Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος David Ayer, υπεύθυνος για την «Περιπολία» του 2012, επιστρέφει στα κινηματογραφικά δρώμενα με μια ισχυρή και υπαρξιακή πολεμική ταινία τοποθετημένη κατά τη διάρκεια του Β` Παγκοσμίου Πολέμου. Πρωταγωνιστής ο Brad Pitt ως ο αμερικανός επιλοχίας Don `Wardaddy` Collier που, στη δύση του πολέμου, οδηγεί το πλήρωμα του τανκ του, τον αφοσιωμένο Boyd (Shia LaBeouf), τον Trini (Michael Pena), τον Grady (Jon Bernthal) και τον πρωτάρη Norman (Logan Lerman), σε μια ολοένα και πιο επικίνδυνη αποστολή.
Με την πλοκή να ακούγεται συνηθισμένη, αυτό που κάνει το «Fury» να ξεχωρίζει από το μεγαλύτερο μέρος των σύγχρονων ταινιών πολέμου, είναι η αφοσίωση του στον γκροτέσκο απόηχο των εχθροπραξιών. Το κορυφαία φροντισμένο πολεμικό δράμα του Ayer, ειδικά στο πρώτο μισό, μας αποκαλύπτει με ποικίλους τρόπους την αποτρόπαια εκκαθάριση του πεδίου της μάχης. Πτώματα και διαμελισμένα μέλη θάβονται και καίγονται, τα σωθικά ενός στρατιώτη καθαρίζονται από το τανκ και σε μια τρομακτική, αξέχαστη σκηνή, ένας ισοπεδωμένος άνθρωπος κείτεται σε έναν λασπωμένο δρόμο. Αυτές οι σοκαριστικές λεπτομέρειες, που σπανίως τις βλέπουμε σε σοβαρές χολιγουντιανές ταινίες, καθιερώνουν το «Fury» ως ένα γενναίο κι έντονα γειωμένο έργο και προσωποποιούν το ίδιο του το θέμα: αυτό δεν είναι πόλεμος, είναι οργανωμένη δολοφονία.
Αυτή, όμως, είναι η μία πλευρά του έργου. Αν και η σύνθεση του είναι μεγάλης κλίμακας, ο Ayer, σαν να γυρίζει θρίλερ, κρατά τα πράγματα κλειστοφοβικά αναγκάζοντας μας να αντιλαμβανόμαστε το τι γίνεται σαν να ήμασταν κυριολεκτικά μέσα στο τανκ. Γνωρίζουμε μόνο όσα γνωρίζουν οι πρωταγωνιστές και η επίδραση αυτού είναι τρομακτική και ισχυρή. Το «Fury» είναι, αναμενόμενα, και μια συναρπαστική ταινία δράσης με φοβερές σκηνές πολέμου, εκρήξεις και πυροβολισμούς, που στον πυρήνα του κρύβει ένα μη συναισθηματικό και μη πατριωτικό (είναι σχεδόν άνευ ιδεολογίας, εκτός από το ότι οι πρωταγωνιστές μας είναι Αμερικανοί που θέλουν να σκοτώσουν τους ναζί ή να σκοτωθούν) πορτρέτο του ανδρικού δεσίματος κάτω από τις πιο ακραίες συνθήκες. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, υπάρχει και μια περίεργη σκηνή στην οποία η δράση σταματά και αυτό που παρακολουθούμε μετατρέπεται σε δράμα, υπογραμμίζοντας τη φευγαλέα φύση των σχέσεων στις τραγικές συνθήκες του πολέμου.
Η ταινία, φυσικά, δεν είναι χωρίς τις ατέλειες της. Η μεγαλύτερη κριτική που μπορείς να της κάνεις επικεντρώνεται αναμφισβήτητα στο αφηγηματικό κομμάτι. Σαφέστατα και δεν υπάρχει συνοχή στην εξέλιξη της, υπάρχουν αδιαμφισβήτητα κάποια κλισέ στη διάρκεια της, ενώ το τέλος της, εγκαταλείποντας την έννοια του ρεαλισμού και αναλωμένο σε υπερβολικούς ηρωισμούς, φαντάζει περιττό. Ωστόσο, ο αντίκτυπος της συναισθηματικά είναι τεράστιος. Ο Ayer δεν θέλει να προσφέρει εύκολες απαντήσεις ή μια βολική ιστορία. Θέλει απλά να βιώσουμε τις θυσίες που κάνουν τα γενναία παλικάρια του και να κατανοήσουμε το σωματικό και ψυχικό τίμημα που τους προκάλεσε ο πόλεμος. Αυτή η αναζωογονητικά μοναδική και χωρίς συμβιβασμούς οπτική, σε συνδυασμό με το άψογο καστ και την παθιασμένη σκηνοθεσία, μετατρέπει το «Fury» σε μια από τις πιο δυνατές ταινίες της χρονιάς.
Με την πλοκή να ακούγεται συνηθισμένη, αυτό που κάνει το «Fury» να ξεχωρίζει από το μεγαλύτερο μέρος των σύγχρονων ταινιών πολέμου, είναι η αφοσίωση του στον γκροτέσκο απόηχο των εχθροπραξιών. Το κορυφαία φροντισμένο πολεμικό δράμα του Ayer, ειδικά στο πρώτο μισό, μας αποκαλύπτει με ποικίλους τρόπους την αποτρόπαια εκκαθάριση του πεδίου της μάχης. Πτώματα και διαμελισμένα μέλη θάβονται και καίγονται, τα σωθικά ενός στρατιώτη καθαρίζονται από το τανκ και σε μια τρομακτική, αξέχαστη σκηνή, ένας ισοπεδωμένος άνθρωπος κείτεται σε έναν λασπωμένο δρόμο. Αυτές οι σοκαριστικές λεπτομέρειες, που σπανίως τις βλέπουμε σε σοβαρές χολιγουντιανές ταινίες, καθιερώνουν το «Fury» ως ένα γενναίο κι έντονα γειωμένο έργο και προσωποποιούν το ίδιο του το θέμα: αυτό δεν είναι πόλεμος, είναι οργανωμένη δολοφονία.
Αυτή, όμως, είναι η μία πλευρά του έργου. Αν και η σύνθεση του είναι μεγάλης κλίμακας, ο Ayer, σαν να γυρίζει θρίλερ, κρατά τα πράγματα κλειστοφοβικά αναγκάζοντας μας να αντιλαμβανόμαστε το τι γίνεται σαν να ήμασταν κυριολεκτικά μέσα στο τανκ. Γνωρίζουμε μόνο όσα γνωρίζουν οι πρωταγωνιστές και η επίδραση αυτού είναι τρομακτική και ισχυρή. Το «Fury» είναι, αναμενόμενα, και μια συναρπαστική ταινία δράσης με φοβερές σκηνές πολέμου, εκρήξεις και πυροβολισμούς, που στον πυρήνα του κρύβει ένα μη συναισθηματικό και μη πατριωτικό (είναι σχεδόν άνευ ιδεολογίας, εκτός από το ότι οι πρωταγωνιστές μας είναι Αμερικανοί που θέλουν να σκοτώσουν τους ναζί ή να σκοτωθούν) πορτρέτο του ανδρικού δεσίματος κάτω από τις πιο ακραίες συνθήκες. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, υπάρχει και μια περίεργη σκηνή στην οποία η δράση σταματά και αυτό που παρακολουθούμε μετατρέπεται σε δράμα, υπογραμμίζοντας τη φευγαλέα φύση των σχέσεων στις τραγικές συνθήκες του πολέμου.
Η ταινία, φυσικά, δεν είναι χωρίς τις ατέλειες της. Η μεγαλύτερη κριτική που μπορείς να της κάνεις επικεντρώνεται αναμφισβήτητα στο αφηγηματικό κομμάτι. Σαφέστατα και δεν υπάρχει συνοχή στην εξέλιξη της, υπάρχουν αδιαμφισβήτητα κάποια κλισέ στη διάρκεια της, ενώ το τέλος της, εγκαταλείποντας την έννοια του ρεαλισμού και αναλωμένο σε υπερβολικούς ηρωισμούς, φαντάζει περιττό. Ωστόσο, ο αντίκτυπος της συναισθηματικά είναι τεράστιος. Ο Ayer δεν θέλει να προσφέρει εύκολες απαντήσεις ή μια βολική ιστορία. Θέλει απλά να βιώσουμε τις θυσίες που κάνουν τα γενναία παλικάρια του και να κατανοήσουμε το σωματικό και ψυχικό τίμημα που τους προκάλεσε ο πόλεμος. Αυτή η αναζωογονητικά μοναδική και χωρίς συμβιβασμούς οπτική, σε συνδυασμό με το άψογο καστ και την παθιασμένη σκηνοθεσία, μετατρέπει το «Fury» σε μια από τις πιο δυνατές ταινίες της χρονιάς.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου