Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Logan [2.5/5]

Πίσω στο 2000, ένας ψιλο-άγνωστος Χιου Τζάκμαν αναλαμβάνει τον ρόλο του Γούλβεριν στην πρώτη μεταφορά στην μεγάλη οθόνη της σειράς κόμικς της Marvel, «X-Men». Από εκείνη τη στιγμή θα επαναλάβει τον ρόλο του σε κάθε X-Men, αλλά και σε κάθε spin-off. Δεκαεπτά χρόνια μετά, ο διάσημος αυστραλός ηθοποιός, θέλοντας να κρεμάσει τον αδαμάντιο σκελετό του, ερμηνεύει για τελευταία φορά τον διάσημο υπερήρωα στο άνισο «Logan» του Τζέιμς Μάνγκολντ.

Η πλοκή του έργου λαμβάνει χώρα κατά το έτος 2029, όπου οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, μεταλλαγμένοι έχουν αφανιστεί. Οι μόνοι που υπάρχουν από το αρχικό κινηματογραφικό σύμπαν είναι ο Γούλβεριν και ο Τσαρλς Φράνσις Εξέβιερ, γνωστός και ως Καθηγητής Χ. Αλλά κι αυτοί δεν είναι οι ίδιοι. Ο πρώτος είναι σωματικά και ψυχολογικά ηττημένος και ο δεύτερος ένας συνεχώς ναρκωμένος και κλειδωμένος σε ένα πύργο νερού ηλικιωμένος κύριος που πάσχει από ανία. Σε αυτή την υπαρξιακή πικρία και λύπη εμφανίζεται μια νεαρή κοπέλα, η Λόρα, η οποία θα αλλάξει τα πάντα.

Οι δύο πρώτες πράξεις του «Logan» είναι καλύτερες από οποιαδήποτε άλλη stand-alone ταινία με τον Γούλβεριν. Τοποθετημένη κάπου μεταξύ ενός αμερικανικού road movie και μιας ταινίας δράσης στο ύφος του «Leon», το έργο του Μάνγκολντ είναι γεμάτο αίμα, βία και οτιδήποτε άλλο μπορεί να περιμένετε. Ταυτόχρονα, δεν είναι μια συνηθισμένη ταινία με σούπερ ήρωες. Έχοντας ως βάση την ιστορία «Old Man Logan», γραμμένη από τον Μαρκ Μίλαρ και εικονογραφημένη από τον Στιβ Μνίβεν, διαθέτει περισσότερο βάθος καταφέρνοντας να μιλήσει για τις ατέλειες που συνδέονται με την αύξηση της ηλικίας και το πώς μπορεί να καταστραφεί ο κόσμος αν αναπτυχθεί με βάση μια σπασμένη κοινωνία. Ενσωματώνοντας ένα σκοτεινό ύφος που ταιριάζει απόλυτα σε αυτή την ιστορία, η ταινία δεν είναι ανάλαφρή. Είναι ωμή και θαρραλέα. Αποκλίνει από τα συνηθισμένα για να γίνει κάτι νέο και μοναδικό. Όχι μόνο γίνεται η πιο γειωμένη ταινία Γούλβεριν, αλλά και η πιο γειωμένη X-Men ταινία. Όλα αυτά όμως μέχρι το τέλος της δεύτερης πράξης…

Πολλά πράγματα συμβαίνουν τη στιγμή που η ταινία προσανατολίζεται προς τα συναισθήματα του κοινού. Αλλάζοντας δραματικά τον τόνο από κάτι σκοτεινό και ώριμο σε κάτι καθαρά ανόητο, το τελευταίο μέρος σε πετάει εντελώς έξω χωρίς να είσαι σε θέση να το συγχωρέσεις ακόμα κι όταν προσπαθεί να επανορθώσει. Καταρχάς, από τη στιγμή που εισάγεται στο φιλμ ο χαρακτήρας του X-24, το έργο μετατρέπεται σε μια μεταλλαγμένη κακή έκδοση της σειράς ταινιών «Εξολοθρευτής». Δεν θα πω περισσότερα για να μη σας το χαλάσω, αλλά η εισαγωγή του συγκεκριμένου χαρακτήρα γεμίζει την άλλοτε καλά θεμελιωμένη ταινία με συμπτώσεις που την εξασθενίζουν. Κατά δεύτερον, ο αγώνας του πρωταγωνιστή με τη μεταλλαγμένη ταυτότητά του (κάτι που εξερευνάται τακτικά από το «X-Men» του 2000) αποδεικνύεται ιδιαίτερα αναποτελεσματικός. Οι σεναριογράφοι μπορεί να μας έχουν δώσει έναν διαφορετικό Γούλβεριν, αλλά ένα εύκολο τέχνασμα στο τρίτο μέρος, που μόνο σκοπό έχει την προώθηση της πλοκής, επηρεάζει τη σχέση μεταξύ εκείνου και της μικρής πρωταγωνίστριας δημιουργώντας μια έλλειψη χημείας που επιδρά στα πάντα αρνητικά. Το μεγαλύτερο της πλήγμα είναι ότι δημιουργεί μια έλλειψη συναισθηματικού δεσίματος, αφού πλέον η σχέση τους αντιμετωπίζεται από εμάς το κοινό, απλά ως ένας βολικά δραματικός μηχανισμός.

Τέλος, οι οπαδοί του franchise X-Men έχουν αναπτύξει έναν στενό δεσμό με Γούλβεριν του Χιου Τζάκμαν. Καθώς πρόκειται για την τελευταία ταινία του, θα περίμενε κανείς ένα καταληκτικό αντίο με πραγματική απήχηση. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Το φιλμ του Μάνγκολντ χάνει τη δυναμική που έχει χτίσει με την ιστορία, τις σκηνές δράσης και τους χαρακτήρες, με έναν επίλογο πολύ πρόχειρο για έναν χαρακτήρα αυτού του διαμετρήματος, καταλήγοντας να γίνει ένας ανεπαρκής αποχαιρετισμός σε έναν εικονικό χαρακτήρα, αλλά και σε έναν μεγάλο ηθοποιό.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

The Amazing Spider-Man [3/5]

Reboot. Σε κινηματογραφικούς όρους ισοδυναμεί με την εν μέρει ή και ολική απόρριψη μιας υπάρχουσας ταινίας ή σειράς ταινιών και την επανεκκίνηση της με καινούργιες ιδέες, ιστορίες ή στυλ αφήγησης. Αλλιώς «πώς να βγάλουμε περισσότερα λεφτά», κάτι που δυστυχώς για το The Amazing Spider-Man τείνει να κλίνει προς, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν διαθέτει αρετές. Από το 2005 έως το 2011 μόνο, τουλάχιστον καμιά δεκαπενταριά περιπτώσεις reboot έχουν πραγματοποιηθεί ή βρίσκονται στο στάδιο των γυρισμάτων. Κοινά χαρακτηριστικά σε όλες τις περιπτώσεις είναι ότι η όποια αφηγηματική συνέχεια προηγούμενων ταινιών με το ίδιο θέμα σβήνεται, με αποτέλεσμα ένα φρεσκαρισμένο franchise που και θα προσελκύσει ξανά ένα ευρύτερο κοινό και θα είναι και δικαιολογημένο. Και τι εννοώ με αυτό. Ας πάρουμε παράδειγμα το Batman Begins. Μιλάμε για ένα reboot το οποίο από όποια πλευρά και να το δεις, δικαιολογεί την ύπαρξη του. Χρονικά μεσολαβούσαν οκτώ χρόνια από την τελευταία ταινία Batman (το Batman &

Made in Italy ★

Κάποιος είπε κάποτε ότι η “ζωή” είναι αυτό που συμβαίνει όταν δεν περιμένεις κάτι να συμβεί. Και είναι τόσο αλήθεια. Ο ίδιος άνθρωπος όμως μάλλον δεν θα είχε δει ταινίες σαν αυτή, που περιμένεις κάτι να συμβεί αλλά τελικά τίποτα δεν συμβαίνει, και οι ώρες της ζωής σου σπαταλιούνται άσκοπα. Πριν την κριτική, η συγκεκριμένη ταινία απαιτεί να έχουμε κάποιο υπόβαθρο. Στο έργο πρωταγωνιστούν οι Liam Neeson και Micheal Richardson, πατέρας και γιος αντίστοιχα στην πραγματική ζωή. Όλοι γνωρίζουμε ότι το 2009 η Natasha Richardson, γυναίκα του Liam Neeson και μητέρα του Micheal Richardson, έφυγε από τη ζωή καθώς ο τραυματισμός της στο κεφάλι κατά τη διάρκεια ενός συνηθισμένου μαθήματος σκι για αρχαρίους απέβη μοιραίος. Η πλοκή της ταινίας τώρα αφορά έναν πατέρα και γιο που επιστρέφουν στην Ιταλία για να πουλήσουν το σπίτι που κληρονόμησαν από την αείμνηστη σύζυγο και μητέρα αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης της βίλας, θα γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους, βελτιώνοντας τη σχέση τους που

Contraband [1.5/5]

Το «Τελικό Χτύπημα» είναι η κλασσικού τύπου ταινία ληστείας, όπου καθώς προχωράει, τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα και που φυσικά έχουμε ξαναδεί εκατοντάδες φορές. Δεν έχει σημασία, βέβαια, αν μια ταινία «θυμίζει» μια άλλη ή έχει την αίσθηση του γνώριμου. Με βάση ένα κάλο σενάριο όλα αυτά ξεχνιούνται. Αλλά, αλίμονο, εδώ δεν υπάρχει η σωστή βάση, με αποτέλεσμα η ταινία να κατατάσσεται στην κατηγορία «το είδαμε, το ξεχάσαμε». Πρόκειται για μια ταινία δομημένη με μια απλή αρχή, ένα απλό τέλος κι ένα περίπλοκο μεσαίο κομμάτι. Το θέμα, όμως, είναι ότι στις ταινίες με ληστείες, καθώς και στα περισσότερα θρίλερ, ξέρουμε ότι τα πράγματα δεν θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, ίσως κάπου-κάπου να θέλουμε και να δούμε επιπλοκές προκειμένου να παρακολουθήσουμε την ομάδα των χαρακτήρων καθώς θα προσπαθεί να προσαρμοστεί και να τις ξεπεράσει. Το πρόβλημα είναι ότι στο παρόν φιλμ αυτές οι επιπλοκές δεν αισθάνονται τόσο πολύ ως φυσικές, αλλά περισσότερο σαν στοιχεία πλοκής από άλλες τέτοιες ται