Όταν το 2010 κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους το «Οι Αναλώσιμοι», ο περισσότερος κόσμος το θεώρησε ως μια ωραία ιδέα και με αρωγό τη νοσταλγία μας για τέτοιου είδους ταινίες πήγαμε να το δούμε. Το 2012, τώρα, όταν βγήκε στο σινεμά το πρώτο σίκουελ, βλέποντάς το αντιληφθήκαμε -και περισσότερο ξαφνιαστήκαμε- ότι είναι, πέρα από διασκεδαστική, ωραία και ενδιαφέρουσα περιπέτεια. Φέτος, έχοντας στο μυαλό ότι ο Sylvester Stallone έχει μια μακρά παράδοση στο να παίρνει ωραίες ιδέες και να τις ξεζουμίζει με το ένα σίκουελ πίσω από το άλλο (βλέπε «Ρόκυ, τα Χρυσά Γάντια» & «Ράμπο, το Πρώτο Αίμα»), φτάσαμε αισίως στο τρίτο μέρος των «Expendables». Το συναίσθημα που σου προκαλεί η παρακολούθηση του τρίτου μέρος από το συγκεκριμένο franchise, μόνο με την παροιμία «τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μoυ!» μπορεί να περιγραφεί.
Μετά από τρεις ταινίες, το μόνο πράγμα που είναι σαφές είναι ότι οι διάφοροι σεναριογράφοι πίσω από αυτές τις ταινίες δεν ξέρουν πρώτον τι σημαίνει «αναλώσιμοι» και δεύτερον δεν έχουν καμία ιδέα για το τι θέλουν να κάνουν με αυτή τη σειρά. Με την τεστοστερόνη να αγγίζει επίπεδα που ξεπερνούν το επιτρεπτό και με τους πρωταγωνιστές να μουρμουράνε (δόξα τω Θεώ για τους υπότιτλους!) λέξεις, το «Οι Αναλώσιμοι 3» μοιάζει να κάνει μότο του την έκφραση «the bigger the better» χωρίς να νοιάζεται για τίποτε άλλο. Βασιζόμενο κατά 99 τις εκατό σε ευφάνταστες, μεγάλης κλίμακας καταστροφικές σκηνές, ξεχνάει ότι για να μπορείς να χαρακτηριστείς ταινία χρειάζεται να έχεις μία έστω υποτυπώδη πλοκή.
Η ιστορία, την οποία ο Stallone πιστώνεται, είναι ένα τέτοιο χάος που πραγματικά δεν υπάρχει κανένα νόημα στο να αναφέρουμε έστω την περίληψή της. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το σενάριο είχε πάνω από είκοσι σελίδες πραγματικού διαλόγου. Ακόμα όμως και αυτές οι είκοσι χάνονται, χάρη στην ανεπάρκεια του σκηνοθέτη του «Red Hill», Patrick Hughes, να διαχειριστεί το υλικό. Εμφανέστατα έξω από τα νερά του, οι υστερικοί σκηνοθετικοί του ρυθμοί καταπίνουν κάθε ίχνος συνεκτικής ιστορίας, ενώ βάζοντας μπροστά όπλα, εκρήξεις, τρένα, πλοία, ελικόπτερα κι αυτοκίνητα σε έναν non-stop χείμαρρο πομπώδους και βαρετής δράσης, δημιουργεί ένα ανοικονόμητο κι ασυμμάζευτο θέαμα που κουράζει.
Η υποτιθέμενη υπόθεση, όμως, καταφέρνει και χρησιμεύει ακόμα μία φορά ως πρόσχημα για να μαζευτεί ένα τεράστιο καστ, γεμάτο αναγνωρίσιμα πρόσωπα (το franchise μοιάζει αποφασισμένο να προσλάβει κάθε πρώην action-star ή αουτσάιντερ του Χόλιγουντ) που σχεδόν κανένας τους δεν είναι γνωστός ως ιδιαίτερα μεγάλος ηθοποιός, με αποτέλεσμα να μην περιμένεις εξαρχής και πολλά από το ερμηνευτικό κομμάτι του έργου. Ούτως η άλλως, θα πείτε, σε τέτοιου είδους ταινίες κανέναν δεν τον νοιάζει αυτό. Θα μπορούσα να διαμαρτυρηθώ για το πώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι πραγματικά στριμωγμένοι στην ταινία, με τέτοιο τρόπο που ουσιαστικά κανένας από αυτούς δεν έχει τίποτα να κάνει και πολλοί από αυτούς παίζουν σε μια-δυο σκηνές το πολύ. Δεν θα το κάνω, όμως, γιατί γνωρίζω ότι ο λόγος που οι συγκεκριμένοι «μάτσο» ήρωες συμμετέχουν εδώ είναι ξεκάθαρα τα λεφτά (ο Harrison Ford τσέπωσε 3.000.000 δολάρια για τέσσερις ημέρες γυρισμάτων). Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μπω στον κόπο να ασχοληθώ και να αναφέρω ποιος είναι καλός και ποιος όχι, ή ποιος ξεχωρίζει και ποιος είναι ελεεινά χάλια.
Με βάση όλα τα παραπάνω, το «Οι Αναλώσιμοι 3» πιθανόν να εκτιμηθεί περισσότερο από τους ορκισμένους φαν του είδους. Για όλους τους υπόλοιπους είναι μια πέρα για πέρα απογοητευτική, προβλέψιμη και άμυαλη περιπέτεια, χωρίς κανένα βάθος και νόημα, που δεν λειτουργεί ούτε καν ως φόρος τιμής στις ταινίες δράσης του παρελθόντος. Ας ελπίσουμε ότι το franchise τελειώνει εδώ, μια και δεν θα αντέξω στη σκέψη ότι αυτοί οι, κάποτε ηρωικοί, χαρακτήρες θα επανέλθουν.
Μετά από τρεις ταινίες, το μόνο πράγμα που είναι σαφές είναι ότι οι διάφοροι σεναριογράφοι πίσω από αυτές τις ταινίες δεν ξέρουν πρώτον τι σημαίνει «αναλώσιμοι» και δεύτερον δεν έχουν καμία ιδέα για το τι θέλουν να κάνουν με αυτή τη σειρά. Με την τεστοστερόνη να αγγίζει επίπεδα που ξεπερνούν το επιτρεπτό και με τους πρωταγωνιστές να μουρμουράνε (δόξα τω Θεώ για τους υπότιτλους!) λέξεις, το «Οι Αναλώσιμοι 3» μοιάζει να κάνει μότο του την έκφραση «the bigger the better» χωρίς να νοιάζεται για τίποτε άλλο. Βασιζόμενο κατά 99 τις εκατό σε ευφάνταστες, μεγάλης κλίμακας καταστροφικές σκηνές, ξεχνάει ότι για να μπορείς να χαρακτηριστείς ταινία χρειάζεται να έχεις μία έστω υποτυπώδη πλοκή.
Η ιστορία, την οποία ο Stallone πιστώνεται, είναι ένα τέτοιο χάος που πραγματικά δεν υπάρχει κανένα νόημα στο να αναφέρουμε έστω την περίληψή της. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το σενάριο είχε πάνω από είκοσι σελίδες πραγματικού διαλόγου. Ακόμα όμως και αυτές οι είκοσι χάνονται, χάρη στην ανεπάρκεια του σκηνοθέτη του «Red Hill», Patrick Hughes, να διαχειριστεί το υλικό. Εμφανέστατα έξω από τα νερά του, οι υστερικοί σκηνοθετικοί του ρυθμοί καταπίνουν κάθε ίχνος συνεκτικής ιστορίας, ενώ βάζοντας μπροστά όπλα, εκρήξεις, τρένα, πλοία, ελικόπτερα κι αυτοκίνητα σε έναν non-stop χείμαρρο πομπώδους και βαρετής δράσης, δημιουργεί ένα ανοικονόμητο κι ασυμμάζευτο θέαμα που κουράζει.
Η υποτιθέμενη υπόθεση, όμως, καταφέρνει και χρησιμεύει ακόμα μία φορά ως πρόσχημα για να μαζευτεί ένα τεράστιο καστ, γεμάτο αναγνωρίσιμα πρόσωπα (το franchise μοιάζει αποφασισμένο να προσλάβει κάθε πρώην action-star ή αουτσάιντερ του Χόλιγουντ) που σχεδόν κανένας τους δεν είναι γνωστός ως ιδιαίτερα μεγάλος ηθοποιός, με αποτέλεσμα να μην περιμένεις εξαρχής και πολλά από το ερμηνευτικό κομμάτι του έργου. Ούτως η άλλως, θα πείτε, σε τέτοιου είδους ταινίες κανέναν δεν τον νοιάζει αυτό. Θα μπορούσα να διαμαρτυρηθώ για το πώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι πραγματικά στριμωγμένοι στην ταινία, με τέτοιο τρόπο που ουσιαστικά κανένας από αυτούς δεν έχει τίποτα να κάνει και πολλοί από αυτούς παίζουν σε μια-δυο σκηνές το πολύ. Δεν θα το κάνω, όμως, γιατί γνωρίζω ότι ο λόγος που οι συγκεκριμένοι «μάτσο» ήρωες συμμετέχουν εδώ είναι ξεκάθαρα τα λεφτά (ο Harrison Ford τσέπωσε 3.000.000 δολάρια για τέσσερις ημέρες γυρισμάτων). Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μπω στον κόπο να ασχοληθώ και να αναφέρω ποιος είναι καλός και ποιος όχι, ή ποιος ξεχωρίζει και ποιος είναι ελεεινά χάλια.
Με βάση όλα τα παραπάνω, το «Οι Αναλώσιμοι 3» πιθανόν να εκτιμηθεί περισσότερο από τους ορκισμένους φαν του είδους. Για όλους τους υπόλοιπους είναι μια πέρα για πέρα απογοητευτική, προβλέψιμη και άμυαλη περιπέτεια, χωρίς κανένα βάθος και νόημα, που δεν λειτουργεί ούτε καν ως φόρος τιμής στις ταινίες δράσης του παρελθόντος. Ας ελπίσουμε ότι το franchise τελειώνει εδώ, μια και δεν θα αντέξω στη σκέψη ότι αυτοί οι, κάποτε ηρωικοί, χαρακτήρες θα επανέλθουν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου