Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

The Expendables 3 [1/5]

Όταν το 2010 κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους το «Οι Αναλώσιμοι», ο περισσότερος κόσμος το θεώρησε ως μια ωραία ιδέα και με αρωγό τη νοσταλγία μας για τέτοιου είδους ταινίες πήγαμε να το δούμε. Το 2012, τώρα, όταν βγήκε στο σινεμά το πρώτο σίκουελ, βλέποντάς το αντιληφθήκαμε -και περισσότερο ξαφνιαστήκαμε- ότι είναι, πέρα από διασκεδαστική, ωραία και ενδιαφέρουσα περιπέτεια. Φέτος, έχοντας στο μυαλό ότι ο Sylvester Stallone έχει μια μακρά παράδοση στο να παίρνει ωραίες ιδέες και να τις ξεζουμίζει με το ένα σίκουελ πίσω από το άλλο (βλέπε «Ρόκυ, τα Χρυσά Γάντια» & «Ράμπο, το Πρώτο Αίμα»), φτάσαμε αισίως στο τρίτο μέρος των «Expendables». Το συναίσθημα που σου προκαλεί η παρακολούθηση του τρίτου μέρος από το συγκεκριμένο franchise, μόνο με την παροιμία «τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μoυ!» μπορεί να περιγραφεί.

Μετά από τρεις ταινίες, το μόνο πράγμα που είναι σαφές είναι ότι οι διάφοροι σεναριογράφοι πίσω από αυτές τις ταινίες δεν ξέρουν πρώτον τι σημαίνει «αναλώσιμοι» και δεύτερον δεν έχουν καμία ιδέα για το τι θέλουν να κάνουν με αυτή τη σειρά. Με την τεστοστερόνη να αγγίζει επίπεδα που ξεπερνούν το επιτρεπτό και με τους πρωταγωνιστές να μουρμουράνε (δόξα τω Θεώ για τους υπότιτλους!) λέξεις, το «Οι Αναλώσιμοι 3» μοιάζει να κάνει μότο του την έκφραση «the bigger the better» χωρίς να νοιάζεται για τίποτε άλλο. Βασιζόμενο κατά 99 τις εκατό σε ευφάνταστες, μεγάλης κλίμακας καταστροφικές σκηνές, ξεχνάει ότι για να μπορείς να χαρακτηριστείς ταινία χρειάζεται να έχεις μία έστω υποτυπώδη πλοκή.

Η ιστορία, την οποία ο Stallone πιστώνεται, είναι ένα τέτοιο χάος που πραγματικά δεν υπάρχει κανένα νόημα στο να αναφέρουμε έστω την περίληψή της. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το σενάριο είχε πάνω από είκοσι σελίδες πραγματικού διαλόγου. Ακόμα όμως και αυτές οι είκοσι χάνονται, χάρη στην ανεπάρκεια του σκηνοθέτη του «Red Hill», Patrick Hughes, να διαχειριστεί το υλικό. Εμφανέστατα έξω από τα νερά του, οι υστερικοί σκηνοθετικοί του ρυθμοί καταπίνουν κάθε ίχνος συνεκτικής ιστορίας, ενώ βάζοντας μπροστά όπλα, εκρήξεις, τρένα, πλοία, ελικόπτερα κι αυτοκίνητα σε έναν non-stop χείμαρρο πομπώδους και βαρετής δράσης, δημιουργεί ένα ανοικονόμητο κι ασυμμάζευτο θέαμα που κουράζει.

Η υποτιθέμενη υπόθεση, όμως, καταφέρνει και χρησιμεύει ακόμα μία φορά ως πρόσχημα για να μαζευτεί ένα τεράστιο καστ, γεμάτο αναγνωρίσιμα πρόσωπα (το franchise μοιάζει αποφασισμένο να προσλάβει κάθε πρώην action-star ή αουτσάιντερ του Χόλιγουντ) που σχεδόν κανένας τους δεν είναι γνωστός ως ιδιαίτερα μεγάλος ηθοποιός, με αποτέλεσμα να μην περιμένεις εξαρχής και πολλά από το ερμηνευτικό κομμάτι του έργου. Ούτως η άλλως, θα πείτε, σε τέτοιου είδους ταινίες κανέναν δεν τον νοιάζει αυτό. Θα μπορούσα να διαμαρτυρηθώ για το πώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι πραγματικά στριμωγμένοι στην ταινία, με τέτοιο τρόπο που ουσιαστικά κανένας από αυτούς δεν έχει τίποτα να κάνει και πολλοί από αυτούς παίζουν σε μια-δυο σκηνές το πολύ. Δεν θα το κάνω, όμως, γιατί γνωρίζω ότι ο λόγος που οι συγκεκριμένοι «μάτσο» ήρωες συμμετέχουν εδώ είναι ξεκάθαρα τα λεφτά (ο Harrison Ford τσέπωσε 3.000.000 δολάρια για τέσσερις ημέρες γυρισμάτων). Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μπω στον κόπο να ασχοληθώ και να αναφέρω ποιος είναι καλός και ποιος όχι, ή ποιος ξεχωρίζει και ποιος είναι ελεεινά χάλια.

Με βάση όλα τα παραπάνω, το «Οι Αναλώσιμοι 3» πιθανόν να εκτιμηθεί περισσότερο από τους ορκισμένους φαν του είδους. Για όλους τους υπόλοιπους είναι μια πέρα για πέρα απογοητευτική, προβλέψιμη και άμυαλη περιπέτεια, χωρίς κανένα βάθος και νόημα, που δεν λειτουργεί ούτε καν ως φόρος τιμής στις ταινίες δράσης του παρελθόντος. Ας ελπίσουμε ότι το franchise τελειώνει εδώ, μια και δεν θα αντέξω στη σκέψη ότι αυτοί οι, κάποτε ηρωικοί, χαρακτήρες θα επανέλθουν.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Three Billboards outside Ebbing, Missouri ★★★★

Μετά το εξαιρετικό «Αποστολή στην Μπριζ» και το άκρως ενδιαφέρον «Επτά ψυχοπαθείς», ο ιρλανδικής καταγωγής Μάρτιν Μακ Ντόνα έχει καθιερωθεί ως ένας από τους πιο λαμπρούς κινηματογραφιστές της εποχής μας. Η έντονη αίσθηση του αντίκτυπου των λέξεων, των χειρονομιών και των εικόνων που διαθέτει είναι σπάνια στο σημερινό τοπίο του κινηματογράφου και συμβαδίζει με την πρωτοφανή επιμέλεια του στην κατασκευή των λεπτομερέστατων, σύνθετων αφηγήσεών του. Με δεδομένη την έκφραση “το καλό πράγμα αργεί να γίνει”, ως ένας επιτυχημένος θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, ο Μακ Ντόνα πήρε το χρόνο του για ετοιμάσει το νέο του κινηματογραφικό πόνημα. Και μετά από πέντε χρόνια σιωπής επιστρέφει με το «Three Billboards Outside Ebbing, Missouri» ένα άλλο μικρό θαύμα αφηγηματικής ισορροπίας όπου ο βαθύς πόνος και το λακωνικό χιούμορ, οι απροσδόκητες ανατροπές, η οργανική ροή δράσης και οι χαρακτήρες που αλλάζουν αλλά πάντα παραμένουν οι ίδιοι, δένουν αρμονικά. Η ιστορία απλή: Η κόρη της...

Made in Italy ★

Κάποιος είπε κάποτε ότι η “ζωή” είναι αυτό που συμβαίνει όταν δεν περιμένεις κάτι να συμβεί. Και είναι τόσο αλήθεια. Ο ίδιος άνθρωπος όμως μάλλον δεν θα είχε δει ταινίες σαν αυτή, που περιμένεις κάτι να συμβεί αλλά τελικά τίποτα δεν συμβαίνει, και οι ώρες της ζωής σου σπαταλιούνται άσκοπα. Πριν την κριτική, η συγκεκριμένη ταινία απαιτεί να έχουμε κάποιο υπόβαθρο. Στο έργο πρωταγωνιστούν οι Liam Neeson και Micheal Richardson, πατέρας και γιος αντίστοιχα στην πραγματική ζωή. Όλοι γνωρίζουμε ότι το 2009 η Natasha Richardson, γυναίκα του Liam Neeson και μητέρα του Micheal Richardson, έφυγε από τη ζωή καθώς ο τραυματισμός της στο κεφάλι κατά τη διάρκεια ενός συνηθισμένου μαθήματος σκι για αρχαρίους απέβη μοιραίος. Η πλοκή της ταινίας τώρα αφορά έναν πατέρα και γιο που επιστρέφουν στην Ιταλία για να πουλήσουν το σπίτι που κληρονόμησαν από την αείμνηστη σύζυγο και μητέρα αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης της βίλας, θα γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους, βελτιώνοντας τη σχέση τους που ...

Δεσμά Αίματος [0/5]

Η πρώτη ψηφιακή ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου ανήκει στην κατηγορία των ταινιών που δεν μπορεί να περιγραφτεί. Θα πρέπει κάποιος να την δει για να καταλάβει το πόσο κακή είναι. Και είναι μεγάλο κρίμα γιατί από τον σκηνοθέτη του Αυτή η Νύχτα Μένει περιμένεις πολλά περισσότερα. Αναλογιζόμενος τώρα και την προηγούμενη συμμετοχή του, το Απ’ τά Κόκαλα Βγαλμένα, μια ομολογουμένως αξιοπρεπέστατη ταινία, σε κάνει άπλα να αναρωτιέσαι γιατί γύρισε το «Δεσμά Αίματος». Πραγματικά, δεν μπορώ να καταλάβω τι είχε στο μυαλό του όταν τη γύριζε και τι προσπαθούσε να πει με αυτή του τη ταινία. Δυστυχώς, το έργο είναι ανούσιο και δεν πετυχαίνει ούτε μια στιγμή να τραβήξει το ενδιαφέρον του θεατή ή να επιτύχει τον όποιο στόχο της. Και αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Από άποψη παράγωγης, η ταινία είναι μια κλίμακα κάτω από την κατηγορία «ερασιτεχνική». Κάτι που δεν ταιριάζει όταν διαβάζεις τους συντελεστές, αλλά που πιστέψτε με ισχύει. Η σκηνοθεσία είναι κυριολεκτικά ανύπαρκτη με τα κλασσικά α...