Αν αναλογιστεί κανείς τις προηγούμενες ταινίες του γάλλου σκηνοθέτη Jean-Pierre Jeunet («Ντελικατέσεν», «Η Πόλη των Χαμένων Παιδιών», «Αμελί»), θα αντιληφθεί μια χαρακτηριστική κι αισθητικά ευχάριστη ιδιοτυπία και μια επιδέξια ικανότητα στη δημιουργία φανταστικών κόσμων. Το νέο του έργο, το δεύτερο αμερικανικό μετά το «Άλιεν: Η Αναγέννηση», δεν αποτελεί εξαίρεση. Βασισμένο σε ένα όμορφα εικονογραφημένο μυθιστόρημα του Reif Larsen για ένα αγόρι-ιδιοφυΐα, το «Ο Απρόβλεπτος Κος Σπίβετ» αποτελεί ένα γλυκό, αν και άνισο, σύγχρονο παραμύθι.
Τα πρώτα 50 λεπτά της ταινίας είναι πραγματικά θαυμάσια καλλιτεχνικώς, αλλά και σεναριακά. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με έναν κόσμο γεμάτο κορεσμένα χρώματα και ένα παστέλ εμποτισμένο ειδυλλιακό μέρος στο κέντρο της γραφικής αμερικανικής φύσης. Μέσω ενός μείγματος voice-over αφήγησης και κινούμενων σχεδίων, εικόνων, διαγραμμάτων και χαρτών, εμείς ως θεατές βυθιζόμαστε πλήρως στον κόσμο του Κου Σπίβετ. Επιβεβαιώνοντας δε ότι αν χρησιμοποιηθεί σωστά είναι ένα ακόμη εργαλείο στο οπλοστάσιο του σκηνοθέτη για να πει μια ιστορία, η χρήση του 3D είναι ίσως η καλύτερη που έχουμε δει από το «Η Ζωή του Πι» του Ang Lee, συμπληρώνοντας ιδανικά τον φανταχτερό χρωματισμό και τη σχολαστικά ιδιόμορφη σκηνογραφία.
Αν και διαθέτει ως πρωταγωνιστή ένα παιδί, το έργο είναι πολύ πιο έντονο κι έξυπνο απ` όσο φαίνεται. Έχοντας στο επίκεντρο μια οικογένεια, της οποίας τα μέλη (ένας απόμακρος πατέρας, μια ιδιότροπη μητέρα, δυο νεαρά αγόρια και μια έφηβη αδελφή που μισεί τη ζωή της στη μέση του πουθενά) αποτελούν τον δημιουργικό αγωγό μέσω του οποίου θα πει την ιστορία του, ο Jeunet σκιαγραφεί τους χαρακτήρες του εξαιρετικά καλά και διηγείται μια ιστορία απώλειας, θλίψης κι ενοχής, όπου ο κόσμος μεταξύ της παιδικής ηλικίας και της ενηλικίωσης, της πραγματικότητας και της φαντασίας, είναι ξεκάθαρος φέρνοντας στο μυαλό την εξαιρετικά υποτιμημένη ταινία του Tim Burton «Big Fish». Ισορροπώντας, τώρα, αποτελεσματικά μεταξύ κωμωδίας και δράματος, διατηρεί την αίσθηση της ειλικρίνειας, κάνοντας το έργο πιο ανθρώπινο και ως εκ τούτου πιο εμπλεκόμενο.
Δυστυχώς όμως, από ένα σημείο και μετά το φιλμ επιβραδύνεται. Ο Jeunet, αλλάζοντας τόνο συνεχώς, μοιάζει να έχει μπερδευτεί σχετικά με το αν θέλει αυτό που γυρίζει να είναι μια σοβαρή ποιητική Οδύσσεια στα εκκεντρικά βάθη του μεγάλου αμερικανικού κενού, ή μια ανάλαφρη οικογενειακή ταινία. Τα 105 λεπτά λοιπόν της διάρκειάς της, κινηματογραφικά μοιάζουν πολλά, αφού υπάρχουν σκηνές που κυμαίνονται από ξεχειλωμένες, μέχρι χωρίς νόημα (ειδικά οι τελευταίες στιγμές στη συνέντευξη είναι θλιβερές). Ακόμα και έτσι, όμως, παρόλο που το εξαιρετικό και το πληκτικό συνυπάρχουν μαζί σαν πουρές σε ένα τελικό προϊόν, το μόνο σίγουρο είναι ότι είτε το βρείτε σοβαρό, είτε παιχνιδιάρικο, γεμάτο νόημα ή χωρίς νόημα, θα το απολαύσετε.
Τα πρώτα 50 λεπτά της ταινίας είναι πραγματικά θαυμάσια καλλιτεχνικώς, αλλά και σεναριακά. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με έναν κόσμο γεμάτο κορεσμένα χρώματα και ένα παστέλ εμποτισμένο ειδυλλιακό μέρος στο κέντρο της γραφικής αμερικανικής φύσης. Μέσω ενός μείγματος voice-over αφήγησης και κινούμενων σχεδίων, εικόνων, διαγραμμάτων και χαρτών, εμείς ως θεατές βυθιζόμαστε πλήρως στον κόσμο του Κου Σπίβετ. Επιβεβαιώνοντας δε ότι αν χρησιμοποιηθεί σωστά είναι ένα ακόμη εργαλείο στο οπλοστάσιο του σκηνοθέτη για να πει μια ιστορία, η χρήση του 3D είναι ίσως η καλύτερη που έχουμε δει από το «Η Ζωή του Πι» του Ang Lee, συμπληρώνοντας ιδανικά τον φανταχτερό χρωματισμό και τη σχολαστικά ιδιόμορφη σκηνογραφία.
Αν και διαθέτει ως πρωταγωνιστή ένα παιδί, το έργο είναι πολύ πιο έντονο κι έξυπνο απ` όσο φαίνεται. Έχοντας στο επίκεντρο μια οικογένεια, της οποίας τα μέλη (ένας απόμακρος πατέρας, μια ιδιότροπη μητέρα, δυο νεαρά αγόρια και μια έφηβη αδελφή που μισεί τη ζωή της στη μέση του πουθενά) αποτελούν τον δημιουργικό αγωγό μέσω του οποίου θα πει την ιστορία του, ο Jeunet σκιαγραφεί τους χαρακτήρες του εξαιρετικά καλά και διηγείται μια ιστορία απώλειας, θλίψης κι ενοχής, όπου ο κόσμος μεταξύ της παιδικής ηλικίας και της ενηλικίωσης, της πραγματικότητας και της φαντασίας, είναι ξεκάθαρος φέρνοντας στο μυαλό την εξαιρετικά υποτιμημένη ταινία του Tim Burton «Big Fish». Ισορροπώντας, τώρα, αποτελεσματικά μεταξύ κωμωδίας και δράματος, διατηρεί την αίσθηση της ειλικρίνειας, κάνοντας το έργο πιο ανθρώπινο και ως εκ τούτου πιο εμπλεκόμενο.
Δυστυχώς όμως, από ένα σημείο και μετά το φιλμ επιβραδύνεται. Ο Jeunet, αλλάζοντας τόνο συνεχώς, μοιάζει να έχει μπερδευτεί σχετικά με το αν θέλει αυτό που γυρίζει να είναι μια σοβαρή ποιητική Οδύσσεια στα εκκεντρικά βάθη του μεγάλου αμερικανικού κενού, ή μια ανάλαφρη οικογενειακή ταινία. Τα 105 λεπτά λοιπόν της διάρκειάς της, κινηματογραφικά μοιάζουν πολλά, αφού υπάρχουν σκηνές που κυμαίνονται από ξεχειλωμένες, μέχρι χωρίς νόημα (ειδικά οι τελευταίες στιγμές στη συνέντευξη είναι θλιβερές). Ακόμα και έτσι, όμως, παρόλο που το εξαιρετικό και το πληκτικό συνυπάρχουν μαζί σαν πουρές σε ένα τελικό προϊόν, το μόνο σίγουρο είναι ότι είτε το βρείτε σοβαρό, είτε παιχνιδιάρικο, γεμάτο νόημα ή χωρίς νόημα, θα το απολαύσετε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου