Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Wonder Woman [3.5/5]

Είναι ίσως ένα από τα κωμικοτραγικά αστεία των τελευταίων κινηματογραφικών χρόνων. Ενώ οι δελεαστικές ταινίες της Marvel μετατρέπονται σε επιτυχίες, οι προσαρμογές των DC Comics είναι κυρίως απογοητευτικές. Υπερβολικά σκοτεινές, μεγάλες σε διάρκεια και με κάποιες εκπληκτικές γκάφες, έχουν κάνει τους θεατές να αναρωτιούνται εάν αυτό το σύμπαν θα μπορέσει να δώσει κάποτε μια πραγματικά καλή ταινία. Η παρουσία της Γκαλ Γκαντό ως Νταϊάνα Πρινς/Γουόντερ Γούμαν στο «Batman v Superman: Η Αυγή της Δικαιοσύνης» έδωσε ελπίδες και αποτέλεσε μια κλεφτή ματιά στην ταινία που πιθανότατα θα οδηγούσε το σύμπαν της DC σε μια νέα εποχή. Η ανάθεση της παροχής δομής και θεάματος στο εγχείρημα δόθηκε στην πολυβραβευμένη σκηνοθέτη του «Monster» Πάτι Τζένκινς.

Πολλοί θα δουν το έργο ως ένα μείγμα του πρώτου Captain America, όπου ένας ιδεαλιστής ήρωας στέλνεται στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και την πρώτη περιπέτεια του Thor, στην οποία ένας θεός έρχεται στην ανθρωπότητα. Και οι δύο συγκρίσεις είναι προφανείς, ειδικά για τον Captain America, καθώς δεν υπάρχει μόνο η ομοιότητα μεταξύ της ρετρό σκηνής και της ηθικά αλάθητης στάσης των κύριων χαρακτήρων, αλλά και μεταξύ των αντίστοιχων ρομαντικών εταίρων. Ωστόσο, μέσα από το δικό της στυλ και με δικά της θέματα να την απασχολούν, η Γουόντερ Γούμαν βρίσκει τη δική της ταυτότητα μακριά από αυτές τις συγκρίσεις. Οι συντελεστές του «Wonder Woman» γνωρίζουν ότι η υπερβολική δύναμη αυτής της ταινίας δεν είναι μόνο στο franchise, αλλά και σε ολόκληρο το σινεμά. Και δικαίως, αφού το έργο έχει διπλό στόχο: να τερματίσει την κατάρα που μαστίζει τις γυναικείες ταινίες με υπερήρωες (βλέπε «Elektra» και «Catwoman»), αλλά και να παρέχει ένα ικανοποιητικό δίωρο στον θεατή.

Η ιστορία, επινοημένη από τους Ζακ Σνάιντερ, Τζέισον Φουξ και Άλαν Χέινμπεργκ, είναι εμπνευσμένη από τη μυθολογία του κόμικ χαρακτήρα και προσφέρει μια κλασική ιστορία προέλευσης. Αυτή υλοποιείται με εξαιρετικό CGI και πολλές σκηνές δράσης. Ένα σημαντικό κομμάτι των πραγμάτων που κάνει σωστά είναι ότι δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά. Στην πραγματικότητα, η ταινία έχει τις απαιτούμενες ποσότητες ανοησίας και δράσης σε συνδυασμό με σπιρτόζικους διαλόγους αποδομένους με άφθονη γοητεία. Η Τζένκινς σκηνοθετεί με άφθονο μπρίο ένα έπος για τον κόσμο των αμαζόνων, χωρίς να κουράζει. Αλλά η «Wonder Woman» δεν είναι μόνο περιπέτεια. Αντίθετα, η σκηνοθέτης καταφέρνει να εξοπλίσει την ηρωίδα της με μια αφελή κατάπληξη και μια εγκάρδια περιέργεια. Η Γουόντερ Γούμαν ακολουθεί πολλά ιδεώδη, αλλά συγκρούεται τακτικά με μια σκληρή και ιστορικά ενσωματωμένη πραγματικότητα. Η ταινία σκόπιμα επέλεξε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο αντί του Δεύτερου (όπως στο κόμικ) ως ένα περιβάλλον για την αντιμετώπιση της σκοτεινής πλευράς. Επειδή τα όρια μεταξύ καλού και κακού ήταν ακόμα πιο ασαφή.

Ο ψυχολόγος Γουίλιαμ Μάρστον ανέπτυξε την εικόνα της ηρωίδας στις αρχές της δεκαετίας του 1940 ρητά ως πρότυπο για τις γυναίκες και τα κορίτσια, προκειμένου να μεταδώσει αξίες και να παράσχει τη φυσική επίλυση των συγκρούσεων του κόσμου. Ενώ η Νταϊάνα στην ταινία είναι αρκετά πολεμική, είναι η έκφραση της νεανικής αθωότητας, η οποία αλλάζει κατά τη διάρκεια της δράσης δείχνοντας την ανάπτυξη του χαρακτήρα της. Ανάμεσα στις απολύτως εντυπωσιακές σκηνές δράσης, μέσα σε αυτά τα 140 λεπτά διάρκειας, κρύβονται μερικές μικρές θαυμάσιες στιγμές, οι οποίες ενώνουν όλους τους χαρακτήρες του συνόλου, ανεξάρτητα από την προέλευση και το φύλο. Και ως δια μαγείας το σενάριο και η σκηνοθεσία της Τζένκινς κάνει αυτό του είδους το «μεγάλωμα» και την ένωση των ηρώων να πάλλεται, και το κοινό να συμπάσχει και να αισθάνεται. Ωστόσο, η Γουόντερ Γούμαν δεν έχει ακόμη ελευθερωθεί πλήρως από όλες τις κληρονομιές των προκάτοχων της και αυτές εμφανίζονται στην τελευταία πράξη, ειδικά στη φουλ στο CGI, υπερβολική τελική αναμέτρηση.

Ευτυχώς, αυτό είναι μόνο μια ατυχής υποσημείωση σε μια κατά τα άλλα επιτυχημένη ταινία, η οποία ίσως δεν ανακαλύπτει τον τροχό, αλλά τουλάχιστον οδηγεί το σύμπαν στο σωστό μονοπάτι και υπόσχεται ένα καλύτερο και ίσως ακόμη πιο υπέροχο μέλλον.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

The Amazing Spider-Man [3/5]

Reboot. Σε κινηματογραφικούς όρους ισοδυναμεί με την εν μέρει ή και ολική απόρριψη μιας υπάρχουσας ταινίας ή σειράς ταινιών και την επανεκκίνηση της με καινούργιες ιδέες, ιστορίες ή στυλ αφήγησης. Αλλιώς «πώς να βγάλουμε περισσότερα λεφτά», κάτι που δυστυχώς για το The Amazing Spider-Man τείνει να κλίνει προς, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν διαθέτει αρετές. Από το 2005 έως το 2011 μόνο, τουλάχιστον καμιά δεκαπενταριά περιπτώσεις reboot έχουν πραγματοποιηθεί ή βρίσκονται στο στάδιο των γυρισμάτων. Κοινά χαρακτηριστικά σε όλες τις περιπτώσεις είναι ότι η όποια αφηγηματική συνέχεια προηγούμενων ταινιών με το ίδιο θέμα σβήνεται, με αποτέλεσμα ένα φρεσκαρισμένο franchise που και θα προσελκύσει ξανά ένα ευρύτερο κοινό και θα είναι και δικαιολογημένο. Και τι εννοώ με αυτό. Ας πάρουμε παράδειγμα το Batman Begins. Μιλάμε για ένα reboot το οποίο από όποια πλευρά και να το δεις, δικαιολογεί την ύπαρξη του. Χρονικά μεσολαβούσαν οκτώ χρόνια από την τελευταία ταινία Batman (το Batman &

Made in Italy ★

Κάποιος είπε κάποτε ότι η “ζωή” είναι αυτό που συμβαίνει όταν δεν περιμένεις κάτι να συμβεί. Και είναι τόσο αλήθεια. Ο ίδιος άνθρωπος όμως μάλλον δεν θα είχε δει ταινίες σαν αυτή, που περιμένεις κάτι να συμβεί αλλά τελικά τίποτα δεν συμβαίνει, και οι ώρες της ζωής σου σπαταλιούνται άσκοπα. Πριν την κριτική, η συγκεκριμένη ταινία απαιτεί να έχουμε κάποιο υπόβαθρο. Στο έργο πρωταγωνιστούν οι Liam Neeson και Micheal Richardson, πατέρας και γιος αντίστοιχα στην πραγματική ζωή. Όλοι γνωρίζουμε ότι το 2009 η Natasha Richardson, γυναίκα του Liam Neeson και μητέρα του Micheal Richardson, έφυγε από τη ζωή καθώς ο τραυματισμός της στο κεφάλι κατά τη διάρκεια ενός συνηθισμένου μαθήματος σκι για αρχαρίους απέβη μοιραίος. Η πλοκή της ταινίας τώρα αφορά έναν πατέρα και γιο που επιστρέφουν στην Ιταλία για να πουλήσουν το σπίτι που κληρονόμησαν από την αείμνηστη σύζυγο και μητέρα αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης της βίλας, θα γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους, βελτιώνοντας τη σχέση τους που

Contraband [1.5/5]

Το «Τελικό Χτύπημα» είναι η κλασσικού τύπου ταινία ληστείας, όπου καθώς προχωράει, τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα και που φυσικά έχουμε ξαναδεί εκατοντάδες φορές. Δεν έχει σημασία, βέβαια, αν μια ταινία «θυμίζει» μια άλλη ή έχει την αίσθηση του γνώριμου. Με βάση ένα κάλο σενάριο όλα αυτά ξεχνιούνται. Αλλά, αλίμονο, εδώ δεν υπάρχει η σωστή βάση, με αποτέλεσμα η ταινία να κατατάσσεται στην κατηγορία «το είδαμε, το ξεχάσαμε». Πρόκειται για μια ταινία δομημένη με μια απλή αρχή, ένα απλό τέλος κι ένα περίπλοκο μεσαίο κομμάτι. Το θέμα, όμως, είναι ότι στις ταινίες με ληστείες, καθώς και στα περισσότερα θρίλερ, ξέρουμε ότι τα πράγματα δεν θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, ίσως κάπου-κάπου να θέλουμε και να δούμε επιπλοκές προκειμένου να παρακολουθήσουμε την ομάδα των χαρακτήρων καθώς θα προσπαθεί να προσαρμοστεί και να τις ξεπεράσει. Το πρόβλημα είναι ότι στο παρόν φιλμ αυτές οι επιπλοκές δεν αισθάνονται τόσο πολύ ως φυσικές, αλλά περισσότερο σαν στοιχεία πλοκής από άλλες τέτοιες ται