Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Baywatch [0.5/5]

Η σειρά φαινόμενο της δεκαετίας του 1990 αποτελεί μια ένοχη απόλαυση για όσους την παρακολουθούσαν. Από το τραγούδι «I`m Always Here» του Τζίμι Τζέιμισον μέχρι τα κόκκινα μαγιό, η σειρά «Baywatch» έχει αποκτήσει ένα εικονικό cult-status που σπάνια φεύγει από τη μνήμη όταν μιλάς για τηλεοπτικές σειρές που σημάδεψαν γενιές. Εκμεταλλευόμενοι τη νοσταλγική διάθεση που χαρακτηρίζει την εποχή, ο σκηνοθέτης Σεθ Γκόρντον και οι σεναριογράφοι Ντέμιαν Σάνον και Μαρκ Σουίφτ, συνδυάζοντας αυτές τις κωμικές αναμνήσεις, αναβιώνουν τη σειρά, με όλες τις κιτς και μη πτυχές της. Με ένα πρωτοκλασάτο καστ, πολλούς χορηγούς και μια εξαιρετικά στιλιστική παραγωγή, το «Baywatch» επιστρέφει στις κινηματογραφικές αυτή την φορά οθόνες μας ως μια -ο θεός να την κάνει- κωμωδία με σατιρική διάθεση.

Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η τηλεοπτική σειρά είχε πολλές, αλλά όχι ολοκληρωμένες ιδέες. Είχε υποπλοκές αλλά καμία ξεκάθαρη ιστορία. Υπήρχαν βρεγμένοι σέξι άνδρες και γυναίκες, πολλή δράση, χαλαρά λόγια και αυτο-ειρωνεία, όχι όμως και αξιόπιστοι πολυδιάστατοι χαρακτήρες. Γεγονός που από μόνο του δυσχεραίνει τη μεταφορά στον κινηματογράφο. Ακόμα όμως και με αυτό το ελαφρυντικό, τίποτα δεν σε προετοιμάζει για αυτό που θα δεις. Το μεγαλύτερο ερώτημα που προκαλεί η θέαση της, κατά τη διάρκεια των υπερβολικών 119 λεπτών της, είναι: σε ποιον απευθύνεται; Η ιδέα να «μετατρέψεις» την αρχική ύλη σε κάτι πιο χιουμοριστικό και, γιατί όχι, πιο ρεαλιστικό, αποτίνοντας παράλληλα έναν φόρο τιμής, ακούγεται αρχικά αρκετά ελκυστική. Το τελικό αποτέλεσμα όμως δεν είναι τίποτε άλλο από μια κατωτάτης ποιότητας παρωδία που αμαυρώνει τον τίτλο της. Σεναριακά, το «Baywatch» ακολουθεί την κλασική πεπατημένη αναβιώνοντας τις καλοκαιρινές κωμωδίες των τελευταίων είκοσι χρόνων. Όλοι οι χαρακτήρες, οι λεπτομέρειες, οι ανατροπές και τα καλαμπούρια που έχουν χρησιμοποιηθεί ποτέ και με κάποιο τρόπο συνέβαλαν στην επιτυχία οποιασδήποτε ταινίας ρίχνονται τυχαία μαζί, χωρίς αγάπη, απλώς για να διεκπεραιώσουν τη δουλειά τους.

Η πλοκή του έργου είναι μια που την έχουμε δει χίλιες φορές και αφορά λαθρεμπόρους ναρκωτικών, οι οποίοι κάνουν το έδαφος των ηρώων μας επικίνδυνο. Εξίσου ανέμπνευστο είναι και το χιούμορ της, αφού η χρήση της λέξης fuck, οι συνομιλίες για τους μπάτσους και τα αστεία με πέη που είναι κολλημένα σε καρέκλες παραλίας αποκαλύπτουν οδυνηρά πόσο λίγο οι κατασκευαστές του ασχολήθηκαν με το να βρουν δημιουργικές χιουμοριστικές ιδέες. Θέλει να είναι μια ανεξέλεγκτη και χονδροειδής πρωτότυπη κωμωδία, αλλά στην πραγματικότητα δεν ξεφεύγει ούτε στιγμή από τον κανόνα. Μέσα σε όλο αυτό τον αχταρμά, οι ηθοποιοί κάνουν κακή δουλειά. Ναι δεν έχουν κείμενο και χαρακτήρες να υποδυθούν, αλλά…ας μην έπαιζαν! Ο Ντουέιν Τζόνσον περιορίζεται στα δύο πρόσωπα που κυριαρχούν στις εκφράσεις του: χαμογελαστός και θυμωμένος. Ο Τζον Μπας είναι γελοίος. Οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι ανύπαρκτοι, σε βαθμό που η έλλειψη σκηνών του χαρακτήρα που υποδύεται η Πριγιάνκα Τσόπρα να αποτελεί σπαζοκεφαλιά. Μόνο ο Ζακ Έφρον προσπαθεί και βγαίνει αλώβητος.

Αυτό που όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε και που αποτελεί ελαφρυντικό είναι ότι πρόκειται για μια καλοκαιρινή κωμωδία. Κάθε γραμμή από τα παραπάνω μπορεί επίσης να ισχύει σε αμέτρητες άλλες ταινίες αυτού του διαμετρήματος. Εκείνοι που απολαμβάνουν αυτού του είδους το χιούμορ και τις ταινίες θα διασκεδάσουν με αυτή την κινηματογραφική επίθεση από γελοίους μύες. Ο λόγος που το έργο του Γκόρντον τοποθετείται στις κάτω του μέσου όρου ταινίες είναι το γεγονός ότι το «Baywatch» είναι ακριβώς αυτό που περιμένεις πριν καν το δεις. Μια ξεπερασμένη καλοκαιρινή κωμωδία, χωρίς τις δικές της ιδέες και εντελώς υπερβολικούς χαρακτήρες. Μια ταινία που κανείς δεν χρειάζεται πραγματικά, και που ούτε οπαδοί του πρωτότυπου, ούτε φίλοι πραγματικών κωμωδιών θα απολαύσουν.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

The Amazing Spider-Man [3/5]

Reboot. Σε κινηματογραφικούς όρους ισοδυναμεί με την εν μέρει ή και ολική απόρριψη μιας υπάρχουσας ταινίας ή σειράς ταινιών και την επανεκκίνηση της με καινούργιες ιδέες, ιστορίες ή στυλ αφήγησης. Αλλιώς «πώς να βγάλουμε περισσότερα λεφτά», κάτι που δυστυχώς για το The Amazing Spider-Man τείνει να κλίνει προς, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν διαθέτει αρετές. Από το 2005 έως το 2011 μόνο, τουλάχιστον καμιά δεκαπενταριά περιπτώσεις reboot έχουν πραγματοποιηθεί ή βρίσκονται στο στάδιο των γυρισμάτων. Κοινά χαρακτηριστικά σε όλες τις περιπτώσεις είναι ότι η όποια αφηγηματική συνέχεια προηγούμενων ταινιών με το ίδιο θέμα σβήνεται, με αποτέλεσμα ένα φρεσκαρισμένο franchise που και θα προσελκύσει ξανά ένα ευρύτερο κοινό και θα είναι και δικαιολογημένο. Και τι εννοώ με αυτό. Ας πάρουμε παράδειγμα το Batman Begins. Μιλάμε για ένα reboot το οποίο από όποια πλευρά και να το δεις, δικαιολογεί την ύπαρξη του. Χρονικά μεσολαβούσαν οκτώ χρόνια από την τελευταία ταινία Batman (το Batman &

Made in Italy ★

Κάποιος είπε κάποτε ότι η “ζωή” είναι αυτό που συμβαίνει όταν δεν περιμένεις κάτι να συμβεί. Και είναι τόσο αλήθεια. Ο ίδιος άνθρωπος όμως μάλλον δεν θα είχε δει ταινίες σαν αυτή, που περιμένεις κάτι να συμβεί αλλά τελικά τίποτα δεν συμβαίνει, και οι ώρες της ζωής σου σπαταλιούνται άσκοπα. Πριν την κριτική, η συγκεκριμένη ταινία απαιτεί να έχουμε κάποιο υπόβαθρο. Στο έργο πρωταγωνιστούν οι Liam Neeson και Micheal Richardson, πατέρας και γιος αντίστοιχα στην πραγματική ζωή. Όλοι γνωρίζουμε ότι το 2009 η Natasha Richardson, γυναίκα του Liam Neeson και μητέρα του Micheal Richardson, έφυγε από τη ζωή καθώς ο τραυματισμός της στο κεφάλι κατά τη διάρκεια ενός συνηθισμένου μαθήματος σκι για αρχαρίους απέβη μοιραίος. Η πλοκή της ταινίας τώρα αφορά έναν πατέρα και γιο που επιστρέφουν στην Ιταλία για να πουλήσουν το σπίτι που κληρονόμησαν από την αείμνηστη σύζυγο και μητέρα αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης της βίλας, θα γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους, βελτιώνοντας τη σχέση τους που

Contraband [1.5/5]

Το «Τελικό Χτύπημα» είναι η κλασσικού τύπου ταινία ληστείας, όπου καθώς προχωράει, τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα και που φυσικά έχουμε ξαναδεί εκατοντάδες φορές. Δεν έχει σημασία, βέβαια, αν μια ταινία «θυμίζει» μια άλλη ή έχει την αίσθηση του γνώριμου. Με βάση ένα κάλο σενάριο όλα αυτά ξεχνιούνται. Αλλά, αλίμονο, εδώ δεν υπάρχει η σωστή βάση, με αποτέλεσμα η ταινία να κατατάσσεται στην κατηγορία «το είδαμε, το ξεχάσαμε». Πρόκειται για μια ταινία δομημένη με μια απλή αρχή, ένα απλό τέλος κι ένα περίπλοκο μεσαίο κομμάτι. Το θέμα, όμως, είναι ότι στις ταινίες με ληστείες, καθώς και στα περισσότερα θρίλερ, ξέρουμε ότι τα πράγματα δεν θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, ίσως κάπου-κάπου να θέλουμε και να δούμε επιπλοκές προκειμένου να παρακολουθήσουμε την ομάδα των χαρακτήρων καθώς θα προσπαθεί να προσαρμοστεί και να τις ξεπεράσει. Το πρόβλημα είναι ότι στο παρόν φιλμ αυτές οι επιπλοκές δεν αισθάνονται τόσο πολύ ως φυσικές, αλλά περισσότερο σαν στοιχεία πλοκής από άλλες τέτοιες ται