Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

The Hobbit: The Battle of the Five Armies [3/5]

Έξι ταινίες και δυο δεκαετίες μετά (μαζί με τα γυρίσματα) ένα είναι το συμπέρασμα: κανένας σκηνοθέτης δεν έχει περάσει τόσο πολύ χρόνο σε ένα κουαρτέτο βιβλίων των οποίων οι επιπτώσεις της μεταφοράς τους στο σινεμά, καλές ή κακές, είναι αναμφισβήτητες και δεν μπορούν να υποτιμηθούν. Το τέλος αυτής της τεράστιας προσπάθειας του Peter Jackson έφτασε, φέρνοντας τον σκηνοθέτη αντιμέτωπο με τον κόσμο της Mordor ακόμα μια φορά. Αν και δεν επρόκειτο ποτέ να πάρει τα εύσημα του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», το «Χόμπιτ: Η Μάχη των Πέντε Στρατών» κλείνει αξιοπρεπέστατα, όχι όμως θεαματικά. Το πρόβλημα είναι ότι όλα όσα βλέπουμε τα έχουμε ξαναδεί πολύ καλύτερα και πολύ πιο ουσιαστικά τρεις φορές πριν (και, σε ένα μικρότερο βαθμό, δύο ακόμα φορές στις άλλες ταινίες Hobbit) με σκηνές δράσης που πραγματικά μας συνεπήραν, με χαρακτήρες για τους οποίους νοιαζόμασταν, με μια ιστορία που διέθετε συνοχή και ήταν συναρπαστική.

Το βασικό κομμάτι της πλοκής του Hobbit ήταν το πώς οι νάνοι θα επιστρέψουν στο σπίτι τους και αν θα καταφέρουν να νικήσουν τον δράκο. Άπαξ και έγιναν αυτά δεν υπάρχει τίποτα που να που οδηγεί το φιλμ προς τα εμπρός. Συνεχίζοντας ακριβώς από εκεί που η «Η Ερημιά του Νοσφιστή» έληξε, η μεγαλύτερη αδυναμία της ταινίας είναι ότι, μετά τις πρώτες σκηνές, δεν υπάρχει πλέον άλλη ιστορία που να δικαιολογεί 144 λεπτά διάρκειας. Aν παρακολουθούσαμε την τριλογία back to back, πιθανόν το κόψιμο στα 3 μέρη να λειτουργούσε πολύ καλύτερα, αλλά μετά από ένα διάλειμμα ενός έτους οι αδυναμίες των σεναριογράφων και η έλλειψη ουσίας είναι τραγικά εμφανείς. Το «Χόμπιτ: Η Μάχη των Πέντε Στρατών» σπαταλάει πολύ χρόνο και κάνει μικρά βήματα προς τη μεγάλη αναμέτρηση, παραδίδοντας στο τέλος την απαραίτητη δράση σε ωραίες τοποθεσίες, αλλά όλη η σύγκρουση μοιάζει βεβιασμένη και το διακύβευμα δεν φαντάζει τόσο σημαντικό όπως όταν ο βασιλιάς επέστρεψε. Και παρόλο που αναγνωρίζω την ικανότητα του Jackson να διηγηθεί μια επική ιστορία, αναρωτιέμαι αν είναι άραγε τυχαίο το γεγονός ότι το δεύτερο μέρος, το οποίο προήλθε κυρίως από τη φαντασία του Tolkien, ήταν το καλύτερο; Μάλλον όχι.

Η γραφή, θα μου πείτε, δεν ήταν ποτέ το φόρτε της συγκεκριμένης τριλογίας, αλλά ποτέ το σενάριο ενός «Άρχοντα» δεν ήταν τόσο άτσαλο, βαρετό, γεμάτο κλισέ, αφόρητα βαριεστημένους πρωταγωνιστές και λανθασμένες σκηνοθετικές επιλογές. Από την μια, αν αναλύσουμε την σχέση των χαρακτήρων με την ιστορία, περίπου το μισό καστ δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης. Η υπερβολική έμφαση στην άσκοπη κωμική ανακούφιση και η παντελώς ξεκάρφωτη ρομαντική δευτερεύουσα πλοκή δεν οδηγούν πουθενά. Είναι ολοφάνερες επιπόλαιες προσπάθειες του Jackson να καλύψει χρόνο. Από την άλλη, οι φαινομενικά ηλίθιες σκηνές όπως του Legolas (Orlando Bloom) να τρέχει αλά Matrix πάνω στις πέτρες που πέφτουν από την κατάρρευση μιας γέφυρας σε σούπερ slow motion απλά δεν είναι Hobbit. Δεν είναι η ταινία που εγώ και τόσοι άλλοι αγαπούν, αλλά μια ακόμα περιπέτεια γυρισμένη στον αυτόματο πιλότο μπροστά σε γιγαντιαίες πράσινες οθόνες. Ο συνδυασμός των δυο (της απρόσωπης γραφής των χαρακτήρων και της αλά Michael Bay στιγμές σκηνοθεσίας) συνθέτουν ένα σύνολο αρκετά απογοητευτικό.

Προς τι η υψηλή βαθμολογία θα μου πείτε. Επειδή είναι η Μέση Γη. Τα τελευταία λεπτά είναι πολύ καλά εκτελεσμένα και κάθε νήμα της σύνδεσης με τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», ακόμα κι αν είναι απλώς υπαινιγμοί στο σκορ του Shore, θα σας κάνει να ανατριχιάζετε. Είναι ένα γλυκόπικρο τέλος για τον μυστηριώδη και ονειρικό κόσμο της Μέσης Γης και το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι: Thanks Peter Jackson, it was one hell of an adventure!!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

The Amazing Spider-Man [3/5]

Reboot. Σε κινηματογραφικούς όρους ισοδυναμεί με την εν μέρει ή και ολική απόρριψη μιας υπάρχουσας ταινίας ή σειράς ταινιών και την επανεκκίνηση της με καινούργιες ιδέες, ιστορίες ή στυλ αφήγησης. Αλλιώς «πώς να βγάλουμε περισσότερα λεφτά», κάτι που δυστυχώς για το The Amazing Spider-Man τείνει να κλίνει προς, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν διαθέτει αρετές. Από το 2005 έως το 2011 μόνο, τουλάχιστον καμιά δεκαπενταριά περιπτώσεις reboot έχουν πραγματοποιηθεί ή βρίσκονται στο στάδιο των γυρισμάτων. Κοινά χαρακτηριστικά σε όλες τις περιπτώσεις είναι ότι η όποια αφηγηματική συνέχεια προηγούμενων ταινιών με το ίδιο θέμα σβήνεται, με αποτέλεσμα ένα φρεσκαρισμένο franchise που και θα προσελκύσει ξανά ένα ευρύτερο κοινό και θα είναι και δικαιολογημένο. Και τι εννοώ με αυτό. Ας πάρουμε παράδειγμα το Batman Begins. Μιλάμε για ένα reboot το οποίο από όποια πλευρά και να το δεις, δικαιολογεί την ύπαρξη του. Χρονικά μεσολαβούσαν οκτώ χρόνια από την τελευταία ταινία Batman (το Batman &

Made in Italy ★

Κάποιος είπε κάποτε ότι η “ζωή” είναι αυτό που συμβαίνει όταν δεν περιμένεις κάτι να συμβεί. Και είναι τόσο αλήθεια. Ο ίδιος άνθρωπος όμως μάλλον δεν θα είχε δει ταινίες σαν αυτή, που περιμένεις κάτι να συμβεί αλλά τελικά τίποτα δεν συμβαίνει, και οι ώρες της ζωής σου σπαταλιούνται άσκοπα. Πριν την κριτική, η συγκεκριμένη ταινία απαιτεί να έχουμε κάποιο υπόβαθρο. Στο έργο πρωταγωνιστούν οι Liam Neeson και Micheal Richardson, πατέρας και γιος αντίστοιχα στην πραγματική ζωή. Όλοι γνωρίζουμε ότι το 2009 η Natasha Richardson, γυναίκα του Liam Neeson και μητέρα του Micheal Richardson, έφυγε από τη ζωή καθώς ο τραυματισμός της στο κεφάλι κατά τη διάρκεια ενός συνηθισμένου μαθήματος σκι για αρχαρίους απέβη μοιραίος. Η πλοκή της ταινίας τώρα αφορά έναν πατέρα και γιο που επιστρέφουν στην Ιταλία για να πουλήσουν το σπίτι που κληρονόμησαν από την αείμνηστη σύζυγο και μητέρα αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης της βίλας, θα γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους, βελτιώνοντας τη σχέση τους που

Contraband [1.5/5]

Το «Τελικό Χτύπημα» είναι η κλασσικού τύπου ταινία ληστείας, όπου καθώς προχωράει, τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα και που φυσικά έχουμε ξαναδεί εκατοντάδες φορές. Δεν έχει σημασία, βέβαια, αν μια ταινία «θυμίζει» μια άλλη ή έχει την αίσθηση του γνώριμου. Με βάση ένα κάλο σενάριο όλα αυτά ξεχνιούνται. Αλλά, αλίμονο, εδώ δεν υπάρχει η σωστή βάση, με αποτέλεσμα η ταινία να κατατάσσεται στην κατηγορία «το είδαμε, το ξεχάσαμε». Πρόκειται για μια ταινία δομημένη με μια απλή αρχή, ένα απλό τέλος κι ένα περίπλοκο μεσαίο κομμάτι. Το θέμα, όμως, είναι ότι στις ταινίες με ληστείες, καθώς και στα περισσότερα θρίλερ, ξέρουμε ότι τα πράγματα δεν θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, ίσως κάπου-κάπου να θέλουμε και να δούμε επιπλοκές προκειμένου να παρακολουθήσουμε την ομάδα των χαρακτήρων καθώς θα προσπαθεί να προσαρμοστεί και να τις ξεπεράσει. Το πρόβλημα είναι ότι στο παρόν φιλμ αυτές οι επιπλοκές δεν αισθάνονται τόσο πολύ ως φυσικές, αλλά περισσότερο σαν στοιχεία πλοκής από άλλες τέτοιες ται