Φανταστείτε το «Η Αρπαγή» κωμικό, χωρίς κάποια πραγματική απαγωγή, με μια νότα από «Hangover» και «Γαμπρό της Συμφοράς». Αυτό είναι το «Φοβού τον Πεθερό», η νέα κωμωδία από τον σκηνοθέτη Γκάβιν Βίσεν, η οποία ναι μεν δεν κερδίζει πόντους για την καινοτομία της, αλλά διαθέτει κάποια δυναμική χάρη στους δυο πρωταγωνιστές που υποδύονται το παράξενο δίδυμο που εξερευνά τους δρόμους του Λος Άντζελες σε αναζήτηση μιας εξαφανισμένης γυναίκας.
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, το σενάριο του Σεθ Όουεν βάζει το πρωταγωνιστικό ζευγάρι να αντιμετωπίζει μια σειρά από κουλές καταστάσεις και εκκεντρικούς ανθρώπους. Παρόλα αυτά, δεν είναι η ποικιλία των συμβάντων που παρέχουν τα περισσότερα από τα γέλια, αλλά οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους. Επιστρέφοντας στις κωμικές ρίζες τους, τόσο ο Τζ. Κ. Σίμονς όσο και ο Εμίλ Χιρς κάνουν μια αξιέπαινη δουλειά εμφυσώντας ζωή σε μια αναμασημένη ιδέα. Οι δυο τους, αντισταθμίζοντας την έλλειψη πρωτοτυπίας του κειμένου, δημιουργούν μια δυναμική που διατηρεί εστιασμένη την ταινία, ενώ παράλληλα ανυψώνει το χιούμορ της.
Ωστόσο, πέρα από τους δυο τους, δεν υπάρχει κάτι άλλο άξιο αναφοράς. Είναι πραγματικά άξιο απορίας πώς μια τόσο απλή πλοκή δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες της για να διαφοροποιηθεί. Το πρόβλημα της έγκειται στο γεγονός ότι δεν γνωρίζει τι ακριβώς θέλει να είναι. Θέλει να είναι σοβαρή, αλλά θέλει να είναι κι αστεία. Επιζητά να λειτουργήσει συναισθηματικά, αλλά δεν παρέχει αρκετό πλαίσιο έτσι ώστε να υπάρχει κάποιο αντίκτυπο. Επιθυμεί να πει την ιστορία του ενός ήρωα, του άλλου ή και των δυο. Φυσικά, καταλήγει να είναι λίγο απ` όλα και ως εκ τούτου τίποτα απολύτως.
Η -καθόλου επιδεικτική- σκηνοθεσία του Βίσεν προσπαθεί να σώσει την κατασκευή του έργου και να δώσει ζωή στο υλικό, αλλά μάταια. Αυτό που στο τέλος σου μένει είναι ότι είδες μια αδιάφορη ταινία που ξεχνιέται εύκολα.
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, το σενάριο του Σεθ Όουεν βάζει το πρωταγωνιστικό ζευγάρι να αντιμετωπίζει μια σειρά από κουλές καταστάσεις και εκκεντρικούς ανθρώπους. Παρόλα αυτά, δεν είναι η ποικιλία των συμβάντων που παρέχουν τα περισσότερα από τα γέλια, αλλά οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους. Επιστρέφοντας στις κωμικές ρίζες τους, τόσο ο Τζ. Κ. Σίμονς όσο και ο Εμίλ Χιρς κάνουν μια αξιέπαινη δουλειά εμφυσώντας ζωή σε μια αναμασημένη ιδέα. Οι δυο τους, αντισταθμίζοντας την έλλειψη πρωτοτυπίας του κειμένου, δημιουργούν μια δυναμική που διατηρεί εστιασμένη την ταινία, ενώ παράλληλα ανυψώνει το χιούμορ της.
Ωστόσο, πέρα από τους δυο τους, δεν υπάρχει κάτι άλλο άξιο αναφοράς. Είναι πραγματικά άξιο απορίας πώς μια τόσο απλή πλοκή δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες της για να διαφοροποιηθεί. Το πρόβλημα της έγκειται στο γεγονός ότι δεν γνωρίζει τι ακριβώς θέλει να είναι. Θέλει να είναι σοβαρή, αλλά θέλει να είναι κι αστεία. Επιζητά να λειτουργήσει συναισθηματικά, αλλά δεν παρέχει αρκετό πλαίσιο έτσι ώστε να υπάρχει κάποιο αντίκτυπο. Επιθυμεί να πει την ιστορία του ενός ήρωα, του άλλου ή και των δυο. Φυσικά, καταλήγει να είναι λίγο απ` όλα και ως εκ τούτου τίποτα απολύτως.
Η -καθόλου επιδεικτική- σκηνοθεσία του Βίσεν προσπαθεί να σώσει την κατασκευή του έργου και να δώσει ζωή στο υλικό, αλλά μάταια. Αυτό που στο τέλος σου μένει είναι ότι είδες μια αδιάφορη ταινία που ξεχνιέται εύκολα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου