Εάν ξετρελαθήκατε, ή ακόμα κι αν απλώς σας άρεσε το «21 Jump Street», τότε δεν θέλει και πολύ μυαλό ότι θα εκτιμήσετε και τούτη εδώ τη συνέχεια. Η έκπληξη όμως είναι ότι ακόμα και άτομα που το πρώτο μέρος δεν ήταν πολύ του γούστου τους (συμπεριλαμβανομένου κι εμένα), αυτό το σίκουελ πραγματικά θα το απολαύσουν.
Δεν μιλάμε φυσικά για κινηματογράφο σε όλο του το μεγαλείο, αλλά όπως και να το κάνουμε η ταινία είναι άκρως ψυχαγωγική. Συνδυάζοντας την καταπληκτική χημεία μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών και με οδηγό έναν συνδυασμό γνήσιου κωμικού πνεύματος και κατάφωρα χαζής διασκέδασης, το «22 Jump Street» πετυχαίνει τον στόχο του, κάτι που το καθιστά ένα ένοχα απολαυστικό χάος. Σεναριακά η πλοκή είναι λίγο πολύ μια επανάληψη της πρώτης ταινίας, κάτι αναμενόμενο όταν μιλάμε για σίκουελ πετυχημένου franchise. Ωστόσο, πολύ έξυπνα, το φιλμ διαπρέπει ακριβώς γιατί έχει επίγνωση ότι είναι συνέχεια και το διακωμωδεί, μένει σταθερό στη φόρμουλα, ενώ παράλληλα την κοροϊδεύει. Πάρτι αδελφοτήτων, ποδόσφαιρο κολλεγίων, slam ποίηση, άλλα και το spring-break ανακατεύονται ευφυέστατα, παιχνιδιάρικα κι αυτό-αναφορικά και μαζί με έναν πάκο από ξεκαρδιστικές ατάκες και χονδροειδή αστεία δημιουργούν μια λεκτικά, αλλά κι οπτικά ευχάριστη κωμωδία.
Φυσικά, όσα καλά κι αν είναι τα αστεία, δεν σε πάνε μακριά αν δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι συντελεστές να τα διεκπεραιώσουν σωστά. Από τη μια πλευρά, έχουμε το σκηνοθετικό δίδυμο Phil Lord και Christopher Miller, οι οποίοι, από το μετεωρολογικής κλίσης ορεκτικό τους («Βρέχει Κεφτέδες») μέχρι το καθολικά λατρεμένο «The Lego Movie», έχουν αποδείξει ότι μπορούν να διαχειριστούν άψογα τα χαρακτηριστικά και τις συμβάσεις της κωμωδίας και να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τα κλισέ. Με το «22 Jump Street» εδραιώνουν τη θέση τους ως δύο από τους πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες κωμωδίας και μας κάνουν να αναμένουμε με αγωνία το επόμενο κινηματογραφικό τόλμημα τους. Στην αντίπερα όχθη, όσο καλογραμμένα κι αν είναι τα αστεία σε μια ταινία, ο κίνδυνος να μη λειτουργούν είναι μεγάλος αν δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι ηθοποιοί για να τα ερμηνεύσουν. Στα πρόσωπα του Hill και του Tatum οι σκηνοθέτες βρήκαν σίγουρα το τέλειο όχημα για την τρέλα που θέλουν να περάσουν. Αυτή τη φορά είναι και οι δύο φανερά πιο άνετοι στους ρόλους τους, το κωμικό timing τους είναι πιο εκλεπτυσμένο, ενώ τέλος χάρη στο «bromance», που καταλαμβάνει ακόμα μεγαλύτερο μέρος του σεναρίου, οι δυο τους βγάζουν αβίαστα γέλιο.
Το αν ή όχι μια δεύτερη συνέχεια θα βγει στο μέλλον στο σινεμά δεν έχει σημασία, γιατί το «22 Jump Street» κατάφερε, με τεράστια επιτυχία, να διατηρήσει και σε πολλές περιπτώσεις να βελτιώσει τα προτερήματα του προκατόχου του και να γίνει μία από εκείνες τις σπάνιες ταινίες του είδους που είναι πολύ αστείες για αυτό που είναι και που συνιστάται να δείτε!
Δεν μιλάμε φυσικά για κινηματογράφο σε όλο του το μεγαλείο, αλλά όπως και να το κάνουμε η ταινία είναι άκρως ψυχαγωγική. Συνδυάζοντας την καταπληκτική χημεία μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών και με οδηγό έναν συνδυασμό γνήσιου κωμικού πνεύματος και κατάφωρα χαζής διασκέδασης, το «22 Jump Street» πετυχαίνει τον στόχο του, κάτι που το καθιστά ένα ένοχα απολαυστικό χάος. Σεναριακά η πλοκή είναι λίγο πολύ μια επανάληψη της πρώτης ταινίας, κάτι αναμενόμενο όταν μιλάμε για σίκουελ πετυχημένου franchise. Ωστόσο, πολύ έξυπνα, το φιλμ διαπρέπει ακριβώς γιατί έχει επίγνωση ότι είναι συνέχεια και το διακωμωδεί, μένει σταθερό στη φόρμουλα, ενώ παράλληλα την κοροϊδεύει. Πάρτι αδελφοτήτων, ποδόσφαιρο κολλεγίων, slam ποίηση, άλλα και το spring-break ανακατεύονται ευφυέστατα, παιχνιδιάρικα κι αυτό-αναφορικά και μαζί με έναν πάκο από ξεκαρδιστικές ατάκες και χονδροειδή αστεία δημιουργούν μια λεκτικά, αλλά κι οπτικά ευχάριστη κωμωδία.
Φυσικά, όσα καλά κι αν είναι τα αστεία, δεν σε πάνε μακριά αν δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι συντελεστές να τα διεκπεραιώσουν σωστά. Από τη μια πλευρά, έχουμε το σκηνοθετικό δίδυμο Phil Lord και Christopher Miller, οι οποίοι, από το μετεωρολογικής κλίσης ορεκτικό τους («Βρέχει Κεφτέδες») μέχρι το καθολικά λατρεμένο «The Lego Movie», έχουν αποδείξει ότι μπορούν να διαχειριστούν άψογα τα χαρακτηριστικά και τις συμβάσεις της κωμωδίας και να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τα κλισέ. Με το «22 Jump Street» εδραιώνουν τη θέση τους ως δύο από τους πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες κωμωδίας και μας κάνουν να αναμένουμε με αγωνία το επόμενο κινηματογραφικό τόλμημα τους. Στην αντίπερα όχθη, όσο καλογραμμένα κι αν είναι τα αστεία σε μια ταινία, ο κίνδυνος να μη λειτουργούν είναι μεγάλος αν δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι ηθοποιοί για να τα ερμηνεύσουν. Στα πρόσωπα του Hill και του Tatum οι σκηνοθέτες βρήκαν σίγουρα το τέλειο όχημα για την τρέλα που θέλουν να περάσουν. Αυτή τη φορά είναι και οι δύο φανερά πιο άνετοι στους ρόλους τους, το κωμικό timing τους είναι πιο εκλεπτυσμένο, ενώ τέλος χάρη στο «bromance», που καταλαμβάνει ακόμα μεγαλύτερο μέρος του σεναρίου, οι δυο τους βγάζουν αβίαστα γέλιο.
Το αν ή όχι μια δεύτερη συνέχεια θα βγει στο μέλλον στο σινεμά δεν έχει σημασία, γιατί το «22 Jump Street» κατάφερε, με τεράστια επιτυχία, να διατηρήσει και σε πολλές περιπτώσεις να βελτιώσει τα προτερήματα του προκατόχου του και να γίνει μία από εκείνες τις σπάνιες ταινίες του είδους που είναι πολύ αστείες για αυτό που είναι και που συνιστάται να δείτε!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου