Η σειρά φαινόμενο της δεκαετίας του 1990 αποτελεί μια ένοχη απόλαυση για όσους την παρακολουθούσαν. Από το τραγούδι «I`m Always Here» του Τζίμι Τζέιμισον μέχρι τα κόκκινα μαγιό, η σειρά «Baywatch» έχει αποκτήσει ένα εικονικό cult-status που σπάνια φεύγει από τη μνήμη όταν μιλάς για τηλεοπτικές σειρές που σημάδεψαν γενιές. Εκμεταλλευόμενοι τη νοσταλγική διάθεση που χαρακτηρίζει την εποχή, ο σκηνοθέτης Σεθ Γκόρντον και οι σεναριογράφοι Ντέμιαν Σάνον και Μαρκ Σουίφτ, συνδυάζοντας αυτές τις κωμικές αναμνήσεις, αναβιώνουν τη σειρά, με όλες τις κιτς και μη πτυχές της. Με ένα πρωτοκλασάτο καστ, πολλούς χορηγούς και μια εξαιρετικά στιλιστική παραγωγή, το «Baywatch» επιστρέφει στις κινηματογραφικές αυτή την φορά οθόνες μας ως μια -ο θεός να την κάνει- κωμωδία με σατιρική διάθεση.
Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η τηλεοπτική σειρά είχε πολλές, αλλά όχι ολοκληρωμένες ιδέες. Είχε υποπλοκές αλλά καμία ξεκάθαρη ιστορία. Υπήρχαν βρεγμένοι σέξι άνδρες και γυναίκες, πολλή δράση, χαλαρά λόγια και αυτο-ειρωνεία, όχι όμως και αξιόπιστοι πολυδιάστατοι χαρακτήρες. Γεγονός που από μόνο του δυσχεραίνει τη μεταφορά στον κινηματογράφο. Ακόμα όμως και με αυτό το ελαφρυντικό, τίποτα δεν σε προετοιμάζει για αυτό που θα δεις. Το μεγαλύτερο ερώτημα που προκαλεί η θέαση της, κατά τη διάρκεια των υπερβολικών 119 λεπτών της, είναι: σε ποιον απευθύνεται; Η ιδέα να «μετατρέψεις» την αρχική ύλη σε κάτι πιο χιουμοριστικό και, γιατί όχι, πιο ρεαλιστικό, αποτίνοντας παράλληλα έναν φόρο τιμής, ακούγεται αρχικά αρκετά ελκυστική. Το τελικό αποτέλεσμα όμως δεν είναι τίποτε άλλο από μια κατωτάτης ποιότητας παρωδία που αμαυρώνει τον τίτλο της. Σεναριακά, το «Baywatch» ακολουθεί την κλασική πεπατημένη αναβιώνοντας τις καλοκαιρινές κωμωδίες των τελευταίων είκοσι χρόνων. Όλοι οι χαρακτήρες, οι λεπτομέρειες, οι ανατροπές και τα καλαμπούρια που έχουν χρησιμοποιηθεί ποτέ και με κάποιο τρόπο συνέβαλαν στην επιτυχία οποιασδήποτε ταινίας ρίχνονται τυχαία μαζί, χωρίς αγάπη, απλώς για να διεκπεραιώσουν τη δουλειά τους.
Η πλοκή του έργου είναι μια που την έχουμε δει χίλιες φορές και αφορά λαθρεμπόρους ναρκωτικών, οι οποίοι κάνουν το έδαφος των ηρώων μας επικίνδυνο. Εξίσου ανέμπνευστο είναι και το χιούμορ της, αφού η χρήση της λέξης fuck, οι συνομιλίες για τους μπάτσους και τα αστεία με πέη που είναι κολλημένα σε καρέκλες παραλίας αποκαλύπτουν οδυνηρά πόσο λίγο οι κατασκευαστές του ασχολήθηκαν με το να βρουν δημιουργικές χιουμοριστικές ιδέες. Θέλει να είναι μια ανεξέλεγκτη και χονδροειδής πρωτότυπη κωμωδία, αλλά στην πραγματικότητα δεν ξεφεύγει ούτε στιγμή από τον κανόνα. Μέσα σε όλο αυτό τον αχταρμά, οι ηθοποιοί κάνουν κακή δουλειά. Ναι δεν έχουν κείμενο και χαρακτήρες να υποδυθούν, αλλά…ας μην έπαιζαν! Ο Ντουέιν Τζόνσον περιορίζεται στα δύο πρόσωπα που κυριαρχούν στις εκφράσεις του: χαμογελαστός και θυμωμένος. Ο Τζον Μπας είναι γελοίος. Οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι ανύπαρκτοι, σε βαθμό που η έλλειψη σκηνών του χαρακτήρα που υποδύεται η Πριγιάνκα Τσόπρα να αποτελεί σπαζοκεφαλιά. Μόνο ο Ζακ Έφρον προσπαθεί και βγαίνει αλώβητος.
Αυτό που όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε και που αποτελεί ελαφρυντικό είναι ότι πρόκειται για μια καλοκαιρινή κωμωδία. Κάθε γραμμή από τα παραπάνω μπορεί επίσης να ισχύει σε αμέτρητες άλλες ταινίες αυτού του διαμετρήματος. Εκείνοι που απολαμβάνουν αυτού του είδους το χιούμορ και τις ταινίες θα διασκεδάσουν με αυτή την κινηματογραφική επίθεση από γελοίους μύες. Ο λόγος που το έργο του Γκόρντον τοποθετείται στις κάτω του μέσου όρου ταινίες είναι το γεγονός ότι το «Baywatch» είναι ακριβώς αυτό που περιμένεις πριν καν το δεις. Μια ξεπερασμένη καλοκαιρινή κωμωδία, χωρίς τις δικές της ιδέες και εντελώς υπερβολικούς χαρακτήρες. Μια ταινία που κανείς δεν χρειάζεται πραγματικά, και που ούτε οπαδοί του πρωτότυπου, ούτε φίλοι πραγματικών κωμωδιών θα απολαύσουν.
Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η τηλεοπτική σειρά είχε πολλές, αλλά όχι ολοκληρωμένες ιδέες. Είχε υποπλοκές αλλά καμία ξεκάθαρη ιστορία. Υπήρχαν βρεγμένοι σέξι άνδρες και γυναίκες, πολλή δράση, χαλαρά λόγια και αυτο-ειρωνεία, όχι όμως και αξιόπιστοι πολυδιάστατοι χαρακτήρες. Γεγονός που από μόνο του δυσχεραίνει τη μεταφορά στον κινηματογράφο. Ακόμα όμως και με αυτό το ελαφρυντικό, τίποτα δεν σε προετοιμάζει για αυτό που θα δεις. Το μεγαλύτερο ερώτημα που προκαλεί η θέαση της, κατά τη διάρκεια των υπερβολικών 119 λεπτών της, είναι: σε ποιον απευθύνεται; Η ιδέα να «μετατρέψεις» την αρχική ύλη σε κάτι πιο χιουμοριστικό και, γιατί όχι, πιο ρεαλιστικό, αποτίνοντας παράλληλα έναν φόρο τιμής, ακούγεται αρχικά αρκετά ελκυστική. Το τελικό αποτέλεσμα όμως δεν είναι τίποτε άλλο από μια κατωτάτης ποιότητας παρωδία που αμαυρώνει τον τίτλο της. Σεναριακά, το «Baywatch» ακολουθεί την κλασική πεπατημένη αναβιώνοντας τις καλοκαιρινές κωμωδίες των τελευταίων είκοσι χρόνων. Όλοι οι χαρακτήρες, οι λεπτομέρειες, οι ανατροπές και τα καλαμπούρια που έχουν χρησιμοποιηθεί ποτέ και με κάποιο τρόπο συνέβαλαν στην επιτυχία οποιασδήποτε ταινίας ρίχνονται τυχαία μαζί, χωρίς αγάπη, απλώς για να διεκπεραιώσουν τη δουλειά τους.
Η πλοκή του έργου είναι μια που την έχουμε δει χίλιες φορές και αφορά λαθρεμπόρους ναρκωτικών, οι οποίοι κάνουν το έδαφος των ηρώων μας επικίνδυνο. Εξίσου ανέμπνευστο είναι και το χιούμορ της, αφού η χρήση της λέξης fuck, οι συνομιλίες για τους μπάτσους και τα αστεία με πέη που είναι κολλημένα σε καρέκλες παραλίας αποκαλύπτουν οδυνηρά πόσο λίγο οι κατασκευαστές του ασχολήθηκαν με το να βρουν δημιουργικές χιουμοριστικές ιδέες. Θέλει να είναι μια ανεξέλεγκτη και χονδροειδής πρωτότυπη κωμωδία, αλλά στην πραγματικότητα δεν ξεφεύγει ούτε στιγμή από τον κανόνα. Μέσα σε όλο αυτό τον αχταρμά, οι ηθοποιοί κάνουν κακή δουλειά. Ναι δεν έχουν κείμενο και χαρακτήρες να υποδυθούν, αλλά…ας μην έπαιζαν! Ο Ντουέιν Τζόνσον περιορίζεται στα δύο πρόσωπα που κυριαρχούν στις εκφράσεις του: χαμογελαστός και θυμωμένος. Ο Τζον Μπας είναι γελοίος. Οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι ανύπαρκτοι, σε βαθμό που η έλλειψη σκηνών του χαρακτήρα που υποδύεται η Πριγιάνκα Τσόπρα να αποτελεί σπαζοκεφαλιά. Μόνο ο Ζακ Έφρον προσπαθεί και βγαίνει αλώβητος.
Αυτό που όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε και που αποτελεί ελαφρυντικό είναι ότι πρόκειται για μια καλοκαιρινή κωμωδία. Κάθε γραμμή από τα παραπάνω μπορεί επίσης να ισχύει σε αμέτρητες άλλες ταινίες αυτού του διαμετρήματος. Εκείνοι που απολαμβάνουν αυτού του είδους το χιούμορ και τις ταινίες θα διασκεδάσουν με αυτή την κινηματογραφική επίθεση από γελοίους μύες. Ο λόγος που το έργο του Γκόρντον τοποθετείται στις κάτω του μέσου όρου ταινίες είναι το γεγονός ότι το «Baywatch» είναι ακριβώς αυτό που περιμένεις πριν καν το δεις. Μια ξεπερασμένη καλοκαιρινή κωμωδία, χωρίς τις δικές της ιδέες και εντελώς υπερβολικούς χαρακτήρες. Μια ταινία που κανείς δεν χρειάζεται πραγματικά, και που ούτε οπαδοί του πρωτότυπου, ούτε φίλοι πραγματικών κωμωδιών θα απολαύσουν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου