Για πολλούς ανθρώπους, τα μεγάλα οικογενειακά γεύματα είναι ένα καθαρό βάσανο. Παλιές ιστορίες αναθερμαίνονται και ντροπιαστικές στιγμές συζητιούνται έως ότου κάποιο να χτυπήσει φλέβα και να προκαλέσει αμηχανία, σιωπή και τεταμένη διάθεση. Στο «Δείπνο» του Όρεν Μούβερμαν αυτό ακριβώς συμβαίνει. Με βάση το ομότιτλο μυθιστόρημα του ολλανδού Χέρμαν Κοχ, η πλοκή του έργου εξελίσσεται σε ένα μοδάτο εστιατόριο. Εκεί δυο ζευγάρια θα συναντηθούν για φαγητό με σκοπό να συζητήσουν για τους γιους τους. Σε πρώτο επίπεδο όλα είναι πολιτισμένα, όμως πίσω από την αρχική απαστράπτουσα επιφάνεια κρύβεται μια σκοτεινή πλευρά, που με την πρώτη αφορμή φέρνει στο προσκήνιο διαβρωμένες σχέσεις.
Δομημένο σε έξι μενού, πάντα εφοδιασμένα με ένα σύντομο κείμενο, αυτό το «Δείπνο» χωρίζεται με βάση τα διαφορετικά πιάτα του γεύματος, τα οποία πρέπει να «καταναλωθούν». Με την πάροδο του χρόνου, και καθώς η τροφή σερβίρεται και επιδεικνύεται, μια βαθιά διακλαδισμένη δομή μέσα στα δυο αντρόγυνα αποκαλύπτεται στον θεατή. Ο διαχωρισμός μεταξύ καλού και κακού δεν έχει σημασία, διότι οι συμπάθειες που αναπτύχθηκαν αρχικά ανατρέπονται όσο περισσότερο αποκαλύπτεται ο πυρήνας της ιστορίας. Όσο ενδιαφέρουσα όμως κι αν είναι αυτή η ατμόσφαιρα ανεκδήλωτης έντασης που κυριαρχεί στη διάρκεια του πλουσιοπάροχου δείπνου, η σκηνοθεσία του υποψήφιου για Όσκαρ σκηνοθέτης («Παράπλευρες Απώλειες») ξεφεύγει χάρη στην πίστη του ότι μπορεί να τα κάνει όλα και καλά.
Τα πολλά επίπεδα που εκτυλίσσονται και πιθανότατα λειτουργούν στο μυθιστόρημα εδώ κουράζουν, αφού από ένα σημείο και μετά το «Δείπνο» μετατρέπεται σε ένα εξαντλητικό ντιμπέιτ όπου ο συμβολισμός της εναλλαγής των πιάτων υπόσχεται να φέρει φρέσκο αέρα, ο οποίος δεν έρχεται ποτέ. Ο θεατής κυριολεκτικά καταπνίγεται στις πληροφορίες που καλείται να συλλέξει, ενώ τα αναρίθμητα φλασμπάκ δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση κάνοντας το έργο να χάσει την -ήδη ταλαιπωρημένη- εστίασή του. Επιπλέον, η πραγματική ηθική συζήτηση είναι τόσο μικρή που δεν ανταποκρίνεται πραγματικά στο δίλημμα των γονέων. Έτσι, η κεντρική σύγκρουση λειτουργεί σχεδόν σαν μια προσθήκη στον πραγματικό πυρήνα της ταινίας.
Η ερώτηση «πού το πάει;» δεν είναι το μόνο πράγμα που ίσως σας κρατήσει το ενδιαφέρον σας, αφού το εξαιρετικό καστ παρέχει αρκετές στιγμές ερμηνευτικών απολαύσεων. Πρώτος και καλύτερος ο Στιβ Κούγκαν, που για ακόμα μία φορά αποδεικνύεται λαμπρός δραματικός ηθοποιός ερμηνεύοντας τον ηθικολογικά κυνικό και ψυχολογικά κουρασμένο χαρακτήρα του στην εντέλεια. Ο Ρίτσαρντ Γκιρ συνεχίζει να δέχεται ρόλους ανάδειξης του ταλέντου του, τους οποίους διεκπεραιώνει έκτακτα. Ενώ, τέλος, η Λόρα Λίνεϊ και η Ρεμπέκα Χολ διαπρέπουν υπενθυμίζοντας μας τις υποκριτικές ικανότητες τους. Επιπρόσθετα, ίσως αξίζει να τη δείτε και για τα τελευταία δεκαπέντε λεπτά όπου όλα όσα αποκαλύπτονται για τους χαρακτήρες φαντάζουν πολύ κοντά στην πραγματικότητα.
Εν γένει, όμως, το «Το Δείπνο» είναι μια ατελής, περιστασιακά εντυπωσιακή ταινία που πιστεύει λίγο στον εαυτό της και ακόμα λιγότερο στο κοινό της.
Δομημένο σε έξι μενού, πάντα εφοδιασμένα με ένα σύντομο κείμενο, αυτό το «Δείπνο» χωρίζεται με βάση τα διαφορετικά πιάτα του γεύματος, τα οποία πρέπει να «καταναλωθούν». Με την πάροδο του χρόνου, και καθώς η τροφή σερβίρεται και επιδεικνύεται, μια βαθιά διακλαδισμένη δομή μέσα στα δυο αντρόγυνα αποκαλύπτεται στον θεατή. Ο διαχωρισμός μεταξύ καλού και κακού δεν έχει σημασία, διότι οι συμπάθειες που αναπτύχθηκαν αρχικά ανατρέπονται όσο περισσότερο αποκαλύπτεται ο πυρήνας της ιστορίας. Όσο ενδιαφέρουσα όμως κι αν είναι αυτή η ατμόσφαιρα ανεκδήλωτης έντασης που κυριαρχεί στη διάρκεια του πλουσιοπάροχου δείπνου, η σκηνοθεσία του υποψήφιου για Όσκαρ σκηνοθέτης («Παράπλευρες Απώλειες») ξεφεύγει χάρη στην πίστη του ότι μπορεί να τα κάνει όλα και καλά.
Τα πολλά επίπεδα που εκτυλίσσονται και πιθανότατα λειτουργούν στο μυθιστόρημα εδώ κουράζουν, αφού από ένα σημείο και μετά το «Δείπνο» μετατρέπεται σε ένα εξαντλητικό ντιμπέιτ όπου ο συμβολισμός της εναλλαγής των πιάτων υπόσχεται να φέρει φρέσκο αέρα, ο οποίος δεν έρχεται ποτέ. Ο θεατής κυριολεκτικά καταπνίγεται στις πληροφορίες που καλείται να συλλέξει, ενώ τα αναρίθμητα φλασμπάκ δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση κάνοντας το έργο να χάσει την -ήδη ταλαιπωρημένη- εστίασή του. Επιπλέον, η πραγματική ηθική συζήτηση είναι τόσο μικρή που δεν ανταποκρίνεται πραγματικά στο δίλημμα των γονέων. Έτσι, η κεντρική σύγκρουση λειτουργεί σχεδόν σαν μια προσθήκη στον πραγματικό πυρήνα της ταινίας.
Η ερώτηση «πού το πάει;» δεν είναι το μόνο πράγμα που ίσως σας κρατήσει το ενδιαφέρον σας, αφού το εξαιρετικό καστ παρέχει αρκετές στιγμές ερμηνευτικών απολαύσεων. Πρώτος και καλύτερος ο Στιβ Κούγκαν, που για ακόμα μία φορά αποδεικνύεται λαμπρός δραματικός ηθοποιός ερμηνεύοντας τον ηθικολογικά κυνικό και ψυχολογικά κουρασμένο χαρακτήρα του στην εντέλεια. Ο Ρίτσαρντ Γκιρ συνεχίζει να δέχεται ρόλους ανάδειξης του ταλέντου του, τους οποίους διεκπεραιώνει έκτακτα. Ενώ, τέλος, η Λόρα Λίνεϊ και η Ρεμπέκα Χολ διαπρέπουν υπενθυμίζοντας μας τις υποκριτικές ικανότητες τους. Επιπρόσθετα, ίσως αξίζει να τη δείτε και για τα τελευταία δεκαπέντε λεπτά όπου όλα όσα αποκαλύπτονται για τους χαρακτήρες φαντάζουν πολύ κοντά στην πραγματικότητα.
Εν γένει, όμως, το «Το Δείπνο» είναι μια ατελής, περιστασιακά εντυπωσιακή ταινία που πιστεύει λίγο στον εαυτό της και ακόμα λιγότερο στο κοινό της.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου