Η «Χαμένη Πόλη του Ζ», η νέα ταινία του Τζέιμς Γκρέι, μας οδηγεί στα βάθη της βολιβιανής ζούγκλας εξιστορώντας μια επική ιστορία που εκτείνεται αρκετές δεκαετίες. Με βάση το μυθιστόρημα του ίδιου ονόματος του Ντέιβιντ Γκραν, η ταινία μιλά για τον βρετανό αντισυνταγματάρχη Πέρσιβαλ Χάρισον Φόσετ, ο οποίος στις αρχές του εικοστού αιώνα τόλμησε να πάει σε μέρη που λίγοι άνθρωποι είχαν επισκεφθεί. Το 1906 και κατ` εντολή της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας, ο Φόσετ διατάχθηκε να μεταβεί στις αγεωγράφητες ζούγκλες της Βραζιλίας προκειμένου να χαρτογραφήσει μια περιοχή. Εκεί θα ανακαλύψει κάτι που θα τον στοιχειώνει σε όλη του τη ζωή. Μια χαμένη πόλη που θα μπορούσε να αποδειχθεί ένας πιο προηγμένος πολιτισμός στη Νότια Αμερική, πολύ πριν από τον λεγόμενο δυτικό κόσμο.
Με τις πρώτες εικόνες της «Χαμένης Πόλης του Ζ» να μοιάζουν ντεμοντέ, σαν να έχουν ξεπηδήσει από μια διαφορετική εποχή, ο κινηματογραφιστής Ντάριους Κόντζι ακολουθεί μια οπτική ιδέα που μοιάζει με ένα ζωντανό βιβλίο ιστορίας. Πριν η ταινία αποκαλύψει τις αφηγηματικές φιλοδοξίες της, ο Γκρέι σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός αουτσάιντερ σε ένα χρυσό πλαίσιο παρουσιάζοντας τόσο την ομορφιά όσο και τη φρίκη στη μεγάλη οθόνη. Καταγράφει την πορεία μιας ερεθιστικής εξερεύνησης που μεταφέρει τον πρωταγωνιστή του ανάμεσα σε δύο ηπείρους σε μια εποχή που ο κόσμος βρίσκεται σε κατάσταση αναταραχής. Πριν ο Φόσετ βρει την αληθινή του μοίρα, ο Γκρέι, ως προσεκτικός χρονικογράφος, επιλέγει να διηγηθεί μια δική του εκδοχή του μύθου, ασχολούμενος τόσο με το ανθρώπινο, ον όσο και με τη κοινωνική δομή μέσα στην οποία κινούνται. Από το πρώτο κιόλας λεπτό, σαν θεατής είσαι σίγουρος ότι αυτό το ταξίδι θα είναι γεμάτο περιπέτεια κι εξερευνητικό πνεύμα. Δυστυχώς, όμως, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι…
Το λάθος του Γκρέι που στερεί πόντους στο τόλμημα του είναι ότι από ένα σημείο και μετά αρχίζει να ασχολείται με την εμμονή ενός ανθρώπου, χωρίς όμως να την μπερδεύει καταλλήλως με το κοινωνικό περιβάλλον ή το ιστορικό υπόβαθρο της πλοκής. Παραμένοντας πάντα στην πλευρά του υποτιθέμενου ήρωα, ο σκηνοθέτης μοιάζει να χάνει τον στόχο του και δεν αφήνει την ταινία του να ανασάνει. Απεικονίζοντας την ηρωική αναζήτηση ενός χαμένου πολιτισμού από απόσταση, φορτώνει την ταινία με σκηνές οι οποίες είναι πιθανώς πραγματικά περίπλοκες και θεαματικές, αλλά δεν έχουν σημασία για την πραγματική δράση ούτε για την ανάπτυξη των χαρακτήρων. Αυτό συμβαίνει γιατί ο λόγος που ο Φόσετ ξεκινά το ταξίδι του δεν έχει αναπτυχθεί σωστά. Δεν πηγάζει από ένα υπερβολικά ισχυρό όραμα, του οποίου η εξουσία καθορίζει εντελώς τη δράση του πρωταγωνιστή. Πηγάζει από την ελπίδα ότι κάποια στιγμή η αναζήτηση θα δημιουργήσει ένα τέτοιο όραμα. Ως εκ τούτου, το ενδιαφέρον και τα συναισθήματα για τα όσα διαδραματίζονται στη οθόνη αλλάζουν από λεπτό σε λεπτό στο μυαλό του θεατή.
Ακόμα και έτσι, το «Η Χαμένη Πόλη του Ζ» δεν χαρακτηρίζεται ως μια αποτυχημένη ταινία, αφού είναι πλούσια σε ομορφιά, νοήματα και αξιόλογες ερμηνείες. Ο Τσάρλι Χάναμ, κάλος ως Φόσετ, φαίνεται ξεκάθαρα ότι έχει χτίσει τον χαρακτήρα του από την αρχή μέχρι το τέλος, υποδύοντας τον όχι μόνο ως ένα δυναμικό εξερευνητή αλλά κι ως έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να ξεφύγει από τις εμμονές του. Σε δυο καθαρά υποστηρικτικούς ρόλους, η Σιένα Μίλερ και ο νέος Spiderman Τομ Χόλαντ κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν εκμεταλλευόμενοι όλες τις συνθήκες που τους παρέχει το σενάριο. Ενώ ο Ρόμπερτ Πάτινσον, καλύτερος από όλους, προσφέρει μια εκπληκτικά ωραία και συγκρατημένη ερμηνεία ως ο πιστός και συμπαθητικός σύντροφος του Φόσετ. Όλα τα προαναφερόμενα στο σύνολό τους φτιάχνουν μια όμορφα δημιουργημένη ταινία που ίσως αξίζει να δει κάποιος για την υπέροχη κατασκευή της, αλλά η ιστορία της δεν συγχωνεύεται ποτέ σε κάτι το μοναδικό ή εντελώς πρωτότυπο.
Με τις πρώτες εικόνες της «Χαμένης Πόλης του Ζ» να μοιάζουν ντεμοντέ, σαν να έχουν ξεπηδήσει από μια διαφορετική εποχή, ο κινηματογραφιστής Ντάριους Κόντζι ακολουθεί μια οπτική ιδέα που μοιάζει με ένα ζωντανό βιβλίο ιστορίας. Πριν η ταινία αποκαλύψει τις αφηγηματικές φιλοδοξίες της, ο Γκρέι σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός αουτσάιντερ σε ένα χρυσό πλαίσιο παρουσιάζοντας τόσο την ομορφιά όσο και τη φρίκη στη μεγάλη οθόνη. Καταγράφει την πορεία μιας ερεθιστικής εξερεύνησης που μεταφέρει τον πρωταγωνιστή του ανάμεσα σε δύο ηπείρους σε μια εποχή που ο κόσμος βρίσκεται σε κατάσταση αναταραχής. Πριν ο Φόσετ βρει την αληθινή του μοίρα, ο Γκρέι, ως προσεκτικός χρονικογράφος, επιλέγει να διηγηθεί μια δική του εκδοχή του μύθου, ασχολούμενος τόσο με το ανθρώπινο, ον όσο και με τη κοινωνική δομή μέσα στην οποία κινούνται. Από το πρώτο κιόλας λεπτό, σαν θεατής είσαι σίγουρος ότι αυτό το ταξίδι θα είναι γεμάτο περιπέτεια κι εξερευνητικό πνεύμα. Δυστυχώς, όμως, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι…
Το λάθος του Γκρέι που στερεί πόντους στο τόλμημα του είναι ότι από ένα σημείο και μετά αρχίζει να ασχολείται με την εμμονή ενός ανθρώπου, χωρίς όμως να την μπερδεύει καταλλήλως με το κοινωνικό περιβάλλον ή το ιστορικό υπόβαθρο της πλοκής. Παραμένοντας πάντα στην πλευρά του υποτιθέμενου ήρωα, ο σκηνοθέτης μοιάζει να χάνει τον στόχο του και δεν αφήνει την ταινία του να ανασάνει. Απεικονίζοντας την ηρωική αναζήτηση ενός χαμένου πολιτισμού από απόσταση, φορτώνει την ταινία με σκηνές οι οποίες είναι πιθανώς πραγματικά περίπλοκες και θεαματικές, αλλά δεν έχουν σημασία για την πραγματική δράση ούτε για την ανάπτυξη των χαρακτήρων. Αυτό συμβαίνει γιατί ο λόγος που ο Φόσετ ξεκινά το ταξίδι του δεν έχει αναπτυχθεί σωστά. Δεν πηγάζει από ένα υπερβολικά ισχυρό όραμα, του οποίου η εξουσία καθορίζει εντελώς τη δράση του πρωταγωνιστή. Πηγάζει από την ελπίδα ότι κάποια στιγμή η αναζήτηση θα δημιουργήσει ένα τέτοιο όραμα. Ως εκ τούτου, το ενδιαφέρον και τα συναισθήματα για τα όσα διαδραματίζονται στη οθόνη αλλάζουν από λεπτό σε λεπτό στο μυαλό του θεατή.
Ακόμα και έτσι, το «Η Χαμένη Πόλη του Ζ» δεν χαρακτηρίζεται ως μια αποτυχημένη ταινία, αφού είναι πλούσια σε ομορφιά, νοήματα και αξιόλογες ερμηνείες. Ο Τσάρλι Χάναμ, κάλος ως Φόσετ, φαίνεται ξεκάθαρα ότι έχει χτίσει τον χαρακτήρα του από την αρχή μέχρι το τέλος, υποδύοντας τον όχι μόνο ως ένα δυναμικό εξερευνητή αλλά κι ως έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να ξεφύγει από τις εμμονές του. Σε δυο καθαρά υποστηρικτικούς ρόλους, η Σιένα Μίλερ και ο νέος Spiderman Τομ Χόλαντ κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν εκμεταλλευόμενοι όλες τις συνθήκες που τους παρέχει το σενάριο. Ενώ ο Ρόμπερτ Πάτινσον, καλύτερος από όλους, προσφέρει μια εκπληκτικά ωραία και συγκρατημένη ερμηνεία ως ο πιστός και συμπαθητικός σύντροφος του Φόσετ. Όλα τα προαναφερόμενα στο σύνολό τους φτιάχνουν μια όμορφα δημιουργημένη ταινία που ίσως αξίζει να δει κάποιος για την υπέροχη κατασκευή της, αλλά η ιστορία της δεν συγχωνεύεται ποτέ σε κάτι το μοναδικό ή εντελώς πρωτότυπο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου