Συμβαδίζοντας με το πνεύμα των καιρών, η Disney συνεχίζει να μετατρέπει σε live-action εκδοχές τα αριστουργήματα κινουμένων σχεδίων της. Μετά την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», το «Maleficent», τη «Σταχτοπούτα» και το «Βιβλίο της Ζούγκλας», σειρά τώρα έχει το ορόσημο του στούντιο, η «Πεντάμορφη και το Τέρας».
Το να γράψω τη γνώμη μου σχετικά με τη νέα έκδοση του «Η Πεντάμορφη και το Τέρας» είναι ένα δύσκολο πράγμα. Πρώτον, η νοσταλγία που νιώθεις παρακολουθώντας την σε επηρεάζει από την πρώτη μουσική νότα. Η συγκεκριμένη ταινία έχει τραγουδιστεί κι αγαπηθεί περισσότερο από κάθε άλλη σε όλο τον κόσμο. Είναι η πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων που προτάθηκε για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, και η πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων που έγινε μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ. Έχει κερδίσει Όσκαρ, Γκράμι και Τόνι και βρίσκεται σε πολλές λίστες του Αμερικανικού Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Επομένως μια ιστορία τόσο αγαπητή διαθέτει εκ των πραγμάτων μια δυναμική. Πρέπει να παραδεχτώ επίσης ότι ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια πραγματική οπτική πανδαισία. Το ήσυχο χωριό, το τρομακτικό κάστρο, ο πανέμορφος κήπος, τα όμορφα κι επιβλητικά φορέματα. Η τέχνη που δαπανήθηκε στον σχεδιασμό και τη φυσική δημιουργία κάθε ενιαίου συνόλου, κοστουμιού και χαρακτήρα είναι εντυπωσιακή. Είναι σαφές ότι όλα όσα δημιουργήθηκαν είναι μελετημένα και κατασκευασμένα με τη μέγιστη προσοχή και με απαράμιλλο πάθος.
Και όμως, παρά την άψογη όψη της ταινίας και την ύπαρξη κάποιας νοσταλγικής γοητείας, είναι προφανές ότι η κινούμενη με τη ζωντανή κινηματογραφική εκδοχή είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους. Χρησιμοποιώντας ξεδιάντροπα την παρακαταθήκη του αρχικού, ανακύπτει ξανά το ίδιο πρόβλημα που συναντάμε σε όλες αυτές τις επαναδιατυπώσεις. Τι καινούργιο μπορείς να προσθέσεις για να δικαιολογήσεις μια νέα έκδοση; Και εδώ είναι που οι σεναριογράφοι δεν τα καταφέρνουν καλά, αφού το μεγαλύτερο έγκλημα του έργου είναι ότι δεν προσφέρει εκπλήξεις για τους θεατές. Αντιθέτως, παραμένοντας πιστή στην ιστορία, στα γνωστά τραγούδια, στα ίδια λόγια, ακόμα και στην τοποθέτηση της κάμερας, αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι σε ένα μουσείο όπου τα πάντα φαίνονται μεγάλα κι επιβλητικά, αλλά χωρίς κάποια συναισθηματική απήχηση. Τα καινούργια τραγούδια της ταινίας καταρρέουν, λίγες νέες σκηνές εδώ κι εκεί προσφέρουν ελάχιστα ως προς την ουσία και όλα μαζί δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τα επιπλέον 40 λεπτά διάρκειας σε σχέση με το πρωτότυπο. Οι συντελεστές του έργου είναι σαν να φοβόντουσαν να καταστρέψουν την -ομολογουμένως τεράστια- κληρονομιά.
Μην μπορώντας να φέρει κάτι άλλο στο τραπέζι, το φιλμ μοιάζει να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ενδιαφέρον για την πρωταγωνίστρια και από ανόητες ειδήσεις (είναι ο χαρακτήρες του LeFou ομοφυλόφιλος;) που κυκλοφορούν στον τύπο. Όποια κι αν είναι τα κίνητρα του, το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι τίποτε άλλο από ένα χαλαρό, χωρίς έμπνευση ριμέικ από δεύτερο χέρι. Αν αγαπάτε το πρωτότυπο, προσπεράστε το.
Το να γράψω τη γνώμη μου σχετικά με τη νέα έκδοση του «Η Πεντάμορφη και το Τέρας» είναι ένα δύσκολο πράγμα. Πρώτον, η νοσταλγία που νιώθεις παρακολουθώντας την σε επηρεάζει από την πρώτη μουσική νότα. Η συγκεκριμένη ταινία έχει τραγουδιστεί κι αγαπηθεί περισσότερο από κάθε άλλη σε όλο τον κόσμο. Είναι η πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων που προτάθηκε για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, και η πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων που έγινε μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ. Έχει κερδίσει Όσκαρ, Γκράμι και Τόνι και βρίσκεται σε πολλές λίστες του Αμερικανικού Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Επομένως μια ιστορία τόσο αγαπητή διαθέτει εκ των πραγμάτων μια δυναμική. Πρέπει να παραδεχτώ επίσης ότι ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια πραγματική οπτική πανδαισία. Το ήσυχο χωριό, το τρομακτικό κάστρο, ο πανέμορφος κήπος, τα όμορφα κι επιβλητικά φορέματα. Η τέχνη που δαπανήθηκε στον σχεδιασμό και τη φυσική δημιουργία κάθε ενιαίου συνόλου, κοστουμιού και χαρακτήρα είναι εντυπωσιακή. Είναι σαφές ότι όλα όσα δημιουργήθηκαν είναι μελετημένα και κατασκευασμένα με τη μέγιστη προσοχή και με απαράμιλλο πάθος.
Και όμως, παρά την άψογη όψη της ταινίας και την ύπαρξη κάποιας νοσταλγικής γοητείας, είναι προφανές ότι η κινούμενη με τη ζωντανή κινηματογραφική εκδοχή είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους. Χρησιμοποιώντας ξεδιάντροπα την παρακαταθήκη του αρχικού, ανακύπτει ξανά το ίδιο πρόβλημα που συναντάμε σε όλες αυτές τις επαναδιατυπώσεις. Τι καινούργιο μπορείς να προσθέσεις για να δικαιολογήσεις μια νέα έκδοση; Και εδώ είναι που οι σεναριογράφοι δεν τα καταφέρνουν καλά, αφού το μεγαλύτερο έγκλημα του έργου είναι ότι δεν προσφέρει εκπλήξεις για τους θεατές. Αντιθέτως, παραμένοντας πιστή στην ιστορία, στα γνωστά τραγούδια, στα ίδια λόγια, ακόμα και στην τοποθέτηση της κάμερας, αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι σε ένα μουσείο όπου τα πάντα φαίνονται μεγάλα κι επιβλητικά, αλλά χωρίς κάποια συναισθηματική απήχηση. Τα καινούργια τραγούδια της ταινίας καταρρέουν, λίγες νέες σκηνές εδώ κι εκεί προσφέρουν ελάχιστα ως προς την ουσία και όλα μαζί δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τα επιπλέον 40 λεπτά διάρκειας σε σχέση με το πρωτότυπο. Οι συντελεστές του έργου είναι σαν να φοβόντουσαν να καταστρέψουν την -ομολογουμένως τεράστια- κληρονομιά.
Μην μπορώντας να φέρει κάτι άλλο στο τραπέζι, το φιλμ μοιάζει να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ενδιαφέρον για την πρωταγωνίστρια και από ανόητες ειδήσεις (είναι ο χαρακτήρες του LeFou ομοφυλόφιλος;) που κυκλοφορούν στον τύπο. Όποια κι αν είναι τα κίνητρα του, το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι τίποτε άλλο από ένα χαλαρό, χωρίς έμπνευση ριμέικ από δεύτερο χέρι. Αν αγαπάτε το πρωτότυπο, προσπεράστε το.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου