Με μια καριέρα της οποίας η αναγέννηση βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη τα τελευταία χρόνια, ο Bill Murray απολαμβάνει στις μέρες μας τέτοιου είδους αποδοχή από το κοινό και τέτοια επιτυχία που κάποιοι δεν την εισπράττουν σε ολόκληρη την καριέρα τους. Σημαντικό παράγοντα σε αυτήν την αναζωογόνηση -πέρα από το ότι είναι πάρα πολύ cool τύπος- έπαιξε φυσικά το γεγονός ότι ο ίδιος ως ηθοποιός ξέρει να διαλέγει τα σωστά, υψηλού επιπέδου, ανεξάρτητα σενάρια («Χαμένοι στη Μετάφραση», «Τσακισμένα Λουλούδια»), έχει από κοντά τον Wes Anderson και φυσικά δεν φοβάται να παίξει και σε μια-δυο καλτ κωμωδίες («Zombieland»).
Η παρουσία του στον πρωταγωνιστικό ρόλο του «St. Vincent: Ο Αγαπημένος μου Άγιος» είναι ταυτόχρονα το προσόν της ταινίας, αλλά και το μεγαλύτερο μειονέκτημά της. Είναι σαφέστατα τεκμηριωμένη η απόλαυση του να βλέπεις τον Bill Murray να παίζει τον «κόπανο». Δυστυχώς, όμως, ο ρόλος του οξύθυμου γείτονα της διπλανής πόρτας που υποδύεται εδώ μοιάζει κλισέ προκατασκευασμένος. Πατώντας υπερβολικά πολύ στην περσόνα που ο ίδιος ο Murray έχει πλάσει έξω από το κινηματογραφικό πανί, ο χαρακτήρας του στην ταινία είναι έτσι γραμμένος λες και το έργο θέλει απεγνωσμένα να μας διαβεβαιώσει ότι όλα όσα λέγονται για αυτόν και τη συμπεριφορά του είναι αλήθεια.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη μετρίαση, από ένα σημείο και μετά, του ενδιαφέροντος του κοινού για τον πρωταγωνιστή, αλλά και τη λανθασμένη, από μεριάς σεναρίου, δημιουργία καταστάσεων και στιγμών που δυσχεραίνουν την ήδη ισχνή πλοκή του έργου και δεν της επιτρέπουν να πάρει ρίσκα. Μια ταινία λοιπόν που φαίνεται να έχει δημιουργηθεί αποκλειστικά με σκοπό να αφήσει τον κ. Murray «να κάνει τα δικά του», δεν μπορεί να μην πνίγεται στην αναποφασιστικότητα και τους συναισθηματισμούς. Ακόμα και έτσι, όμως, το ουσιαστικό σκηνοθετικό ντεμπούτο του Theodore Melfi είναι αστείο, συγκινητικό και ποτέ δεν σε προσβάλει.
Η παρουσία του στον πρωταγωνιστικό ρόλο του «St. Vincent: Ο Αγαπημένος μου Άγιος» είναι ταυτόχρονα το προσόν της ταινίας, αλλά και το μεγαλύτερο μειονέκτημά της. Είναι σαφέστατα τεκμηριωμένη η απόλαυση του να βλέπεις τον Bill Murray να παίζει τον «κόπανο». Δυστυχώς, όμως, ο ρόλος του οξύθυμου γείτονα της διπλανής πόρτας που υποδύεται εδώ μοιάζει κλισέ προκατασκευασμένος. Πατώντας υπερβολικά πολύ στην περσόνα που ο ίδιος ο Murray έχει πλάσει έξω από το κινηματογραφικό πανί, ο χαρακτήρας του στην ταινία είναι έτσι γραμμένος λες και το έργο θέλει απεγνωσμένα να μας διαβεβαιώσει ότι όλα όσα λέγονται για αυτόν και τη συμπεριφορά του είναι αλήθεια.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη μετρίαση, από ένα σημείο και μετά, του ενδιαφέροντος του κοινού για τον πρωταγωνιστή, αλλά και τη λανθασμένη, από μεριάς σεναρίου, δημιουργία καταστάσεων και στιγμών που δυσχεραίνουν την ήδη ισχνή πλοκή του έργου και δεν της επιτρέπουν να πάρει ρίσκα. Μια ταινία λοιπόν που φαίνεται να έχει δημιουργηθεί αποκλειστικά με σκοπό να αφήσει τον κ. Murray «να κάνει τα δικά του», δεν μπορεί να μην πνίγεται στην αναποφασιστικότητα και τους συναισθηματισμούς. Ακόμα και έτσι, όμως, το ουσιαστικό σκηνοθετικό ντεμπούτο του Theodore Melfi είναι αστείο, συγκινητικό και ποτέ δεν σε προσβάλει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου