Βασισμένο στο πολυβραβευμένο μυθιστόρημα του Σεμπάστιαν Μπάρι με τον ίδιο τίτλο, η «Μυστική Γραφή» είναι η τελευταία σκηνοθετική δουλειά του έξι φορές υποψήφιου για Όσκαρ Τζιμ Σέρινταν. Θέλοντας να τονίσει την κυριαρχία της εκκλησίας στην Ιρλανδία κατά τη διάρκεια των ετών του Β` Παγκοσμίου Πολέμου, ο ιρλανδός σκηνοθέτης προσπαθεί να σκιαγραφήσει την τοιχογραφία μιας κοινωνίας επηρεασμένης από μια θολή αλήθεια για χρόνια, αλλά δυστυχώς δεν του βγαίνει.
Αν και το έργο διαθέτει μια λαμπερή καλλιτεχνική κομψότητα και μια δυνατή σκηνοθεσία, το όλο εγχείρημα δεν υποστηρίζεται από ένα στιβαρό σενάριο για να το απογειώσει. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της πλοκής είναι ότι σιγά-σιγά, αλλά σταθερά, γλιστρά στο εύκολο μελόδραμα, αφήνοντας σε επιφανειακό κομμάτι την κοινωνική και θρησκευτική πτυχή της εποχής, αφού αποτυγχάνει να την πάει πέρα από την απλή αντίθεση ανάμεσα σε καθολικούς και προτεστάντες. Επιπρόσθετα, χωρίς να θέλω να αποκαλύψω πολλά, ο σκοτεινός χαρακτήρας που βρίσκεται στο επίκεντρο παραμένει υπερβολικά κλειστός στην προσωπική του ευτέλεια, με αποτέλεσμα να υποτιμά επιπλέον το πλαίσιο της ιστορίας. Γεμάτη και με άλλα, πάρα πολλά αδύναμα σημεία, η υπόθεση της καταλήγει να εξελίσσεται ως ένα υπερβολικό ρομάντζο, τόσο αργό σε ρυθμό που χάνει τακτικά την προσοχή μας. Για να γίνουν δε τα πράγματα χειρότερα, μια ανατροπή της τελευταίας στιγμής δεν κάνει τίποτα για να βοηθήσει την επικείμενη μοίρα της ταινίας. Απόλυτα προβλέψιμη στα μισά του έργου, ίσως να εξηγείται καλύτερα στο μυθιστόρημα (δεν το έχω), αλλά εδώ μοιάζει βεβιασμένη κι ανολοκλήρωτη.
Η ταινία του Τζιμ Σέρινταν σώζεται κάπως χάρη στις δύο ηθοποιούς που υποδύονται τον κύριο χαρακτήρα. Από τη μία η Ρούνεϊ Μάρα δίνει ζωή σε μια επιμονή και δυναμική γυναίκα χαρακτηριζόμενη από αντισυμβατικότητα και αποφασιστικότητα να υπερασπιστεί την ζωή της και τα θέλω της. Από την άλλη η τεράστια Βανέσα Ρεντγκρέιβ καταφέρνει να μεταδώσει, κυρίως με τα μάτια της, τη φλόγα του πάθους που καίει μέσα της. Πέρα από αυτές τις δύο, χωρίς να διαθέτει κάποιο ίχνος πρωτοτυπίας, το «Η Μυστική Γραφή» δεν είναι τίποτα άλλο από μια μετριότητα.
Αν και το έργο διαθέτει μια λαμπερή καλλιτεχνική κομψότητα και μια δυνατή σκηνοθεσία, το όλο εγχείρημα δεν υποστηρίζεται από ένα στιβαρό σενάριο για να το απογειώσει. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της πλοκής είναι ότι σιγά-σιγά, αλλά σταθερά, γλιστρά στο εύκολο μελόδραμα, αφήνοντας σε επιφανειακό κομμάτι την κοινωνική και θρησκευτική πτυχή της εποχής, αφού αποτυγχάνει να την πάει πέρα από την απλή αντίθεση ανάμεσα σε καθολικούς και προτεστάντες. Επιπρόσθετα, χωρίς να θέλω να αποκαλύψω πολλά, ο σκοτεινός χαρακτήρας που βρίσκεται στο επίκεντρο παραμένει υπερβολικά κλειστός στην προσωπική του ευτέλεια, με αποτέλεσμα να υποτιμά επιπλέον το πλαίσιο της ιστορίας. Γεμάτη και με άλλα, πάρα πολλά αδύναμα σημεία, η υπόθεση της καταλήγει να εξελίσσεται ως ένα υπερβολικό ρομάντζο, τόσο αργό σε ρυθμό που χάνει τακτικά την προσοχή μας. Για να γίνουν δε τα πράγματα χειρότερα, μια ανατροπή της τελευταίας στιγμής δεν κάνει τίποτα για να βοηθήσει την επικείμενη μοίρα της ταινίας. Απόλυτα προβλέψιμη στα μισά του έργου, ίσως να εξηγείται καλύτερα στο μυθιστόρημα (δεν το έχω), αλλά εδώ μοιάζει βεβιασμένη κι ανολοκλήρωτη.
Η ταινία του Τζιμ Σέρινταν σώζεται κάπως χάρη στις δύο ηθοποιούς που υποδύονται τον κύριο χαρακτήρα. Από τη μία η Ρούνεϊ Μάρα δίνει ζωή σε μια επιμονή και δυναμική γυναίκα χαρακτηριζόμενη από αντισυμβατικότητα και αποφασιστικότητα να υπερασπιστεί την ζωή της και τα θέλω της. Από την άλλη η τεράστια Βανέσα Ρεντγκρέιβ καταφέρνει να μεταδώσει, κυρίως με τα μάτια της, τη φλόγα του πάθους που καίει μέσα της. Πέρα από αυτές τις δύο, χωρίς να διαθέτει κάποιο ίχνος πρωτοτυπίας, το «Η Μυστική Γραφή» δεν είναι τίποτα άλλο από μια μετριότητα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου