδώ ο άρχοντας του σκότους παρουσιάζεται ως ο πρίγκιπας της Βλαχίας, Βλαντ Γ` Τσέπες (ή αλλιώς Βλαντ ο Ανασκολοπιστής), του οποίου το όνειρο να κυβερνήσει ένα ειρηνικό βασίλειο απειλείται από την εισβολή των Τούρκων με επικεφαλής τον σουλτάνο Μεχμέντ (Dominic Cooper). Η προσπάθεια όμως αναδημιουργίας του κινηματογ

The Expendables 3 [1/5]

Όταν το 2010 κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους το «Οι Αναλώσιμοι», ο περισσότερος κόσμος το θεώρησε ως μια ωραία ιδέα και με αρωγό τη νοσταλγία μας για τέτοιου είδους ταινίες πήγαμε να το δούμε. Το 2012, τώρα, όταν βγήκε στο σινεμά το πρώτο σίκουελ, βλέποντάς το αντιληφθήκαμε -και περισσότερο ξαφνιαστήκαμε- ότι είναι, πέρα από διασκεδαστική, ωραία και ενδιαφέρουσα περιπέτεια. Φέτος, έχοντας στο μυαλό ότι ο Sylvester Stallone έχει μια μακρά παράδοση στο να παίρνει ωραίες ιδέες και να τις ξεζουμίζει με το ένα σίκουελ πίσω από το άλλο (βλέπε «Ρόκυ, τα Χρυσά Γάντια» & «Ράμπο, το Πρώτο Αίμα»), φτάσαμε αισίως στο τρίτο μέρος των «Expendables». Το συναίσθημα που σου προκαλεί η παρακολούθηση του τρίτου μέρος από το συγκεκριμένο franchise, μόνο με την παροιμία «τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μoυ!» μπορεί να περιγραφεί. Μετά από τρεις ταινίες, το μόνο πράγμα που είναι σαφές είναι ότι οι διάφοροι σεναριογράφοι πίσω από αυτές τις ταινίες δεν ξέρουν πρώτον τι σημαίνει «αναλώσιμοι»

Sex Tape [2/5]

Αν κρίνουμε από τις αμέτρητες διαφημίσεις και περιλήψεις της, το «Sex Tape: Μια Τρελή Βραδιά» -με πρωταγωνιστές τους Cameron Diaz και Jason Segel ως ένα καταπονημένο παντρεμένο ζευγάρι- υπόσχεται μια αστείρευτη ποσότητα άσεμνου γυμνού και σεξουαλικών αστείων. Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από το γεγονός ότι το ζευγάρι των πρωταγωνιστών, παντρεμένοι χρόνια και ειλικρινά πάρα πολύ κουρασμένοι από τις καθημερινές οικογενειακές ευθύνες τους για να επιστρέψουν στην πρώην ενεργή σεξουαλική ζωή τους, αποφασίζει να γυρίσει μια ταινία σεξ, στην οποία θα παρουσιάζει όλες τις διάφορες στάσεις που μπορεί ενδεχομένως να σκεφτεί η φαντασία του καθενός. Ξαφνικά, το επόμενο πρωί, ανακαλύπτουν ότι η μικρή ταινία σεξ τους έχει εμφανιστεί σε κάθε iPad που ο Segel έχει δωρίσει σε φίλους και συνεργάτες, οδηγώντας τους σε μια ξέφρενη κούρσα για να εξασφαλίσουν ότι κανείς από αυτούς δεν θα τη δει. Και μπορεί η παραπάνω περίληψη να μοιάζει ότι αποτελεί τη βάση για μια αρκετά συναρπαστική και διασκεδαστική κ

22 Jump Street [3/5]

Εάν ξετρελαθήκατε, ή ακόμα κι αν απλώς σας άρεσε το «21 Jump Street», τότε δεν θέλει και πολύ μυαλό ότι θα εκτιμήσετε και τούτη εδώ τη συνέχεια. Η έκπληξη όμως είναι ότι ακόμα και άτομα που το πρώτο μέρος δεν ήταν πολύ του γούστου τους (συμπεριλαμβανομένου κι εμένα), αυτό το σίκουελ πραγματικά θα το απολαύσουν. Δεν μιλάμε φυσικά για κινηματογράφο σε όλο του το μεγαλείο, αλλά όπως και να το κάνουμε η ταινία είναι άκρως ψυχαγωγική. Συνδυάζοντας την καταπληκτική χημεία μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών και με οδηγό έναν συνδυασμό γνήσιου κωμικού πνεύματος και κατάφωρα χαζής διασκέδασης, το «22 Jump Street» πετυχαίνει τον στόχο του, κάτι που το καθιστά ένα ένοχα απολαυστικό χάος. Σεναριακά η πλοκή είναι λίγο πολύ μια επανάληψη της πρώτης ταινίας, κάτι αναμενόμενο όταν μιλάμε για σίκουελ πετυχημένου franchise. Ωστόσο, πολύ έξυπνα, το φιλμ διαπρέπει ακριβώς γιατί έχει επίγνωση ότι είναι συνέχεια και το διακωμωδεί, μένει σταθερό στη φόρμουλα, ενώ παράλληλα την κοροϊδεύει. Πάρτι αδελφοτήτων, ποδ

Parker [1.5/5]

Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος γιατί ο Taylor Hackford ένιωσε την ανάγκη να ασχοληθεί ξανά με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα. Βασισμένο στο 19ο μυθιστόρημα του Donald E. Westlake με την ονομασία «Flashfire», ο χαρακτήρας εδώ δεν θυμίζει τίποτα από τον ήρωα του βιβλίου αλλά, κάθε άλλο, μοιάζει σαν έναν ακόμα ίδιο χαρακτήρα από αυτούς που υποδύεται ο Jason Statham. Αν δεν έχετε γνώση των μυθιστορημάτων, ίσως να είστε εξοικειωμένοι με την ταινία του 1999 «Ανοιχτοί Λογαριασμοί» με πρωταγωνιστή τον Mel Gibson. Παρόλο που δεν αποκαλείται Parker σε εκείνη την ταινία, o χαρακτήρας του Mel υποτίθεται ότι είναι ίδιος με αυτόν του Statham. Αν έχετε δει και τις δύο ταινίες, θα ανακαλύψετε ότι είναι εντελώς διαφορετικές, με το «Parker» να απογοητεύει γιατί είναι ένα αναμασημένο πράγμα. Δεν έχω κάποιο πρόβλημα με τον Statham, ίσα-ίσα νομίζω ότι έχει αρκετό χάρισμα στην οθόνη και έχει κάνει κάποιες καλές ταινίες, αλλά πιστεύω ότι το στυλ του έχει αρχίζει να κουράζει. Εδώ παίζει σε μια ταινία που θα μπορού

Dawn of the Planet of the Apes [4.5/5]

Αντίθετα με τις περισσότερες ταινίες του καλοκαιριού, το «Ο Πλανήτης των Πιθήκων: Η Αυγή» στηρίζεται σε ιδέες και θέματα. Χάρη στην πλοκή, τα ηθικά διλήμματα και τη σωστή επέκταση των βασικών θεμάτων του προκατόχου του, κάθε καρέ της «Αυγής» είναι λεπτομερές και κινηματογραφικά γνήσιο αποδεικνύοντας ότι το Χόλιγουντ έχει ακόμα ψυχή. Απελευθερωμένο από το μοτίβο των κυκλικών σκηνών δράσης που χαρακτηρίζουν άλλες τέτοιες ταινίες, το έργο ξοδεύει τον χρόνο, το ταλέντο και τα χρήματα του σε πιο σημαντικές πτυχές και γι` αυτό ξεχωρίζει. Διαθέτοντας πλήρως υλοποιημένους χαρακτήρες, προθέσεις και φιλοδοξίες, ο Matt Reeves μάς δίνει μια ταινία την οποία παρακολουθούμε με δέος και στα 130 λεπτά διάρκειας της. Περίπου δέκα χρόνια μετά την προηγούμενη ταινία, η ιστορία περιστρέφεται πάλι γύρω από τον Caesar. Έχοντας γίνει ο ηγέτης μιας κοινωνίας ασυνήθιστα ευφυών πιθήκων που ζουν βόρεια του Σαν Φρανσίσκο, δεν έχει δει κανέναν άνθρωπο εδώ και χρόνια λόγω μιας παγκόσμιας επιδημίας ονόματι «γρίπη

The Young and Prodigious T.S. Spivet [3/5]

Αν αναλογιστεί κανείς τις προηγούμενες ταινίες του γάλλου σκηνοθέτη Jean-Pierre Jeunet («Ντελικατέσεν», «Η Πόλη των Χαμένων Παιδιών», «Αμελί»), θα αντιληφθεί μια χαρακτηριστική κι αισθητικά ευχάριστη ιδιοτυπία και μια επιδέξια ικανότητα στη δημιουργία φανταστικών κόσμων. Το νέο του έργο, το δεύτερο αμερικανικό μετά το «Άλιεν: Η Αναγέννηση», δεν αποτελεί εξαίρεση. Βασισμένο σε ένα όμορφα εικονογραφημένο μυθιστόρημα του Reif Larsen για ένα αγόρι-ιδιοφυΐα, το «Ο Απρόβλεπτος Κος Σπίβετ» αποτελεί ένα γλυκό, αν και άνισο, σύγχρονο παραμύθι. Τα πρώτα 50 λεπτά της ταινίας είναι πραγματικά θαυμάσια καλλιτεχνικώς, αλλά και σεναριακά. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με έναν κόσμο γεμάτο κορεσμένα χρώματα και ένα παστέλ εμποτισμένο ειδυλλιακό μέρος στο κέντρο της γραφικής αμερικανικής φύσης. Μέσω ενός μείγματος voice-over αφήγησης και κινούμενων σχεδίων, εικόνων, διαγραμμάτων και χαρτών, εμείς ως θεατές βυθιζόμαστε πλήρως στον κόσμο του Κου Σπίβετ. Επιβεβαιώνοντας δε ότι αν χρησιμοποιηθεί σωστά είναι ένα

Third Person [1/5]

Νομίζοντας ότι θα μπορέσει να επαναλάβει την επιτυχία του «Crash», ταινίας που το 2004 τον έχρισε βασιλιά των Όσκαρ, ο Paul Haggis επανέρχεται στο ίδιο μοτίβο και φτιάχνει ένα δράμα με πολλαπλές ιστορίες σε εξέλιξη, που καταλήγουν να έχουν σχέση μεταξύ τους. Δομημένο κατά κάποιο τρόπο ως παζλ που εναλλάσσεται μυστηριωδώς μεταξύ των χαρακτήρων και των πόλεων, το «Τρίτο Πρόσωπο», αν κι ασχολείται με κάτι πιο ελαφρύ από το ρατσισμό όπως οι σχέσεις και τα ζητήματα εμπιστοσύνης, δυστυχώς δεν είναι καλό. Με τον ισχυρισμό του Paul Haggis ότι είχε γράψει πάνω από πενήντα προσχέδια μέχρι να καταλήξει στον τελικό, το μόνο σίγουρο είναι ότι κάτι τέτοιο δεν γίνεται κατανοητό βλέποντας την ταινία. Προσπαθώντας να προσελκύσει ένα συγκεκριμένο κοινό, αποτυγχάνει να κερδίσει τους θεατές που μπορούν να δουν πίσω από τα στιλιστικά σκηνοθετικά τρικ και να διακρίνουν την αδύναμη πλοκή του έργου. Με το σενάριο να ελίσσεται και να περιπλανιέται πάσχοντας από έναν ασυνήθιστα αργό ρυθμό που θα μπορούσε να

Transformers: Age of Extinction [0/5]

Γίνεται πραγματικά όλο και πιο δύσκολο να καταλάβεις ποια ταινία Transformers είναι η χειρότερη. Δεν είναι σίγουρα η πρώτη, αφού εκείνη ήταν απρόσμενα φοβερή και, το σπανιότερο από όλα, μια πραγματικά καλή ταινία του Michael Bay. Ο αγώνας λοιπόν ήταν μεταξύ του «Transformers: Η Εκδίκηση των Ηττημένων» και του «Transformers: Dark of the Moon». Μπορούμε όμως πλέον να πούμε ότι άξιος διεκδικητής του τίτλου είναι και το τέταρτο κεφάλαιο της σειράς, με τον ευφάνταστο τίτλο «Transformers 4: Εποχή Αφανισμού». Σεναριακά, έχοντας ξεφορτωθεί τον Shia LaBeouf και την αντικαταστάτρια της αντικαταστάτριας της Megan Fox στο «Dark of the Moon», το τέταρτο μέρος του franchise απλά δεν βλέπεται. Από το εργαστήριο του Tony Stark μέχρι τον υγρό κακό του «Εξολοθρευτή 2: Μέρα Κρίσης» και από το στόρι του πρόσφατου «Προμηθέα» μέχρι το «Άλιεν» και το «Τζουράσικ Παρκ», ο Bay κατακλέβει τους πάντες και τα πάντα για να «δημιουργήσει» ένα γελοίο και χαζό έργο 165 λεπτών. Και μόνο το γεγονός ότι θα πρέπει να π

The Two Faces of January [1.5/5]

Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Patricia Highsmith, αυτή η ηλιόλουστη προσαρμογή στον κινηματογράφο από τον συγγραφέα του «Drive», Hossein Amini, θέτει τον πήχη πολύ ψηλά για σκηνοθετικό ντεμπούτο. Παρακολουθώντας όμως το έργο, οδηγούμαστε σε ένα αναπόφευκτο συμπέρασμα (η ύπαρξη μιας καθαρά «hitchcockian» ξανθιάς στον πρωταγωνιστικό ρόλο σχεδόν μας προκαλεί να κάνουμε συγκρίσεις) πως αν ο Hitchcock γυρνούσε αυτήν την ταινία στις αρχές της δεκαετίας του 1960, κατά πάσα πιθανότητα θα μιλούσαμε για ένα εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ. Δυστυχώς, όμως, ο Amini δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει μεγάλη ένταση από τους ηθικά σε κίνδυνο πρωταγωνιστές τους και τις δολοφονικές περιπέτειες που τους συμβαίνουν, με αποτέλεσμα η ταινία του να διαθέτει μεν ένδοξο ελληνικό φως σε αφθονία, αλλά να είναι αναπάντεχα λειψή τόσο σε ψυχολογική πολυπλοκότητα, όσο και γνήσια συγκίνηση. Η πρώτη μισή ώρα του έργου καταφέρνει και διατηρεί το ενδιαφέρον μας χάρη στις συνεχείς αποκαλύψεις από το παρελθόν των

Oculus [3.5/5]

Το να μετατρέψεις ένα άψυχο αντικείμενο στο κύριο ανταγωνιστή της ιστορίας σου είναι ένα τεράστιο επίτευγμα, ειδικά όταν πρόκειται για ταινίες τρόμου. Το να πετύχεις τον σωστό τόνο δημιουργώντας την απαραίτητη ένταση που θα συνεπάρει το κοινό και θα το κάνει να νοιαστεί για μια κατά τα αλλά εξωφρενική ιδέα, είναι ζωτικής σημασίας στην επίτευξη της πραγμάτωσης του κόσμου της ταινίας. Στο «Ο Καθρέφτης της Κολάσεως», ο άψυχος κακοποιός είναι ένας αρχαίος καθρέφτης που μαστίζει τις οικογένειες με τις οποίες έρχεται σε επαφή. Πατώντας πάνω στο tagline του έργου, «βλέπεις αυτό που δεν θέλεις να δεις», οι θεατές βλέπουν αυτό που ο σκηνοθέτης, συν-σεναριογράφος και μοντέρ Mike Flanagan θέλει να δουν μέσα από μια σειρά εξαιρετικά στυλιζαρισμένων σκηνών που συνδυάζουν δύο αφηγήσεις σε μία. Συνδέοντας την ιστορία των δύο αδελφών που εξιστορούν τα τραύματα της παιδικής τους ηλικίας σε σχέση με τον καθρέφτη, ενώ παράλληλα προσπαθούν να αποδείξουν την ύπαρξη παραφυσικής παρουσίας σ` αυτόν, οι γρα