Όταν το «Trainspotting» κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους το 1996, ξεπέρασε θεαματικά τις προσδοκίες. Ήταν κάτι περισσότερο από μία ταινία, ήταν ένα πολιτιστικό γεγονός, μια ταινία που μιλούσε απευθείας σε μια ολόκληρη γενιά. Πώς καταφέρνεις λοιπόν να κάνεις κάτι παρεμφερές τόσα χρόνια μετά; Η απάντηση είναι… δεν το κάνεις. Δεν μπορείς να το κάνεις. Αυτό το πολυαναμενόμενο σίκουελ δεν επρόκειτο ποτέ να έχει την ίδια επίδραση με το πρωτότυπο εγχείρημα. Τι σημαίνει όμως αυτό για τη συγκεκριμένη ταινία;
Παραμένοντας πιστή στο ύφος του πρωτότυπου, o Ντάνι Μπόιλ παρουσιάζει την ιστορία που θέλει να πει με τον ίδιο μοναδικό υφολογικό τρόπο, λαμβάνοντας μια σουρεαλιστική προσέγγιση ανά στιγμές, ενώ παράλληλα είναι εμφανές ότι το διασκεδάζει. Εξισορροπώντας αξιοσημείωτα την κωμωδία με τη συγκίνηση, τα συναισθήματα σου μεταβάλλονται με διαφορά λεπτού. Τη μία στιγμή γελάς δυνατά και την άλλη αισθάνεσαι σκεπτικός κι αγέλαστος. Ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης καταφέρνει να κάνει την ταινία του να λειτουργεί ως ένα σχόλιο για τη μέση ηλικία χρησιμοποιώντας τους ίδιους χαρακτήρες που πριν από 20 χρόνια ζούσαν τη στιγμή και τώρα μοιάζουν παγιδευμένοι σε μια περίοδο όπου φοβούνται να κοιτάξουν πίσω και ακόμη περισσότερο δειλιάζουν να δουν μπροστά. Μολονότι τα δικά μας νιάτα δεν ήταν τόσο ζοφερά όσο των ηρώων, πρόκειται για μια ιδέα την οποία μπορούμε να συμμεριστούμε χάρη στη νοσταλγία με την οποία είναι εμποτισμένο το φιλμ.
Όμως, ενώ η νοσταλγία που υπάρχει εξασφαλίζει ότι θα έχετε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό σας χάρη στα αναγνωρίσιμα πρόσωπα, το σκορ και το ύφος, το συνεχές κι ασταμάτητο γνέψιμο στο παρελθόν, με άφθονο αρχειακό υλικό και πάμπολλες αναφορές σε εικονικές σκηνές, εξυπηρετεί φυσικά έναν σκοπό, αλλά από ένα σημείο και μετά μοιάζει φτιαχτό. Ο Μπόιλ και ο σεναριογράφος Τζον Χοτζ, θέλοντας να ευχαριστήσουν σε υπερθετικό βαθμό τους οπαδούς, παραβλέπουν το γεγονός ότι πρόκειται για ένα αυτόνομο εγχείρημα. Καθώς η πλοκή προχωρά και η αίσθηση της οικειότητας και της νοσταλγίας φθείρεται, οι ρωγμές αρχίζουν να εμφανίζονται και εμείς ψάχνουμε να στηριχτούμε στην ύπαρξη μιας πιο σαγηνευτικής, έξυπνης πλοκή που δυστυχώς δεν υπάρχει. Χωρίς ποτέ να δικαιολογεί πραγματικά την ύπαρξή του, το «T2 Trainspotting» στερείται αφήγησης. Βασικά, θα το πάω λίγο παραπέρα και θα πω πως δεν αντιλαμβάνομαι το νόημα της. Το μόνο κεφάλαιο που έκλεισε από την τελευταία ταινία είναι η εξήγηση του Renton (ο χαρακτήρας του ΜακΓκρέγκορ) στους φίλους του γιατί έκανε ό,τι έκανε. Αυτό είναι. Το υπόλοιπο είναι αρκετά άσκοπο.
Δεν είναι ότι το «Τ2 Trainspotting» είναι μια κακή ταινία. Απλά δεν περνάει αποτελεσματικά ένα σαφές μήνυμα. Προσπαθεί να αξιοποιήσει την ιδέα τού να ζεις τη ζωή στο έπακρο, αλλά δεν το κάνει τόσο καλά αυτή τη φορά. Καλή η κινηματογραφική νοσταλγία, αλλά θα πρέπει να μπορείς να κάνεις κάτι πέρα από το να βασίζεσαι εξολοκλήρου σε αυτή. Έτσι, ενώ τα ερωτήματα παραμένουν ως προς το αν είναι η ταινία απαραίτητη, η ουσία είναι ότι η ταινία έγινε και πως υπάρχει μια συναισθηματική προσκόλληση. Αν ωστόσο δεν έχετε κάποιο δέσιμο με το «Trainspotting», το «Τ2» δεν θα σας προσφέρει πολλά.
Παραμένοντας πιστή στο ύφος του πρωτότυπου, o Ντάνι Μπόιλ παρουσιάζει την ιστορία που θέλει να πει με τον ίδιο μοναδικό υφολογικό τρόπο, λαμβάνοντας μια σουρεαλιστική προσέγγιση ανά στιγμές, ενώ παράλληλα είναι εμφανές ότι το διασκεδάζει. Εξισορροπώντας αξιοσημείωτα την κωμωδία με τη συγκίνηση, τα συναισθήματα σου μεταβάλλονται με διαφορά λεπτού. Τη μία στιγμή γελάς δυνατά και την άλλη αισθάνεσαι σκεπτικός κι αγέλαστος. Ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης καταφέρνει να κάνει την ταινία του να λειτουργεί ως ένα σχόλιο για τη μέση ηλικία χρησιμοποιώντας τους ίδιους χαρακτήρες που πριν από 20 χρόνια ζούσαν τη στιγμή και τώρα μοιάζουν παγιδευμένοι σε μια περίοδο όπου φοβούνται να κοιτάξουν πίσω και ακόμη περισσότερο δειλιάζουν να δουν μπροστά. Μολονότι τα δικά μας νιάτα δεν ήταν τόσο ζοφερά όσο των ηρώων, πρόκειται για μια ιδέα την οποία μπορούμε να συμμεριστούμε χάρη στη νοσταλγία με την οποία είναι εμποτισμένο το φιλμ.
Όμως, ενώ η νοσταλγία που υπάρχει εξασφαλίζει ότι θα έχετε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό σας χάρη στα αναγνωρίσιμα πρόσωπα, το σκορ και το ύφος, το συνεχές κι ασταμάτητο γνέψιμο στο παρελθόν, με άφθονο αρχειακό υλικό και πάμπολλες αναφορές σε εικονικές σκηνές, εξυπηρετεί φυσικά έναν σκοπό, αλλά από ένα σημείο και μετά μοιάζει φτιαχτό. Ο Μπόιλ και ο σεναριογράφος Τζον Χοτζ, θέλοντας να ευχαριστήσουν σε υπερθετικό βαθμό τους οπαδούς, παραβλέπουν το γεγονός ότι πρόκειται για ένα αυτόνομο εγχείρημα. Καθώς η πλοκή προχωρά και η αίσθηση της οικειότητας και της νοσταλγίας φθείρεται, οι ρωγμές αρχίζουν να εμφανίζονται και εμείς ψάχνουμε να στηριχτούμε στην ύπαρξη μιας πιο σαγηνευτικής, έξυπνης πλοκή που δυστυχώς δεν υπάρχει. Χωρίς ποτέ να δικαιολογεί πραγματικά την ύπαρξή του, το «T2 Trainspotting» στερείται αφήγησης. Βασικά, θα το πάω λίγο παραπέρα και θα πω πως δεν αντιλαμβάνομαι το νόημα της. Το μόνο κεφάλαιο που έκλεισε από την τελευταία ταινία είναι η εξήγηση του Renton (ο χαρακτήρας του ΜακΓκρέγκορ) στους φίλους του γιατί έκανε ό,τι έκανε. Αυτό είναι. Το υπόλοιπο είναι αρκετά άσκοπο.
Δεν είναι ότι το «Τ2 Trainspotting» είναι μια κακή ταινία. Απλά δεν περνάει αποτελεσματικά ένα σαφές μήνυμα. Προσπαθεί να αξιοποιήσει την ιδέα τού να ζεις τη ζωή στο έπακρο, αλλά δεν το κάνει τόσο καλά αυτή τη φορά. Καλή η κινηματογραφική νοσταλγία, αλλά θα πρέπει να μπορείς να κάνεις κάτι πέρα από το να βασίζεσαι εξολοκλήρου σε αυτή. Έτσι, ενώ τα ερωτήματα παραμένουν ως προς το αν είναι η ταινία απαραίτητη, η ουσία είναι ότι η ταινία έγινε και πως υπάρχει μια συναισθηματική προσκόλληση. Αν ωστόσο δεν έχετε κάποιο δέσιμο με το «Trainspotting», το «Τ2» δεν θα σας προσφέρει πολλά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου