Νομίζοντας ότι θα μπορέσει να επαναλάβει την επιτυχία του «Crash», ταινίας που το 2004 τον έχρισε βασιλιά των Όσκαρ, ο Paul Haggis επανέρχεται στο ίδιο μοτίβο και φτιάχνει ένα δράμα με πολλαπλές ιστορίες σε εξέλιξη, που καταλήγουν να έχουν σχέση μεταξύ τους. Δομημένο κατά κάποιο τρόπο ως παζλ που εναλλάσσεται μυστηριωδώς μεταξύ των χαρακτήρων και των πόλεων, το «Τρίτο Πρόσωπο», αν κι ασχολείται με κάτι πιο ελαφρύ από το ρατσισμό όπως οι σχέσεις και τα ζητήματα εμπιστοσύνης, δυστυχώς δεν είναι καλό.
Με τον ισχυρισμό του Paul Haggis ότι είχε γράψει πάνω από πενήντα προσχέδια μέχρι να καταλήξει στον τελικό, το μόνο σίγουρο είναι ότι κάτι τέτοιο δεν γίνεται κατανοητό βλέποντας την ταινία. Προσπαθώντας να προσελκύσει ένα συγκεκριμένο κοινό, αποτυγχάνει να κερδίσει τους θεατές που μπορούν να δουν πίσω από τα στιλιστικά σκηνοθετικά τρικ και να διακρίνουν την αδύναμη πλοκή του έργου. Με το σενάριο να ελίσσεται και να περιπλανιέται πάσχοντας από έναν ασυνήθιστα αργό ρυθμό που θα μπορούσε να έχει διορθωθεί έστω στο μοντάζ, το πρόβλημα με τις ιστορίες που συνδέονται με περισσότερους από έναν τρόπους σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές και χρόνο είναι ότι η αφήγηση μοιάζει βεβιασμένη. Και αυτό σίγουρα ισχύει εδώ. Το χειρότερο όμως όλων είναι ότι μοιάζει ημιτελές, σαν κάπου να υπάρχει μια συγκλονιστική ιστορία, αλλά είναι παγιδευμένη μέσα στην πρησμένη και υπερβολική ευαρέσκεια του Haggis. Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με ένα επιφανειακό ρομαντικό θρίλερ που έχει μεταμφιεστεί σε μια καλλιτεχνική ταινία υψηλής αισθητικής.
Οι ερμηνείες της ταινίας, επίσης, δεν είναι κάτι άξιο αναφοράς παρά το ισχυρό καστ που περιλαμβάνει ονόματα όπως Liam Neeson, Adrien Brody, Olivia Wilde και James Franco. Επιτρέποντας στους χαρακτήρες τους να ενεργούν χωρίς λογική, οι ηθοποιοί προσπαθούν να λάμψουν στην οθόνη αντί να συμβάλουν ουσιαστικά στο έργο και στην εξέλιξή του, με αποτέλεσμα οι αποδόσεις τους να είναι μαλθακές και με έλλειψη συνεκτικότητας. Μόνο οι Mila Kunis και Olivia Wilde θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές σε αυτό που κάνουν. Όπως και να `χει, αυτό που σου μένει από το «Τρίτο Πρόσωπο» δεν είναι ούτε η ιστορία που αφηγείται, ούτε οι ερμηνείες, αλλά η (αυτοβιογραφική;) πορεία ενός καλλιτέχνη που παλεύει με τις πιέσεις και τις προσδοκίες μιας βραβευμένης επιτυχίας του και η προσπάθεια του να ανακτήσει τη μαγεία που του έφερε αυτή την επιτυχία. Για τον Haggis ως σκηνοθέτη, ίσως αργήσει ακόμη λίγο.
Με τον ισχυρισμό του Paul Haggis ότι είχε γράψει πάνω από πενήντα προσχέδια μέχρι να καταλήξει στον τελικό, το μόνο σίγουρο είναι ότι κάτι τέτοιο δεν γίνεται κατανοητό βλέποντας την ταινία. Προσπαθώντας να προσελκύσει ένα συγκεκριμένο κοινό, αποτυγχάνει να κερδίσει τους θεατές που μπορούν να δουν πίσω από τα στιλιστικά σκηνοθετικά τρικ και να διακρίνουν την αδύναμη πλοκή του έργου. Με το σενάριο να ελίσσεται και να περιπλανιέται πάσχοντας από έναν ασυνήθιστα αργό ρυθμό που θα μπορούσε να έχει διορθωθεί έστω στο μοντάζ, το πρόβλημα με τις ιστορίες που συνδέονται με περισσότερους από έναν τρόπους σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές και χρόνο είναι ότι η αφήγηση μοιάζει βεβιασμένη. Και αυτό σίγουρα ισχύει εδώ. Το χειρότερο όμως όλων είναι ότι μοιάζει ημιτελές, σαν κάπου να υπάρχει μια συγκλονιστική ιστορία, αλλά είναι παγιδευμένη μέσα στην πρησμένη και υπερβολική ευαρέσκεια του Haggis. Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με ένα επιφανειακό ρομαντικό θρίλερ που έχει μεταμφιεστεί σε μια καλλιτεχνική ταινία υψηλής αισθητικής.
Οι ερμηνείες της ταινίας, επίσης, δεν είναι κάτι άξιο αναφοράς παρά το ισχυρό καστ που περιλαμβάνει ονόματα όπως Liam Neeson, Adrien Brody, Olivia Wilde και James Franco. Επιτρέποντας στους χαρακτήρες τους να ενεργούν χωρίς λογική, οι ηθοποιοί προσπαθούν να λάμψουν στην οθόνη αντί να συμβάλουν ουσιαστικά στο έργο και στην εξέλιξή του, με αποτέλεσμα οι αποδόσεις τους να είναι μαλθακές και με έλλειψη συνεκτικότητας. Μόνο οι Mila Kunis και Olivia Wilde θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές σε αυτό που κάνουν. Όπως και να `χει, αυτό που σου μένει από το «Τρίτο Πρόσωπο» δεν είναι ούτε η ιστορία που αφηγείται, ούτε οι ερμηνείες, αλλά η (αυτοβιογραφική;) πορεία ενός καλλιτέχνη που παλεύει με τις πιέσεις και τις προσδοκίες μιας βραβευμένης επιτυχίας του και η προσπάθεια του να ανακτήσει τη μαγεία που του έφερε αυτή την επιτυχία. Για τον Haggis ως σκηνοθέτη, ίσως αργήσει ακόμη λίγο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου