Αν προσέξετε καλά τη φιλμογραφία του Robert Zemeckis, θα διακρίνετε ένα μοτίβο. Περιλαμβάνουν οι περισσότερες έναν επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα: έναν ονειροπόλο με δονκιχωτικά χαρακτηριστικά. Ένα άτομο που βλέπει διαφορετικά τον κόσμο και έχει την επίμονη πεποίθηση ότι και οι άλλοι θα τον δουν από τη δική του οπτική σύντομα, αρκεί να του δοθεί η ευκαιρία να τους πείσει. Αποχρώσεις αυτού του αρχέτυπου μπορούν να βρεθούν στον Δρ Emmett L. Brown του «Επιστροφή στο Μέλλον», στη Δρ Eleanor Ann Arroway της «Επαφής» και φυσικά στον Forrest Gump. Με τον Philippe Petit, ο χαρακτήρας αυτός φτάνει στο απόγειο του στο «Βόλτα στο Κενό». Τη δραματοποίηση της πραγματικής ζωής ενός σχοινοβάτη με θρασύτατη φιλοδοξία, τόσο σωματική όσο και μεταφυσική. Ενώ κάθε φαινομενικά λογικός άνθρωπος λέει στον Petit ότι δεν θα καταφέρει να πετύχει τον στόχο του -να περπατήσει σε ένα τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στις κορυφές των Δίδυμων Πύργων- ο ριψοκίνδυνος Γάλλος επιμένει βαδίζοντας προς το ακατόρθωτο.
Και αυτό συνέβη νωρίς το πρωί της 7ης Αυγούστου του 1974. Ο Philippe Petit, λίγο πριν κλείσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, εμφανίζονται από το πουθενά στο Μανχάταν και πραγματοποιεί το μεγαλύτερο κατόρθωμα στην καριέρα του, κάνοντας μια πράξη ανυπέρβλητης ομορφιάς και τόλμης. Αυτό το απίστευτο επίτευγμα καταγράφει ο φακός του James Marsh στο βραβευμένο με Όσκαρ ντοκιμαντέρ του 2008 «Σε Τεντωμένο Σχοινί». Βήμα βήμα, μας επιτρέπει να μάθουμε κάθε λεπτομέρεια, κάθε πρακτική, κάθε υλικό που χρησιμοποιήθηκε. Γιατί λοιπόν ο Zemeckis επέλεξε να κάνει μια μεγάλου μήκους ταινία για κάτι που ήδη είχε ειπωθεί; Οι λόγοι είναι πολλοί, ο κύριος όμως είναι ένας: η βόλτα.
Το μόνο πράγμα που δεν μπορούσε να κάνει το ντοκιμαντέρ του Marsh, είναι να παρουσιάσει το κατόρθωμα εν κινήσει. Δεν υπάρχουν βίντεο από τη στιγμή, δεν υπάρχει ήχος, παρά μόνο φωτογραφίες. Ο Zemeckis λοιπόν καταφέρνει και μας προσφέρει μια εκθαμβωτική εναέρια άποψη κάνοντας εξαιρετική χρήση του 3D. Εντυπωσιακά πλάνα του σύρματος, των ανθρώπων, των πύργων, της πόλης από κάτω έχουν δημιουργηθεί με ένα εξαιρετικό CGI που ενισχύει σε μεγάλο βαθμό τον λόγο θέασης της ταινίας: την αίσθηση του χώρου και του κενού. Πρόκειται για μια ταινία που ασχολείται με ένα τρελό όνειρο που έγινε πραγματικότητα, και ο Zemeckis κάνοντας χρήση της τρέχουσας τεχνολογίας αντιλαμβάνεται το όνειρο και μας το παρουσιάζει κόβοντας μας την ανάσα.
Αυτή η οπτική ζωντάνια κι ενεργητικότητα βέβαια δεν καλύπτει εντελώς το νηφάλιο σενάριο ή τους μονοδιάστατους χαρακτήρες. Η καταγραφή του ταξιδιού του Petit από φιλόδοξο γάλλο καλλιτέχνη σε έναν αποφασιστικό κι εμμονικό άνθρωπο με στόχο γίνεται μέσα από αδύναμα κατασκευασμένες σύντομες σκηνές, εμπλουτισμένες με ένα άχαρο και υπερβολικό voice-over. Το τέχνασμα της αφήγησης πάνω στο Άγαλμα της Ελευθερίας (ίσως βγαλμένο από τα απομνημονεύματα του Petit, «To Reach the Clouds») δεν πετυχαίνει τον στόχο του και κουράζει, αφαιρώντας κάποιους πόντους από τη συνολική επίδραση της ταινίας. Ίσως ο Zemeckis εξοικονομεί τις δυνάμεις του για τη στιγμή που το καλώδιο έχει τελικά αναρτηθεί μεταξύ των κτιρίων και ο Philippe είναι έτοιμος για όλα. Σε κάθε περίπτωση, μέχρι κι εκείνη τη στιγμή δείχνει μικρό ενδιαφέρον για τις δευτερεύουσες πλοκές, και φαίνεται.
Όπως και να 'χει, όμως, παρά τις ατέλειες της, όντως φτάνοντας στη στιγμή που το πόδι του σχοινοβάτη πατά το τεντωμένο σχοινί και η κάμερα ορμά στο κενό για να αποκαλύψει την εκπληκτική θέα της Νέας Υόρκης, είναι δύσκολο να μη σε πιάσει δέος. Ενδεχομένως, η ταινία να αξίζει για μία μόνο σκηνή, αλλά αυτή η σκηνή είναι ιδιαίτερα αισθητή. Και αυτό διότι παράγει ένα αίσθημα ότι όλα είναι πιθανά. Και αυτό είναι αρκετό.
Και αυτό συνέβη νωρίς το πρωί της 7ης Αυγούστου του 1974. Ο Philippe Petit, λίγο πριν κλείσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, εμφανίζονται από το πουθενά στο Μανχάταν και πραγματοποιεί το μεγαλύτερο κατόρθωμα στην καριέρα του, κάνοντας μια πράξη ανυπέρβλητης ομορφιάς και τόλμης. Αυτό το απίστευτο επίτευγμα καταγράφει ο φακός του James Marsh στο βραβευμένο με Όσκαρ ντοκιμαντέρ του 2008 «Σε Τεντωμένο Σχοινί». Βήμα βήμα, μας επιτρέπει να μάθουμε κάθε λεπτομέρεια, κάθε πρακτική, κάθε υλικό που χρησιμοποιήθηκε. Γιατί λοιπόν ο Zemeckis επέλεξε να κάνει μια μεγάλου μήκους ταινία για κάτι που ήδη είχε ειπωθεί; Οι λόγοι είναι πολλοί, ο κύριος όμως είναι ένας: η βόλτα.
Το μόνο πράγμα που δεν μπορούσε να κάνει το ντοκιμαντέρ του Marsh, είναι να παρουσιάσει το κατόρθωμα εν κινήσει. Δεν υπάρχουν βίντεο από τη στιγμή, δεν υπάρχει ήχος, παρά μόνο φωτογραφίες. Ο Zemeckis λοιπόν καταφέρνει και μας προσφέρει μια εκθαμβωτική εναέρια άποψη κάνοντας εξαιρετική χρήση του 3D. Εντυπωσιακά πλάνα του σύρματος, των ανθρώπων, των πύργων, της πόλης από κάτω έχουν δημιουργηθεί με ένα εξαιρετικό CGI που ενισχύει σε μεγάλο βαθμό τον λόγο θέασης της ταινίας: την αίσθηση του χώρου και του κενού. Πρόκειται για μια ταινία που ασχολείται με ένα τρελό όνειρο που έγινε πραγματικότητα, και ο Zemeckis κάνοντας χρήση της τρέχουσας τεχνολογίας αντιλαμβάνεται το όνειρο και μας το παρουσιάζει κόβοντας μας την ανάσα.
Αυτή η οπτική ζωντάνια κι ενεργητικότητα βέβαια δεν καλύπτει εντελώς το νηφάλιο σενάριο ή τους μονοδιάστατους χαρακτήρες. Η καταγραφή του ταξιδιού του Petit από φιλόδοξο γάλλο καλλιτέχνη σε έναν αποφασιστικό κι εμμονικό άνθρωπο με στόχο γίνεται μέσα από αδύναμα κατασκευασμένες σύντομες σκηνές, εμπλουτισμένες με ένα άχαρο και υπερβολικό voice-over. Το τέχνασμα της αφήγησης πάνω στο Άγαλμα της Ελευθερίας (ίσως βγαλμένο από τα απομνημονεύματα του Petit, «To Reach the Clouds») δεν πετυχαίνει τον στόχο του και κουράζει, αφαιρώντας κάποιους πόντους από τη συνολική επίδραση της ταινίας. Ίσως ο Zemeckis εξοικονομεί τις δυνάμεις του για τη στιγμή που το καλώδιο έχει τελικά αναρτηθεί μεταξύ των κτιρίων και ο Philippe είναι έτοιμος για όλα. Σε κάθε περίπτωση, μέχρι κι εκείνη τη στιγμή δείχνει μικρό ενδιαφέρον για τις δευτερεύουσες πλοκές, και φαίνεται.
Όπως και να 'χει, όμως, παρά τις ατέλειες της, όντως φτάνοντας στη στιγμή που το πόδι του σχοινοβάτη πατά το τεντωμένο σχοινί και η κάμερα ορμά στο κενό για να αποκαλύψει την εκπληκτική θέα της Νέας Υόρκης, είναι δύσκολο να μη σε πιάσει δέος. Ενδεχομένως, η ταινία να αξίζει για μία μόνο σκηνή, αλλά αυτή η σκηνή είναι ιδιαίτερα αισθητή. Και αυτό διότι παράγει ένα αίσθημα ότι όλα είναι πιθανά. Και αυτό είναι αρκετό.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου