Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2017

Three Billboards outside Ebbing, Missouri ★★★★

Μετά το εξαιρετικό «Αποστολή στην Μπριζ» και το άκρως ενδιαφέρον «Επτά ψυχοπαθείς», ο ιρλανδικής καταγωγής Μάρτιν Μακ Ντόνα έχει καθιερωθεί ως ένας από τους πιο λαμπρούς κινηματογραφιστές της εποχής μας. Η έντονη αίσθηση του αντίκτυπου των λέξεων, των χειρονομιών και των εικόνων που διαθέτει είναι σπάνια στο σημερινό τοπίο του κινηματογράφου και συμβαδίζει με την πρωτοφανή επιμέλεια του στην κατασκευή των λεπτομερέστατων, σύνθετων αφηγήσεών του. Με δεδομένη την έκφραση “το καλό πράγμα αργεί να γίνει”, ως ένας επιτυχημένος θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, ο Μακ Ντόνα πήρε το χρόνο του για ετοιμάσει το νέο του κινηματογραφικό πόνημα. Και μετά από πέντε χρόνια σιωπής επιστρέφει με το «Three Billboards Outside Ebbing, Missouri» ένα άλλο μικρό θαύμα αφηγηματικής ισορροπίας όπου ο βαθύς πόνος και το λακωνικό χιούμορ, οι απροσδόκητες ανατροπές, η οργανική ροή δράσης και οι χαρακτήρες που αλλάζουν αλλά πάντα παραμένουν οι ίδιοι, δένουν αρμονικά. Η ιστορία απλή: Η κόρη της

Film Stars Don't Die in Liverpool ★★★★

Το 1981, ο βρετανός ηθοποιός Πίτερ Τέρνερ έλαβε ένα τηλεφώνημα που τον ενημέρωνε ότι η πρώην εραστής του, η βραβευμένη με Όσκαρ σταρ του Χόλιγουντ Γκλόρια Γκράχαμ, είχε καταρρεύσει σε ξενοδοχείο και αρνιόταν νοσοκομειακή περίθαλψη. To «Film Stars Don’t Die in Liverpool» είναι η πραγματική ιστορία του Πίτερ αναφορικά με το τι συνέβη όταν συμφώνησε να την πάρει υπό την προστασία του στο σπίτι της εκκεντρικής οικογένειάς του στο Λίβερπουλ. Μέσω αναδρομών είναι επίσης και η πραγματική ερωτική ιστορία ενός νεαρού άνδρα και μιας πολύ μεγαλύτερης σε ηλικία, πρώην διάσημης, γυναίκας. Και μπορεί τα παραπάνω να παραπέμπουν σε μια τύπου “Ρωμαίος και Ιουλιέτα“ καταδικασμένη ιστορία αγάπης, όμως το έργο του Πολ Μαγκουιγκαν δεν είναι μια τυπική βιογραφία. Πρόκειται για μια, σε ίσα μέρη, γοητευτική, γλυκόπικρη, χιουμοριστική και απελπιστικά θλιβερή ιστορία αγάπης. Και μπορεί ανά διαστήματα να βγάζει μια ωραιοποιημένη πλευρά, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να θριαμβεύει αθροιστικά. Καλύπτοντας τόσες

War for the Planet of the Apes ★★★½

Όταν πριν από λίγα χρόνια ανακοινώθηκε ότι η 20th Century Fox θα αναβιώσει τον «Πλανήτη των Πιθήκων» του 1968 με τουλάχιστον τρεις ταινίες στους κινηματογράφους, το εγχείρημα αντιμετωπίστηκε με καχυποψία. Ωστόσο, όταν εμφανίστηκε το 2011 ο «Πλανήτης των Πιθήκων: Η Εξέγερση» του Ρούπερτ Ουάιατ, οι ανησυχίες εξαφανίστηκαν: η ταινία ήταν κάτι το φρέσκο, πολύ συναρπαστικό και έξυπνο. Στο δεύτερο μέρος, «Ο Πλανήτης των Πιθήκων: Η Αυγή», ο Ματ Ριβς αναλαμβάνοντας να την οδηγήσει, παραδίδει στο κοινό ένα έργο σκληρότερο, πιο ζοφερό με πλήρως υλοποιημένους χαρακτήρες, προθέσεις και φιλοδοξίες. Ο αγώνας μεταξύ ανθρώπων και πιθήκων είχε γίνει ένας σύγχρονος, τεχνικά έξυπνος κι ανθεκτικός κινηματογράφος. Η απόφαση η πλοκή να περιστρέφεται γύρω από τον Σίζαρ με το καστ να αλλάζει σε κάθε ταινία αποδείχθηκε μεγαλοφυής. Για ακόμα μια φορά στο σκηνοθετικό τιμόνι ο Ριβς επιχειρεί να οδηγήσει αυτή την τριλογία σε ένα άξιο τέλος. Μετά τα καταστροφικά γεγονότα της «Αυγής», οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων

Transformers: The Last Knight [0.5/5]

Χωρίς αμφιβολία, το «Transformers 5: Ο Τελευταίος Ιππότης» θα προσελκύσει τις μάζες στον κινηματογράφο προσφέροντας στο κοινό τα ιδία με τους προκατόχους του σε όλους τους τομείς. Το να υπερνικάς όμως τον προηγούμενο εαυτό σου και τις δικές σου ηλίθιες ιδέες ξανά και ξανά, οδηγεί επιτακτικά είτε σε μια θεϊκή ύπαρξη είτε σε μια φάρσα, η οποία περιπαίζει πολύ εμφανές τους πάντες και είναι πολύ δύσκολο να την κρίνεις. Όπως και στο «Transformers 4: Εποχή Αφανισμού», έτσι και εδώ η υποτιθέμενη ιστορία, η οποία θα ήταν εύκολο να ειπωθεί σε μία ώρα και μισή αλλά εδώ ξεχειλώνεται για πάνω από δυόμισι ώρες, για ακόμα μια φορά κατακλέβει τους πάντες και τα πάντα. Το μαγικό εδώ όμως είναι ότι το κάνει με λιγότερη ντροπή και με ακόμα λιγότερη συνεκτικότητα. Χωρίς να ασχολείται σε επίπεδο συνέχειας, το «Transformers 5» όχι μόνο αντιφάσκει με τα προηγούμενα, αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό σκηνή με σκηνή. Φράσεις, αποφάσεις χαρακτήρων, αλλά κι ολόκληρες σκηνές είναι εντελώς χωρίς νόημα και εξυ

Sage Femme [2/5]

H Κλερ (Κατρίν Φροτ) είναι μαία, αλλά το νοσοκομείο όπου εργάζεται για δεκαετίες πρόκειται να κλείσει. Η Μπεατρίς (Κατρίν Ντενέβ) είναι η πρώην ερωμένη του πατέρα της Κλερ, η οποία θέλει να τη συναντήσει μετά από δεκαετίες σιωπής. Απρόθυμα θα γίνει μια συνάντηση προκαλώντας τις αντίστοιχες συνέπειες. Αυτή είναι πάνω κάτω η υπόθεση της νέας ταινίας του Μαρτέν Προβόστ. Διαβάζοντας την, δεν είναι δύσκολο να υποψιαστείς πως στα «Μικρά Βήματα», μετά την επιτυχία του «Το Χάρισμα της Σεραφίν» και του «Violette», ο γάλλος σκηνοθέτης συνεχίζει να ασχολείται με τις γυναίκες. Αυτή τη φορά επενδύει στη δυαδικότητα των χαρακτήρων, τοποθετώντας ως πρωταγωνίστριες δυο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες στην προσπάθειά του να ζωγραφίσει τις διαφορές της γυναικείας ομορφιάς σε όλους τους τομείς. Στο κέντρο της ταινίας συναντιούνται δύο εξαιρετικά αντίθετες Grandes-Dames του γαλλικού κινηματογράφου. Ακούγεται ως ένας καλός συνδυασμός και, πράγματι, η Ντενέβ είναι υπέροχη ως η νευρωτική γυναίκα που κερδ

The Mummy [1/5]

Στη δεκαετία του 1930, το στούντιο της Universal απέκτησε ένα σοβαρό πρόβλημα. Ο βωβός κινηματογράφος έγινε ομιλών και παρά κάποια πολύ επιτυχημένα έργα όπως το «Ουδέν Νεότερο από το Δυτικό Μέτωπο», συχνά η αμερικανική εταιρεία παραγωγής ταινιών κατέγραφε ζημιές. Ποιος ξέρει αν το στούντιο θα είχε επιζήσει αυτή τη φάση, αν δεν υπήρχαν οι «ταινίες με τέρατα». Το 1931, ο «Δράκουλας» του Τοντ Μπράουνινγκ άνοιξε τον χορό μιας φτηνά παραγόμενης, αλλά χάρη στο ταλαντούχο προσωπικό μπροστά και πίσω από την κάμερα, υψηλής ποιότητας σειράς ταινιών τρόμου. «Φρανκενστάιν», «Ο Αόρατος Άνθρωπος», «Ο Λύκος του Λονδίνου» αλλά και «Η Μούμια» αποτέλεσαν μέρη αυτού του επαναστατικού κινηματογραφικού σύμπαντος, το οποίο δεν χαρακτηριζόταν από μια εσωτερική συνέχεια όπως την ξέρουμε σήμερα από το Marvel Cinematic Universe. Ακόμα και σήμερα, οι συγκεκριμένες ταινίες αποτελούν σημεία αναφοράς για όλους τους σινεφίλ αποδεικνύοντας ακόμα και στις μέρες μας πόσο δημιουργικά και χαρισματικά μπορεί κάποιος να

Wonder Woman [3.5/5]

Είναι ίσως ένα από τα κωμικοτραγικά αστεία των τελευταίων κινηματογραφικών χρόνων. Ενώ οι δελεαστικές ταινίες της Marvel μετατρέπονται σε επιτυχίες, οι προσαρμογές των DC Comics είναι κυρίως απογοητευτικές. Υπερβολικά σκοτεινές, μεγάλες σε διάρκεια και με κάποιες εκπληκτικές γκάφες, έχουν κάνει τους θεατές να αναρωτιούνται εάν αυτό το σύμπαν θα μπορέσει να δώσει κάποτε μια πραγματικά καλή ταινία. Η παρουσία της Γκαλ Γκαντό ως Νταϊάνα Πρινς/Γουόντερ Γούμαν στο «Batman v Superman: Η Αυγή της Δικαιοσύνης» έδωσε ελπίδες και αποτέλεσε μια κλεφτή ματιά στην ταινία που πιθανότατα θα οδηγούσε το σύμπαν της DC σε μια νέα εποχή. Η ανάθεση της παροχής δομής και θεάματος στο εγχείρημα δόθηκε στην πολυβραβευμένη σκηνοθέτη του «Monster» Πάτι Τζένκινς. Πολλοί θα δουν το έργο ως ένα μείγμα του πρώτου Captain America, όπου ένας ιδεαλιστής ήρωας στέλνεται στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και την πρώτη περιπέτεια του Thor, στην οποία ένας θεός έρχεται στην ανθρωπότητα. Και οι δύο συγκρίσεις είναι προφαν

Baywatch [0.5/5]

Η σειρά φαινόμενο της δεκαετίας του 1990 αποτελεί μια ένοχη απόλαυση για όσους την παρακολουθούσαν. Από το τραγούδι «I`m Always Here» του Τζίμι Τζέιμισον μέχρι τα κόκκινα μαγιό, η σειρά «Baywatch» έχει αποκτήσει ένα εικονικό cult-status που σπάνια φεύγει από τη μνήμη όταν μιλάς για τηλεοπτικές σειρές που σημάδεψαν γενιές. Εκμεταλλευόμενοι τη νοσταλγική διάθεση που χαρακτηρίζει την εποχή, ο σκηνοθέτης Σεθ Γκόρντον και οι σεναριογράφοι Ντέμιαν Σάνον και Μαρκ Σουίφτ, συνδυάζοντας αυτές τις κωμικές αναμνήσεις, αναβιώνουν τη σειρά, με όλες τις κιτς και μη πτυχές της. Με ένα πρωτοκλασάτο καστ, πολλούς χορηγούς και μια εξαιρετικά στιλιστική παραγωγή, το «Baywatch» επιστρέφει στις κινηματογραφικές αυτή την φορά οθόνες μας ως μια -ο θεός να την κάνει- κωμωδία με σατιρική διάθεση. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η τηλεοπτική σειρά είχε πολλές, αλλά όχι ολοκληρωμένες ιδέες. Είχε υποπλοκές αλλά καμία ξεκάθαρη ιστορία. Υπήρχαν βρεγμένοι σέξι άνδρες και γυναίκες, πολλή δράση, χαλαρά λόγια και αυτο-ειρ

King Arthur: Legend of the Sword [2/5]

Σύμφωνα με τη Wikipedia, ο βασιλιάς Αρθούρος είναι ένα πρόσωπο αμφίβολης ιστορικής αυθεντικότητας πάνω στο οποίο συγκεντρώνονται τα αρχετυπικά ιδανικά της βρετανικής μοναρχίας. Ο ιδρυτής του τάγματος των «Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης» διαθέτει τέτοιο μυθολογικό υλικό που μπορεί να διαμορφωθεί και να προσαρμοστεί στις ανάγκες της κινηματογραφικής αγοράς. Έτσι, αν και έχει πάμπολλες φορές μεταφερθεί στον κινηματογράφο, αυτό δεν σταμάτησε τη Warner Bros. από το να χρηματοδοτήσει ακόμα μία φορά την ιστορία, σε σκηνοθεσία Γκάι Ρίτσι και με τον υπότιτλο «Ο Θρύλος του Σπαθιού». Ο Ρίτσι, όπως όλοι γνωρίζουμε, έχει ένα δικό του σκηνοθετικό στυλ που λειτουργούσε άψογα στις «Δύο Καπνισμένες Κάννες» και το «Η Αρπαχτή», είχε ενδιαφέρον στα «Sherlock Holmes» και, προς τιμήν του, δεν χρησιμοποιήθηκε πολύ στην τελευταία του ταινία «Κωδικό Όνομα U.N.C.L.E.». Εδώ, παρόλο που ο σκηνοθέτης προσπαθεί (όταν και όσο μπορεί) να αφηγηθεί μια παλιά ιστορία με μια νέα ματιά με γνώμονα το ύφος του, το τελικ

The Dinner [2/5]

Για πολλούς ανθρώπους, τα μεγάλα οικογενειακά γεύματα είναι ένα καθαρό βάσανο. Παλιές ιστορίες αναθερμαίνονται και ντροπιαστικές στιγμές συζητιούνται έως ότου κάποιο να χτυπήσει φλέβα και να προκαλέσει αμηχανία, σιωπή και τεταμένη διάθεση. Στο «Δείπνο» του Όρεν Μούβερμαν αυτό ακριβώς συμβαίνει. Με βάση το ομότιτλο μυθιστόρημα του ολλανδού Χέρμαν Κοχ, η πλοκή του έργου εξελίσσεται σε ένα μοδάτο εστιατόριο. Εκεί δυο ζευγάρια θα συναντηθούν για φαγητό με σκοπό να συζητήσουν για τους γιους τους. Σε πρώτο επίπεδο όλα είναι πολιτισμένα, όμως πίσω από την αρχική απαστράπτουσα επιφάνεια κρύβεται μια σκοτεινή πλευρά, που με την πρώτη αφορμή φέρνει στο προσκήνιο διαβρωμένες σχέσεις. Δομημένο σε έξι μενού, πάντα εφοδιασμένα με ένα σύντομο κείμενο, αυτό το «Δείπνο» χωρίζεται με βάση τα διαφορετικά πιάτα του γεύματος, τα οποία πρέπει να «καταναλωθούν». Με την πάροδο του χρόνου, και καθώς η τροφή σερβίρεται και επιδεικνύεται, μια βαθιά διακλαδισμένη δομή μέσα στα δυο αντρόγυνα αποκαλύπτεται στον

The Lost City of Z [3/5]

Η «Χαμένη Πόλη του Ζ», η νέα ταινία του Τζέιμς Γκρέι, μας οδηγεί στα βάθη της βολιβιανής ζούγκλας εξιστορώντας μια επική ιστορία που εκτείνεται αρκετές δεκαετίες. Με βάση το μυθιστόρημα του ίδιου ονόματος του Ντέιβιντ Γκραν, η ταινία μιλά για τον βρετανό αντισυνταγματάρχη Πέρσιβαλ Χάρισον Φόσετ, ο οποίος στις αρχές του εικοστού αιώνα τόλμησε να πάει σε μέρη που λίγοι άνθρωποι είχαν επισκεφθεί. Το 1906 και κατ` εντολή της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας, ο Φόσετ διατάχθηκε να μεταβεί στις αγεωγράφητες ζούγκλες της Βραζιλίας προκειμένου να χαρτογραφήσει μια περιοχή. Εκεί θα ανακαλύψει κάτι που θα τον στοιχειώνει σε όλη του τη ζωή. Μια χαμένη πόλη που θα μπορούσε να αποδειχθεί ένας πιο προηγμένος πολιτισμός στη Νότια Αμερική, πολύ πριν από τον λεγόμενο δυτικό κόσμο. Με τις πρώτες εικόνες της «Χαμένης Πόλης του Ζ» να μοιάζουν ντεμοντέ, σαν να έχουν ξεπηδήσει από μια διαφορετική εποχή, ο κινηματογραφιστής Ντάριους Κόντζι ακολουθεί μια οπτική ιδέα που μοιάζει με ένα ζωντανό βιβλίο ιστορία

The Fate of the Furious [2.5/5]

Το franchise του «Fast and Furious» ίσως είναι ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια του κινηματογράφου. Το μυστήριο είναι ότι η συγκεκριμένη σειρά ταινιών χωρίς αξιώσεις έχει καταφέρει και γίνεται όλο και πιο δημοφιλής με τα χρόνια, όταν όλα τα άλλα franchise πασχίζουν να κρατήσουν τους φαν τους. Η δημοτικότητα αυξάνεται από χρόνο σε χρόνο με έσοδά που αγγίζουν τα τέσσερα δισεκατομμύρια και με επικερδέστερη την προηγούμενη έβδομη ταινία. Για όποιον έχει δει έστω και μία από τις προηγούμενες, θα γνωρίζει ότι τα «Fast and Furious» έχουν ως θεματικό άξονα τους αγώνες αυτοκινήτων, ληστείες και την απεικόνιση χαρακτήρων, μέσα σε αυτές τις καταστάσεις. Το «Fast & Furious 8: Μαχητές των Δρόμων» δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο σκηνοθέτης Γκάρι Γκρέι και ο σεναριογράφος Κρις Μόργκαν προσφέρουν για σχεδόν δυο ώρες ένα και μόνο πράγμα: διασκέδαση. Όσο πιο ηλίθια, θορυβώδεις κι εκρηκτική, τόσο το καλύτερο. Με το πόδι μόνιμα στο πεντάλ του γκαζιού, θα πρέπει να γνωρίζετε πολύ καλά τι πάτε να δείτε. Με τα

The Boss Baby [2/5]

Η νέα ταινία της DreamWorks Animation υπόσχεται να μας μεταφέρει, με υπέροχη φαντασία, στο βασίλειο της αχαλίνωτης φαντασίας ενός 7χρονου παιδιού, όταν το νέο μέλος της οικογένειας δεν είναι ένα συνηθισμένος μπέμπης, αλλά ένα εξωφρενικά πρώιμο, ευέξαπτο μωρό με ένα σκούρο επαγγελματικό κοστούμι. Δυστυχώς, όμως, ο σεναριογράφος Μάικλ ΜακΚάλερς και οι δημιουργοί της ταινίας μοιάζουν να βασίζονται μονομερώς σε καλαμπούρια κι ατελείωτη δράση, αφήνοντας στο περιθώριο όλα τα υπόλοιπα. Βασισμένη στο ομώνυμο παιδικό βιβλίο της συγγραφέως Μάρλα Φρέιζι, η DreamWorks στήνει μια χιουμοριστική ιστορία γύρω από την οικογένεια και το νόημά της, ενώ παράλληλα προσπαθεί να κάνει μια έμμεση κριτική διαφόρων θεμάτων όπως η εταιρική κουλτούρα, η εξουσία, το χρήμα και άλλα πολλά. Ανά διαστήματα καταφέρνει να βρει την ουσία της και με γεμάτη καρδιά σου προσφέρει δυνατές στιγμές. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η πλοκή διερευνά τις έννοιες αυτές για είκοσι λεπτά και στη συνέχεια συμπληρώνει τον υπολειπόμενο χρ

The Secret Scripture [1.5/5]

Βασισμένο στο πολυβραβευμένο μυθιστόρημα του Σεμπάστιαν Μπάρι με τον ίδιο τίτλο, η «Μυστική Γραφή» είναι η τελευταία σκηνοθετική δουλειά του έξι φορές υποψήφιου για Όσκαρ Τζιμ Σέρινταν. Θέλοντας να τονίσει την κυριαρχία της εκκλησίας στην Ιρλανδία κατά τη διάρκεια των ετών του Β` Παγκοσμίου Πολέμου, ο ιρλανδός σκηνοθέτης προσπαθεί να σκιαγραφήσει την τοιχογραφία μιας κοινωνίας επηρεασμένης από μια θολή αλήθεια για χρόνια, αλλά δυστυχώς δεν του βγαίνει. Αν και το έργο διαθέτει μια λαμπερή καλλιτεχνική κομψότητα και μια δυνατή σκηνοθεσία, το όλο εγχείρημα δεν υποστηρίζεται από ένα στιβαρό σενάριο για να το απογειώσει. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της πλοκής είναι ότι σιγά-σιγά, αλλά σταθερά, γλιστρά στο εύκολο μελόδραμα, αφήνοντας σε επιφανειακό κομμάτι την κοινωνική και θρησκευτική πτυχή της εποχής, αφού αποτυγχάνει να την πάει πέρα από την απλή αντίθεση ανάμεσα σε καθολικούς και προτεστάντες. Επιπρόσθετα, χωρίς να θέλω να αποκαλύψω πολλά, ο σκοτεινός χαρακτήρας που βρίσκεται στο επίκεντρο

The Devil's Candy [3/5]

Ο άκρως ενδιαφέρον «Αγαπημένος» του Σον Μπιρν προκάλεσε, παρά τις ατέλειες του, αίσθηση στο κινηματογραφικό κοινό το 2010, προσφέροντας έναν αέρα ανανέωσης στο κορεσμένο κατά τα άλλα είδος των ταινιών τρόμου. Εφτά χρόνια μετά, ο ταλαντούχος σκηνοθέτης κάνει δυναμική επανεμφάνιση με το αμερικανικό ντεμπούτο του. Διαβάζοντας την πλοκή, η ταινία του Μπιρν μοιάζει εκ πρώτης όψεως ως ένα ακόμα θρίλερ με ένα στοιχειωμένο σπίτι. Και όντως, αν έπρεπε να την προσδιορίσουμε κάπως, θα λέγαμε πως έχουμε να κάνουμε με μια ταινία τύπου «Τρόμος στο Amityville» για χεβιμεταλάδες. Ωστόσο, η αγάπη της για το είδος που αντιπροσωπεύει αλλά και για την μουσική χέβι μέταλ, την κάνει να ξεχωρίζει. Χωρίς να προβληματίζεται από τις προκαταλήψεις που συνδέουν το μέταλ και τους γυμνασμένους, γεμάτους τατουάζ άνδρες που ακούν μέταλ με τον σατανισμό και τον διάβολο, το «Δέλεαρ του Διαβόλου» παρουσιάζει μια παθιασμένη, σοβαρή ταινία με μεταλλικό υπόβαθρο, η οποία, παρά τα λάθη της, λειτουργεί εκπληκτικά μέσα στη

The Shack [0/5]

Δεν έχω λόγια να περιγράψω την κουλαμάρα που λέγεται «Αναζητώντας την Αλήθεια». Παρόλα αυτά, θα το προσπαθήσω γιατί αξίζει κανείς να αποτρέψει κόσμο από το να τη δει. Ας ξεκινήσουμε με την υπόθεση: πατέρας προερχόμενος από διαλυμένη φαμίλια, γίνεται ο ίδιος οικογενειάρχης με τρία παιδιά και μια γυναίκα θρήσκα. Ο καημός και ο πόνος όμως χτυπάει και τη δική του οικογένεια με αποτέλεσμα η ήδη κλονισμένη πίστη του στον papa (έτσι λέει η γυναίκα του τον Θεό, μα την Παναγία) να αγγίξει αρνητικό ρεκόρ. Ένα πρωινό σαν όλα τα άλλα, λαμβάνει γράμμα από τον papa να πάει σε μια καλύβα. Και εκεί γίνεται... του παραδείσου! Όσο κι αν μας είχε προϊδεάσει η αφήγηση στην αρχή ότι αυτό που θα δούμε τείνει προς το φανταστικό, τίποτα δεν είχε προετοιμάσει τα μάτια μας και τα αυτιά μας γι` αυτό που έμελλε να πάθουμε. Με μια «come to papa» προσέγγιση που ξεπερνάει τα όρια του διδακτισμού, το σενάριο των Τζον Φούσκο, Άντριου Λέιναμ και Ντέστιν Κρέτον μοιάζει να διαθέτει έναν και μόνο σκοπό: να μας κάνει να

Smurfs: The Lost Village [2/5]

Οι περιπέτειες των μικρών γαλάζιων πλασμάτων, τα οποία ζουν στο στρουμφοχωριό μέσα στο δάσος, ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1958. Στην Ελλάδα, τα Στρουμφάκια έγιναν περισσότερο γνωστά κατά τη δεκαετία του 1980, μέσα από την ομότιτλη τηλεοπτική σειρά κινουμένων σχεδίων που διήρκησε εννέα χρόνια. Με το ενδιαφέρον για τα Στρουμφ να μην έχει σταματήσει ποτέ, το 2011 κυκλοφόρησε στο σινεμά η ταινία «Στρουμφάκια» που αποτελούσε ένα μείγμα computer-animation και live-action. Το 2013, επέστρεψαν με νέες ανεκδιήγητες περιπέτειες στο Παρίσι με το κακό «Στρουμφάκια 2». Φέτος, οι θεατές θα σμίξουν για ακόμα μία φορά με τους γνωστούς χαρακτήρες, αλλά αυτή τη φορά με μια ταινία καθαρά κινουμένων σχεδίων που δεν έχει σχέση με τις δύο προηγούμενες. Στο κέντρο της ιστορίας είναι το μόνο κορίτσι στο χωριό, η Στρουμφίτα. Στην προσπάθεια της να βρει τη δική της ταυτότητα, η -δημιουργημένη από τον μάγο Δρακουμέλ- γοητευτική ξανθιά ξεκινάει ένα ταξίδι προς το απαγορευμένο δάσος. Μαζί με τους Σκουντούφλη,

All Nighter [1.5/5]

Φανταστείτε το «Η Αρπαγή» κωμικό, χωρίς κάποια πραγματική απαγωγή, με μια νότα από «Hangover» και «Γαμπρό της Συμφοράς». Αυτό είναι το «Φοβού τον Πεθερό», η νέα κωμωδία από τον σκηνοθέτη Γκάβιν Βίσεν, η οποία ναι μεν δεν κερδίζει πόντους για την καινοτομία της, αλλά διαθέτει κάποια δυναμική χάρη στους δυο πρωταγωνιστές που υποδύονται το παράξενο δίδυμο που εξερευνά τους δρόμους του Λος Άντζελες σε αναζήτηση μιας εξαφανισμένης γυναίκας. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, το σενάριο του Σεθ Όουεν βάζει το πρωταγωνιστικό ζευγάρι να αντιμετωπίζει μια σειρά από κουλές καταστάσεις και εκκεντρικούς ανθρώπους. Παρόλα αυτά, δεν είναι η ποικιλία των συμβάντων που παρέχουν τα περισσότερα από τα γέλια, αλλά οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους. Επιστρέφοντας στις κωμικές ρίζες τους, τόσο ο Τζ. Κ. Σίμονς όσο και ο Εμίλ Χιρς κάνουν μια αξιέπαινη δουλειά εμφυσώντας ζωή σε μια αναμασημένη ιδέα. Οι δυο τους, αντισταθμίζοντας την έλλειψη πρωτοτυπίας του κειμένου, δημιουργούν μια δυναμική που διατηρεί εστιασμέ

Beauty and the Beast [2/5]

Συμβαδίζοντας με το πνεύμα των καιρών, η Disney συνεχίζει να μετατρέπει σε live-action εκδοχές τα αριστουργήματα κινουμένων σχεδίων της. Μετά την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», το «Maleficent», τη «Σταχτοπούτα» και το «Βιβλίο της Ζούγκλας», σειρά τώρα έχει το ορόσημο του στούντιο, η «Πεντάμορφη και το Τέρας». Το να γράψω τη γνώμη μου σχετικά με τη νέα έκδοση του «Η Πεντάμορφη και το Τέρας» είναι ένα δύσκολο πράγμα. Πρώτον, η νοσταλγία που νιώθεις παρακολουθώντας την σε επηρεάζει από την πρώτη μουσική νότα. Η συγκεκριμένη ταινία έχει τραγουδιστεί κι αγαπηθεί περισσότερο από κάθε άλλη σε όλο τον κόσμο. Είναι η πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων που προτάθηκε για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, και η πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων που έγινε μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ. Έχει κερδίσει Όσκαρ, Γκράμι και Τόνι και βρίσκεται σε πολλές λίστες του Αμερικανικού Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Επομένως μια ιστορία τόσο αγαπητή διαθέτει εκ των πραγμάτων μια δυναμική. Πρέπει να παραδεχτώ επίσης ότι ερχόμαστε α

Maudie [4/5]

Το σκηνικό: ένα μικρό εξοχικό στις ακτές του καναδικού Ατλαντικού στην περιοχή της Νέας Σκωτίας. Οι βασικοί χαρακτήρες: δύο. Ένας ισχυρογνώμων εργένης (ο Έβερετ) που ψάχνει οικονόμο και μια απονήρευτη γυναίκα (η Μοντ) που θέλει να φύγει από το σπίτι της. Οι δυσκολίες της ζωής θα ενώσουν τις μοίρες τους. Ξέρω τι σκέφτεστε. Εκ πρώτης όψεως αυτή η ιρλανδοκαναδέζικη συμπαραγωγή μοιάζει ως μία ακόμα χλιαρή ιστορία αγάπης με μια κλασική έναρξη και μια κατάληξη που υπαγορεύεται αποκλειστικά από τους άγραφους νόμους του είδους. Αυτή η εντύπωση όμως είναι βιαστική, καθώς πρόκειται για ένα συγκινητικό, αλλά ποτέ μελοδραματικό, έργο με μια ιδιαίτερη πινελιά. Η σκηνοθέτης Έιλινγκ Γουόλς, η σεναριογράφος Σέρι Γουάιτ και οι δύο υπέροχοι πρωταγωνιστές μετατρέπουν την αληθινή ιστορία στο επίκεντρο του «Maudie» σε ένα άξιο παρακολούθησης δράμα για έναν γενναίο αγώνα κατά των φυσικών περιορισμών. Ταινία ερμηνειών, το «Maudie» μοιάζει από το πρώτο κιόλας λεπτό να ανήκει στη Σάλι Χόκινς και τον Ίθα

Call Me by Your Name [5/5]

Δεν ξέρω πώς μπορεί κάποιος να γράψει για το «Call Me by Your Name». Πώς θα μπορέσει να μιλήσει για μια ταινία που αιχμαλωτίζει και αναστατώνει την καρδιά σου και το κάνει σωστά. Είχα το τεράστιο προνόμιο να δω το νέο έργο του Λούκα Γκουαντανίνο στο 67ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου και αμέσως μετά την προβολή, τόσο εγώ όσο και συνάδελφοι από κάθε γωνιά του κόσμου συνειδητοποιήσαμε ότι είμαστε εμείς αυτοί που θα πρέπει να διαδώσουμε ότι η ταινία είναι απλά ένα αριστούργημα. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να το επιχειρήσω… Η τελευταία ταινία του ιταλού σκηνοθέτη διαδραματίζεται το 1983 στη Βόρεια Ιταλία και αφηγείται ένα καλοκαιρινό ειδύλλιο ανάμεσα σε έναν ώριμο 17χρονο Αμερικανο-ιταλό με το όνομα Έλιο (Τιμοτέ Σαλαμέ) και τον Όλιβερ (Άρμι Χάμερ), έναν 24χρονο αμερικανό επιστήμονα που επισκέπτεται τον πατέρα του Έλιο προκειμένου να τον βοηθήσει. H σχέση μεταξύ των δύο νεαρών ανδρών είναι η εστίαση της ταινίας, αλλά o Γκουαντανίνο και οι συν-σεναριογράφοι Γουόλτερ Φασάνο και Τζέιμς

T2 Trainspotting [2/5]

Όταν το «Trainspotting» κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους το 1996, ξεπέρασε θεαματικά τις προσδοκίες. Ήταν κάτι περισσότερο από μία ταινία, ήταν ένα πολιτιστικό γεγονός, μια ταινία που μιλούσε απευθείας σε μια ολόκληρη γενιά. Πώς καταφέρνεις λοιπόν να κάνεις κάτι παρεμφερές τόσα χρόνια μετά; Η απάντηση είναι… δεν το κάνεις. Δεν μπορείς να το κάνεις. Αυτό το πολυαναμενόμενο σίκουελ δεν επρόκειτο ποτέ να έχει την ίδια επίδραση με το πρωτότυπο εγχείρημα. Τι σημαίνει όμως αυτό για τη συγκεκριμένη ταινία; Παραμένοντας πιστή στο ύφος του πρωτότυπου, o Ντάνι Μπόιλ παρουσιάζει την ιστορία που θέλει να πει με τον ίδιο μοναδικό υφολογικό τρόπο, λαμβάνοντας μια σουρεαλιστική προσέγγιση ανά στιγμές, ενώ παράλληλα είναι εμφανές ότι το διασκεδάζει. Εξισορροπώντας αξιοσημείωτα την κωμωδία με τη συγκίνηση, τα συναισθήματα σου μεταβάλλονται με διαφορά λεπτού. Τη μία στιγμή γελάς δυνατά και την άλλη αισθάνεσαι σκεπτικός κι αγέλαστος. Ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης καταφέρνει να κάνει την ταινία το

Logan [2.5/5]

Πίσω στο 2000, ένας ψιλο-άγνωστος Χιου Τζάκμαν αναλαμβάνει τον ρόλο του Γούλβεριν στην πρώτη μεταφορά στην μεγάλη οθόνη της σειράς κόμικς της Marvel, «X-Men». Από εκείνη τη στιγμή θα επαναλάβει τον ρόλο του σε κάθε X-Men, αλλά και σε κάθε spin-off. Δεκαεπτά χρόνια μετά, ο διάσημος αυστραλός ηθοποιός, θέλοντας να κρεμάσει τον αδαμάντιο σκελετό του, ερμηνεύει για τελευταία φορά τον διάσημο υπερήρωα στο άνισο «Logan» του Τζέιμς Μάνγκολντ. Η πλοκή του έργου λαμβάνει χώρα κατά το έτος 2029, όπου οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, μεταλλαγμένοι έχουν αφανιστεί. Οι μόνοι που υπάρχουν από το αρχικό κινηματογραφικό σύμπαν είναι ο Γούλβεριν και ο Τσαρλς Φράνσις Εξέβιερ, γνωστός και ως Καθηγητής Χ. Αλλά κι αυτοί δεν είναι οι ίδιοι. Ο πρώτος είναι σωματικά και ψυχολογικά ηττημένος και ο δεύτερος ένας συνεχώς ναρκωμένος και κλειδωμένος σε ένα πύργο νερού ηλικιωμένος κύριος που πάσχει από ανία. Σε αυτή την υπαρξιακή πικρία και λύπη εμφανίζεται μια νεαρή κοπέλα, η Λόρα, η οποία θα αλλάξει τα πάντα. Οι

The Great Wall [0.5/5]

Είναι ξεκάθαρο από το πρώτο κιόλας λεπτό ότι ο μοναδικός λόγος ύπαρξης της συγκεκριμένης ταινίας είναι ένας και μόνο ένας. Το κορτάρισμα των στούντιο του Χόλιγουντ στην Κίνα. Μια χώρας που βρίσκεται σε ανοδική πορεία για να γίνει η μεγαλύτερη αγορά στο παγκόσμιο box-office μέσα σε δύο ή τρία χρόνια. Κάτι καθόλου επιλήψιμο αν το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν μια απίστευτα κοινότυπη ταινία με τέρατα, τόσο κακή που δεν θα πιστεύετε τι είδατε ακόμα και μετά την έξοδο σας από το σινεμά. Με ένα σενάριο που δεν ξεπερνά ποτέ το επίπεδο του «μια φορά και ένα καιρό», o Γιμού και οι ΕΞΙ σεναριογράφοι δεν αφιερώνουν ούτε το ελάχιστον στο να δώσουν ταυτότητες ή ένα κάποιο ίχνος ιστορίας στους χαρακτήρες. Αντ` αυτού περιορίζονται σε απλοϊκά νοήματα και διδαχές σχετικά με τη σημασία της εμπιστοσύνης, στην προσπάθεια τους να δώσουν βαρύτητα σε κάθε πτυχή της ταινίας. Πώς όμως να εμφυσήσεις ζωή σε κάτι τόσο ηλίθιο. Πώς να κάνεις τον άλλο να ενδιαφερθεί όταν το έργο δεν διαθέτει απολύτως καμία συνοχή. Ό

Why Him? [1/5]

Το «Γιατί Αυτόν» συνεχίζει την παράδοση των ταινιών που αντιπροσωπεύουν ένα νέο είδος που φαίνεται να εξελίσσεται σε πρότυπο για τις περισσότερες κωμωδίες και αποτελείται από τα εξής λίγα συστατικά: γρήγορο ρυθμό, χαμηλού επιπέδου αστεϊσμούς και άσκοπες σκηνές δεμένες με μια υποχρεωτική αφήγηση. Και μπορεί η ταινία του Τζον Χάμπεργκ να είναι η λιγότερο κακή του είδους, είναι όμως ασυζητητί η λιγότερο αστεία, παρά τις προσπάθειες της να χτίσει τη φάρσα γύρω από μια παλλόμενη καρδιά και ψυχή. Δυστυχώς γι` αυτήν, το κάνει με τόσο αδέξιο και συμβιβαστικό τρόπο που ποτέ δεν δημιουργεί την απαραίτητη δυναμική που χρειάζεται η κωμωδία για να ευδοκιμήσει. Το φιλμ στον πυρήνα του διαθέτει τη συνηθισμένη «πατέρας εναντίον νέου φίλου της κόρης του» αφήγηση παρουσιάζοντας τη ζωή του Νεντ Φλέμινγκ, ο οποίος έχει ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με τον πιθανό γαμπρό του. Και ενώ αυτό το σενάριο δύο ανδρών που μειώνουν τον εαυτό τους πέρα από τα όρια της αξιοπρέπειας θα έπρεπε να παρέχει πολλές κωμι