Σύμφωνα με τη Wikipedia, ο βασιλιάς Αρθούρος είναι ένα πρόσωπο αμφίβολης ιστορικής αυθεντικότητας πάνω στο οποίο συγκεντρώνονται τα αρχετυπικά ιδανικά της βρετανικής μοναρχίας. Ο ιδρυτής του τάγματος των «Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης» διαθέτει τέτοιο μυθολογικό υλικό που μπορεί να διαμορφωθεί και να προσαρμοστεί στις ανάγκες της κινηματογραφικής αγοράς. Έτσι, αν και έχει πάμπολλες φορές μεταφερθεί στον κινηματογράφο, αυτό δεν σταμάτησε τη Warner Bros. από το να χρηματοδοτήσει ακόμα μία φορά την ιστορία, σε σκηνοθεσία Γκάι Ρίτσι και με τον υπότιτλο «Ο Θρύλος του Σπαθιού».
Ο Ρίτσι, όπως όλοι γνωρίζουμε, έχει ένα δικό του σκηνοθετικό στυλ που λειτουργούσε άψογα στις «Δύο Καπνισμένες Κάννες» και το «Η Αρπαχτή», είχε ενδιαφέρον στα «Sherlock Holmes» και, προς τιμήν του, δεν χρησιμοποιήθηκε πολύ στην τελευταία του ταινία «Κωδικό Όνομα U.N.C.L.E.». Εδώ, παρόλο που ο σκηνοθέτης προσπαθεί (όταν και όσο μπορεί) να αφηγηθεί μια παλιά ιστορία με μια νέα ματιά με γνώμονα το ύφος του, το τελικό αποτέλεσμα είναι χαοτικό. Η αρχή της; Εξαιρετική! Κομψή, έξυπνα μονταρισμένη και γεμάτη ενδιαφέρουσα δράση και πλοκή. Στην συνέχεια, όμως, η σκηνοθεσία του 48χρονου σφύζει τόσο πολύ από πεποίθηση που παύει να είναι ευχάριστη για τον θεατή. Οι σκηνές κόβονται υστερικά γρήγορα με την πρόφαση της δημιουργικότητας. Για παρατεταμένες σεκάνς δράσης και φαντασίας, τα χαοτικά εικαστικά και το ακανόνιστο μοντάζ δεν δίνουν ποτέ χώρο στην ταινία να αναπνεύσει. Ενώ κλασσικά η κάμερα περιστρέφεται γύρω από τους πρωταγωνιστές με slow-motion ή fast-forward. Τίποτε δεν έχει σημασία όμως αφού είναι δύσκολο να δούμε τι συμβαίνει και να μπούμε μέσα στην υπόθεση. Και το χειρότερο, δεν μας ενδιαφέρει!
Αυτό συμβαίνει γιατί τούτο το υπερβολικά φιλόδοξο θέαμα πάσχει από το ίδιο πρόβλημα που έχουν όλες οι ταινίες στις οποίες τα οπτικά εφέ έχουν φροντιστεί περισσότερο από τους ηθοποιούς. Σαν θεατής εγκλωβίζεσαι στην προσπάθεια σου να επενδύσεις την προσοχή σου σε χαρακτήρες που δεν την αξίζουν. Ο Ρίτσι φαίνεται να έχει επίγνωση του προβλήματος, δεδομένου ότι περιστασιακά σταματά τη δράση αγκαλιάζοντας πραγματικά κάθε σταγόνα δράματος. Δώρον άδωρον, αφού η ντοπαρισμένη προσέγγισή του υπερβαίνει της ιστορίας κάνοντας το όλο εγχείρημα άσκοπο. To μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι αυτή η ταινία είναι γεμάτη με κούφιους χαρακτήρες. Το «Βασιλιάς Αρθούρος: Ο Θρύλος του Σπαθιού» αγωνίζεται με προβλήματα ρυθμού και μια ιστορία που επιτρέπει ελάχιστη δημιουργία χαρακτήρων. Ενδεχομένως, ενδιαφέροντες λαογραφικοί χαρακτήρες, όπως ο Μέρλιν και η Κυρά της Λίμνης, υποβιβάζονται και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την ενίσχυση του πρωταγωνιστή και της ιστορίας του. Το έργο είναι τόσο απασχολημένο στο να μας εντυπωσιάσει οπτικά, που μετατρέπεται σε μια υποχρεωτική σειρά σκηνών για έναν ακούσιο ήρωα, έναν καρικατουρίστικο κακό και τη -χωρίς σάρκα και οστά- αντιπαλότητα τους.
Πέραν αυτού, ο Ρίτσι μαζί με τους υπόλοιπους τρεις σεναριογράφους γεμίζουν την πλοκή με τις συμβάσεις μιας ιστορίας προέλευσης που δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Δημιουργούν άλλο ένα μπλοκμπάστερ με μια οικεία ιστορία και τη σαφή πρόθεση την οικοδόμηση franchise. Στην προσπάθεια τους να ενσωματώσουν το όραμα όλων, αλλά και να το ρυθμίσουν ώστε να υπάρχει συνέχεια, δημιουργούν μια ταινία κάτω του μετρίου με τις ελπίδες μιας συνέχειας που υπόσχεται να είναι πιο ενδιαφέρουσα.. Η πρωτοτυπία, σε μια γνωστή σε μεγάλο βαθμό ιστορία, είναι περιορισμένη, καθιστώντας την εκτέλεση πιο σημαντική και όπως προαναφέραμε δεν τα πάει καλά σε αυτό το τομέα. Ίσως είμαι υπέρμετρα αυστηρός σε ένα franchise που θα μπορούσε να είναι πολύ διασκεδαστικό. Στα θετικά οι φιλόδοξες προσπάθειες του Χάναμ και του Λο, αλλά και το απίστευτο μουσικό σκορ του Ντανιέλ Πέμπερτον. Σε κάθε περίπτωση, είμαι βέβαιος ότι πολλοί θα βρουν κάποια απόλαυση σε αυτή την αναμφισβήτητα ξέφρενη βόλτα. Απλά, μην περιμένετε πάρα πολλά…
Ο Ρίτσι, όπως όλοι γνωρίζουμε, έχει ένα δικό του σκηνοθετικό στυλ που λειτουργούσε άψογα στις «Δύο Καπνισμένες Κάννες» και το «Η Αρπαχτή», είχε ενδιαφέρον στα «Sherlock Holmes» και, προς τιμήν του, δεν χρησιμοποιήθηκε πολύ στην τελευταία του ταινία «Κωδικό Όνομα U.N.C.L.E.». Εδώ, παρόλο που ο σκηνοθέτης προσπαθεί (όταν και όσο μπορεί) να αφηγηθεί μια παλιά ιστορία με μια νέα ματιά με γνώμονα το ύφος του, το τελικό αποτέλεσμα είναι χαοτικό. Η αρχή της; Εξαιρετική! Κομψή, έξυπνα μονταρισμένη και γεμάτη ενδιαφέρουσα δράση και πλοκή. Στην συνέχεια, όμως, η σκηνοθεσία του 48χρονου σφύζει τόσο πολύ από πεποίθηση που παύει να είναι ευχάριστη για τον θεατή. Οι σκηνές κόβονται υστερικά γρήγορα με την πρόφαση της δημιουργικότητας. Για παρατεταμένες σεκάνς δράσης και φαντασίας, τα χαοτικά εικαστικά και το ακανόνιστο μοντάζ δεν δίνουν ποτέ χώρο στην ταινία να αναπνεύσει. Ενώ κλασσικά η κάμερα περιστρέφεται γύρω από τους πρωταγωνιστές με slow-motion ή fast-forward. Τίποτε δεν έχει σημασία όμως αφού είναι δύσκολο να δούμε τι συμβαίνει και να μπούμε μέσα στην υπόθεση. Και το χειρότερο, δεν μας ενδιαφέρει!
Αυτό συμβαίνει γιατί τούτο το υπερβολικά φιλόδοξο θέαμα πάσχει από το ίδιο πρόβλημα που έχουν όλες οι ταινίες στις οποίες τα οπτικά εφέ έχουν φροντιστεί περισσότερο από τους ηθοποιούς. Σαν θεατής εγκλωβίζεσαι στην προσπάθεια σου να επενδύσεις την προσοχή σου σε χαρακτήρες που δεν την αξίζουν. Ο Ρίτσι φαίνεται να έχει επίγνωση του προβλήματος, δεδομένου ότι περιστασιακά σταματά τη δράση αγκαλιάζοντας πραγματικά κάθε σταγόνα δράματος. Δώρον άδωρον, αφού η ντοπαρισμένη προσέγγισή του υπερβαίνει της ιστορίας κάνοντας το όλο εγχείρημα άσκοπο. To μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι αυτή η ταινία είναι γεμάτη με κούφιους χαρακτήρες. Το «Βασιλιάς Αρθούρος: Ο Θρύλος του Σπαθιού» αγωνίζεται με προβλήματα ρυθμού και μια ιστορία που επιτρέπει ελάχιστη δημιουργία χαρακτήρων. Ενδεχομένως, ενδιαφέροντες λαογραφικοί χαρακτήρες, όπως ο Μέρλιν και η Κυρά της Λίμνης, υποβιβάζονται και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την ενίσχυση του πρωταγωνιστή και της ιστορίας του. Το έργο είναι τόσο απασχολημένο στο να μας εντυπωσιάσει οπτικά, που μετατρέπεται σε μια υποχρεωτική σειρά σκηνών για έναν ακούσιο ήρωα, έναν καρικατουρίστικο κακό και τη -χωρίς σάρκα και οστά- αντιπαλότητα τους.
Πέραν αυτού, ο Ρίτσι μαζί με τους υπόλοιπους τρεις σεναριογράφους γεμίζουν την πλοκή με τις συμβάσεις μιας ιστορίας προέλευσης που δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Δημιουργούν άλλο ένα μπλοκμπάστερ με μια οικεία ιστορία και τη σαφή πρόθεση την οικοδόμηση franchise. Στην προσπάθεια τους να ενσωματώσουν το όραμα όλων, αλλά και να το ρυθμίσουν ώστε να υπάρχει συνέχεια, δημιουργούν μια ταινία κάτω του μετρίου με τις ελπίδες μιας συνέχειας που υπόσχεται να είναι πιο ενδιαφέρουσα.. Η πρωτοτυπία, σε μια γνωστή σε μεγάλο βαθμό ιστορία, είναι περιορισμένη, καθιστώντας την εκτέλεση πιο σημαντική και όπως προαναφέραμε δεν τα πάει καλά σε αυτό το τομέα. Ίσως είμαι υπέρμετρα αυστηρός σε ένα franchise που θα μπορούσε να είναι πολύ διασκεδαστικό. Στα θετικά οι φιλόδοξες προσπάθειες του Χάναμ και του Λο, αλλά και το απίστευτο μουσικό σκορ του Ντανιέλ Πέμπερτον. Σε κάθε περίπτωση, είμαι βέβαιος ότι πολλοί θα βρουν κάποια απόλαυση σε αυτή την αναμφισβήτητα ξέφρενη βόλτα. Απλά, μην περιμένετε πάρα πολλά…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου