Συμπαθητική περσόνα ο ηθοποιός Θοδωρής Αθερίδης δεν λέω, αλλά ως σκηνοθέτης είναι άλλο ζήτημα. Μπορεί το μια «Μέλισσα τον Αύγουστο» να του βγήκε, αλλά εδώ τα πράγματα δεν λειτουργούν διόλου. Σαφέστατα ξεφεύγει από το new-wave στυλάκι που έχουμε μπαφιάσει να βλέπουμε τελευταία στη χώρα μας, και αυτό είναι μια παρηγοριά, αλλά συνολικά δεν του βγαίνει με τίποτα. Με ένα σενάριο που δεν βγάζει νόημα και μια κινηματογραφική δομή του εναλλάξ στον χρόνο, το «Από Έρωτα» καταντάει ένα κουραστικό, από τα πρώτα κιόλας λεπτά, αισθηματικό δράμα που δεν προσφέρει τίποτα παρά μόνο τη δυνατότητα στον Αθερίδη και την παρέα του να πει ότι γύρισε ακόμα μία ταινία…
Ειλικρινά από όπου και το πιάσεις το έργο, δεν σώνεται με τίποτα. Ερμηνευτικά, το τρίο των πρωταγωνιστών τα πάει πολύ άσχημα. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη χειρότερη ερμηνεία που έχουμε δει από τη Σμαράγδα Καρύδη! Ο όρος «υπέρ-παίζει» τής πάει γάντι. Γελάει, φωνάζει, κλαίει εκεί που πρέπει, αλλά όχι όσο πρέπει. Από την άλλη, η Παναγιώτα Βλαντή, στον άκρως κακογραμμένο ρόλο της, δεν βλέπεται κάνοντας μια αλλοδαπή που αλλιώς μιλάει στην αρχή, αλλιώς στη μέση κι αλλιώς στο τέλος. Ενώ ο Αθερίδης δεν καταφέρνει ούτε στο ελάχιστο να κάνει τον θεατή να ενδιαφερθεί γι` αυτόν, παραδίδοντας μια ερμηνεία άκρως άνευρη κι οριακά αστεία.
Σεναριακά το πρόβλημα φαίνεται σκηνή-σκηνή! Υπάρχουν σκηνές όπου οι πρωταγωνιστές μάς κοιτάνε και ξεστομίζουν αμίμητες ατάκες τύπου: «άντρες, τρελοί που είστε» και άλλα τέτοια. Σε μια ερωτική, ακούγονται αρλούμπες που περνιούνται για σοβαρές συζητήσεις και βαρύγδουπες δηλώσεις. Αλλού δίνεται ιατρικό φακελάκι για το σημαντικό του πράγματος, ένα κοινωνικό κλισέ που καταλήγει ως μια δραματική ενίσχυση τού τίποτα. Και το απόγειο: το απόφθεγμα της ταινίας είναι ότι όταν χωρίσουν δυο, κάπου γίνεται μια καταστροφή και απελευθερώνεται πολύ ενέργεια. Ένα συμπέρασμα που πέρα από το ότι δεν στέκει, μας το δίνουν οι δυο πρωταγωνιστές κλείνοντας μας κυριολεκτικά το μάτι καθώς πέφτουν οι τίτλοι. Μόνο σε ελληνική ταινία!
Δεν νιώθω ευχάριστα να χαρακτηρίζω μια ταινία με τόσο χαμηλό βαθμό, αλλά όταν ακούς ατάκες όπως το «Μπαμπά αγάπησε εσένα, όταν ο μπαμπάς αγαπάει δαγκώνει», αυτό που βλέπεις δεν έχει συνοχή και προσπαθεί να βγάλει απ` τη μύγα ξίγκι, λυπάμαι αλλά αλλιώς δεν γίνεται…
Ειλικρινά από όπου και το πιάσεις το έργο, δεν σώνεται με τίποτα. Ερμηνευτικά, το τρίο των πρωταγωνιστών τα πάει πολύ άσχημα. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη χειρότερη ερμηνεία που έχουμε δει από τη Σμαράγδα Καρύδη! Ο όρος «υπέρ-παίζει» τής πάει γάντι. Γελάει, φωνάζει, κλαίει εκεί που πρέπει, αλλά όχι όσο πρέπει. Από την άλλη, η Παναγιώτα Βλαντή, στον άκρως κακογραμμένο ρόλο της, δεν βλέπεται κάνοντας μια αλλοδαπή που αλλιώς μιλάει στην αρχή, αλλιώς στη μέση κι αλλιώς στο τέλος. Ενώ ο Αθερίδης δεν καταφέρνει ούτε στο ελάχιστο να κάνει τον θεατή να ενδιαφερθεί γι` αυτόν, παραδίδοντας μια ερμηνεία άκρως άνευρη κι οριακά αστεία.
Σεναριακά το πρόβλημα φαίνεται σκηνή-σκηνή! Υπάρχουν σκηνές όπου οι πρωταγωνιστές μάς κοιτάνε και ξεστομίζουν αμίμητες ατάκες τύπου: «άντρες, τρελοί που είστε» και άλλα τέτοια. Σε μια ερωτική, ακούγονται αρλούμπες που περνιούνται για σοβαρές συζητήσεις και βαρύγδουπες δηλώσεις. Αλλού δίνεται ιατρικό φακελάκι για το σημαντικό του πράγματος, ένα κοινωνικό κλισέ που καταλήγει ως μια δραματική ενίσχυση τού τίποτα. Και το απόγειο: το απόφθεγμα της ταινίας είναι ότι όταν χωρίσουν δυο, κάπου γίνεται μια καταστροφή και απελευθερώνεται πολύ ενέργεια. Ένα συμπέρασμα που πέρα από το ότι δεν στέκει, μας το δίνουν οι δυο πρωταγωνιστές κλείνοντας μας κυριολεκτικά το μάτι καθώς πέφτουν οι τίτλοι. Μόνο σε ελληνική ταινία!
Δεν νιώθω ευχάριστα να χαρακτηρίζω μια ταινία με τόσο χαμηλό βαθμό, αλλά όταν ακούς ατάκες όπως το «Μπαμπά αγάπησε εσένα, όταν ο μπαμπάς αγαπάει δαγκώνει», αυτό που βλέπεις δεν έχει συνοχή και προσπαθεί να βγάλει απ` τη μύγα ξίγκι, λυπάμαι αλλά αλλιώς δεν γίνεται…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου