Το σκηνικό: ένα μικρό εξοχικό στις ακτές του καναδικού Ατλαντικού στην περιοχή της Νέας Σκωτίας. Οι βασικοί χαρακτήρες: δύο. Ένας ισχυρογνώμων εργένης (ο Έβερετ) που ψάχνει οικονόμο και μια απονήρευτη γυναίκα (η Μοντ) που θέλει να φύγει από το σπίτι της. Οι δυσκολίες της ζωής θα ενώσουν τις μοίρες τους.
Ξέρω τι σκέφτεστε. Εκ πρώτης όψεως αυτή η ιρλανδοκαναδέζικη συμπαραγωγή μοιάζει ως μία ακόμα χλιαρή ιστορία αγάπης με μια κλασική έναρξη και μια κατάληξη που υπαγορεύεται αποκλειστικά από τους άγραφους νόμους του είδους. Αυτή η εντύπωση όμως είναι βιαστική, καθώς πρόκειται για ένα συγκινητικό, αλλά ποτέ μελοδραματικό, έργο με μια ιδιαίτερη πινελιά. Η σκηνοθέτης Έιλινγκ Γουόλς, η σεναριογράφος Σέρι Γουάιτ και οι δύο υπέροχοι πρωταγωνιστές μετατρέπουν την αληθινή ιστορία στο επίκεντρο του «Maudie» σε ένα άξιο παρακολούθησης δράμα για έναν γενναίο αγώνα κατά των φυσικών περιορισμών.
Ταινία ερμηνειών, το «Maudie» μοιάζει από το πρώτο κιόλας λεπτό να ανήκει στη Σάλι Χόκινς και τον Ίθαν Χοκ. Κουβαλώντας όλο το φιλμ πάνω της, η υποψήφια για Όσκαρ Βρετανίδα παραδίδει μια τρισμέγιστη ερμηνεία. Μια ερμηνεία που κλέβει τις εντυπώσεις και αξίζει να συζητηθεί. Συλλαμβάνοντας την ουσία του χαρακτήρα της Μοντ, καταφέρνει και βρίσκει εκείνη την ισορροπία μεταξύ μίμησης και ηθοποιίας παρέχοντας στο κοινό ένα οικείο πορτρέτο ενός ανθρώπου. Δίπλα της, ο Χοκ δεν είναι σε καμία περίπτωση κατώτερος της. Κρατώντας έναν υποστηρικτικό ρόλο, τονίζει περαιτέρω την ένταση με την οποία η Χόκινς φέρνει το αδάμαστο πνεύμα της Μοντ στην οθόνη, αποδεικνύοντας για ακόμα μία φορά ότι είναι ένας ατρόμητος ηθοποιός που δεν φοβάται να ασχοληθεί με πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες. Οι δυο τους μαζί εισέρχονται σε ένα επίπεδο καλλιτεχνικής υπερβατικότητας που σπάνια βλέπουμε στην οθόνη, προκαλώντας τον θεατή σε κάθε λεπτό να εμπλακεί συναισθηματικά.
Αν οι ερμηνείες επί της οθόνης είναι η ραχοκοκαλιά της ταινίας, ο σύνδεσμος που κρατά τα πάντα μαζί είναι η σκηνοθεσία της Γουόλς. Αντίθετα με τις περισσότερες βιογραφίες που νιώθουν την ανάγκη να φτιάξουν κάτι το σπουδαίο, το «Maudie» μοιάζει να ικανοποιείται με τις απλές απολαύσεις που βρίσκονται σε μια απλή ιστορία. Ξεκινώντας την εξιστόρηση της με έναν λευκό καμβά, τόσο η σκηνοθέτης όσο και η σεναριογράφος προσθέτουν αφειδώς στρώσεις από χρώματα και συναίσθημα στην οθόνη, μέχρι να δημιουργηθεί κάτι που δεν απέχει καθόλου από ένα έργο τέχνης. Κάθε σκηνή είναι όμορφα καδραρισμένη και φωτισμένη, ενώ μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ συμπληρώνει παιχνιδιάρικα το σενάριο. Με τόνο επιδέξια ελεγχόμενο, χωρίς ποτέ να δίνει υπερβολική έμφαση σε δακρύβρεχτες καταστάσεις, αλλά ούτε να αποφεύγει τις δύσκολες στιγμές, το φιλμ μάς συναρπάζει. Όταν τελειώνει, νιώθεις ότι σε διακατέχει μια ευχάριστη λάμψη, αφού σου έχει υπενθυμίσει τη δύναμη της θέλησης, της αθωότητας και της τέχνης.
Εάν κάποιος παρατηρήσει την ταινία προσεκτικά, σίγουρα θα βρει λάθη ή πράγματα που δεν τα `κανε σωστά, αλλά ποιος νοιάζεται; Μερικές φορές είναι αρκετό να αφήσεις μια ταινία να είναι αυτό που είναι χωρίς να ζητάς περισσότερα ή καλύτερα. Υπέροχο…
Ξέρω τι σκέφτεστε. Εκ πρώτης όψεως αυτή η ιρλανδοκαναδέζικη συμπαραγωγή μοιάζει ως μία ακόμα χλιαρή ιστορία αγάπης με μια κλασική έναρξη και μια κατάληξη που υπαγορεύεται αποκλειστικά από τους άγραφους νόμους του είδους. Αυτή η εντύπωση όμως είναι βιαστική, καθώς πρόκειται για ένα συγκινητικό, αλλά ποτέ μελοδραματικό, έργο με μια ιδιαίτερη πινελιά. Η σκηνοθέτης Έιλινγκ Γουόλς, η σεναριογράφος Σέρι Γουάιτ και οι δύο υπέροχοι πρωταγωνιστές μετατρέπουν την αληθινή ιστορία στο επίκεντρο του «Maudie» σε ένα άξιο παρακολούθησης δράμα για έναν γενναίο αγώνα κατά των φυσικών περιορισμών.
Ταινία ερμηνειών, το «Maudie» μοιάζει από το πρώτο κιόλας λεπτό να ανήκει στη Σάλι Χόκινς και τον Ίθαν Χοκ. Κουβαλώντας όλο το φιλμ πάνω της, η υποψήφια για Όσκαρ Βρετανίδα παραδίδει μια τρισμέγιστη ερμηνεία. Μια ερμηνεία που κλέβει τις εντυπώσεις και αξίζει να συζητηθεί. Συλλαμβάνοντας την ουσία του χαρακτήρα της Μοντ, καταφέρνει και βρίσκει εκείνη την ισορροπία μεταξύ μίμησης και ηθοποιίας παρέχοντας στο κοινό ένα οικείο πορτρέτο ενός ανθρώπου. Δίπλα της, ο Χοκ δεν είναι σε καμία περίπτωση κατώτερος της. Κρατώντας έναν υποστηρικτικό ρόλο, τονίζει περαιτέρω την ένταση με την οποία η Χόκινς φέρνει το αδάμαστο πνεύμα της Μοντ στην οθόνη, αποδεικνύοντας για ακόμα μία φορά ότι είναι ένας ατρόμητος ηθοποιός που δεν φοβάται να ασχοληθεί με πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες. Οι δυο τους μαζί εισέρχονται σε ένα επίπεδο καλλιτεχνικής υπερβατικότητας που σπάνια βλέπουμε στην οθόνη, προκαλώντας τον θεατή σε κάθε λεπτό να εμπλακεί συναισθηματικά.
Αν οι ερμηνείες επί της οθόνης είναι η ραχοκοκαλιά της ταινίας, ο σύνδεσμος που κρατά τα πάντα μαζί είναι η σκηνοθεσία της Γουόλς. Αντίθετα με τις περισσότερες βιογραφίες που νιώθουν την ανάγκη να φτιάξουν κάτι το σπουδαίο, το «Maudie» μοιάζει να ικανοποιείται με τις απλές απολαύσεις που βρίσκονται σε μια απλή ιστορία. Ξεκινώντας την εξιστόρηση της με έναν λευκό καμβά, τόσο η σκηνοθέτης όσο και η σεναριογράφος προσθέτουν αφειδώς στρώσεις από χρώματα και συναίσθημα στην οθόνη, μέχρι να δημιουργηθεί κάτι που δεν απέχει καθόλου από ένα έργο τέχνης. Κάθε σκηνή είναι όμορφα καδραρισμένη και φωτισμένη, ενώ μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ συμπληρώνει παιχνιδιάρικα το σενάριο. Με τόνο επιδέξια ελεγχόμενο, χωρίς ποτέ να δίνει υπερβολική έμφαση σε δακρύβρεχτες καταστάσεις, αλλά ούτε να αποφεύγει τις δύσκολες στιγμές, το φιλμ μάς συναρπάζει. Όταν τελειώνει, νιώθεις ότι σε διακατέχει μια ευχάριστη λάμψη, αφού σου έχει υπενθυμίσει τη δύναμη της θέλησης, της αθωότητας και της τέχνης.
Εάν κάποιος παρατηρήσει την ταινία προσεκτικά, σίγουρα θα βρει λάθη ή πράγματα που δεν τα `κανε σωστά, αλλά ποιος νοιάζεται; Μερικές φορές είναι αρκετό να αφήσεις μια ταινία να είναι αυτό που είναι χωρίς να ζητάς περισσότερα ή καλύτερα. Υπέροχο…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου