Η «Συγκάλυψη» είναι μια ταινία που όλα τα θετικά επίθετα που τη χαρακτηρίζουν συνοδεύονται και από το επίρρημα «σχεδόν». Είναι ένα σχεδόν συναρπαστικό γκανγκστερικό θρίλερ. Είναι μια σχεδόν όμορφη ιστορία αγάπης. Και το σημαντικότερο, είναι μια σχεδόν καλή ταινία.
Γραμμένη από τον Dennis Lehane και σκηνοθετημένη από τον βέλγο Michael R. Roskam, του οποίου το σκηνοθετικό ντεμπούτο («Το Αγρίμι») ήταν υποψήφιο για Όσκαρ, η ταινία, ίσως λόγω του ότι είναι βασισμένη σε μια μικρή ιστορία του ίδιου του Lehane («Animal Rescue»), είναι κατά κάποιον τρόπο τόσο καλή όσο και κακή. Από τη μία έχουμε να κάνουμε με ένα σκηνοθετικά σφιχτοδεμένο και συμπαγές φιλμ μέσα στο οποίο ο Tom Hardy αποδεικνύει πόσο καλός ηθοποιός είναι, από την άλλη όμως τα κίνητρα των χαρακτήρων και οι καταστάσεις που διαδραματίζονται μοιάζουν γνώριμα. Με την υπόθεση από μόνη της να είναι μια σύνθετη ιστορία για απλούς ανθρώπους, το έργο μοιάζει να καταπιάνεται με πολλά περισσότερα απ` όσα μπορεί να διαχειριστεί. Τα πρώτα λεπτά του βομβαρδίζονται και κινούνται από τη μία δευτερεύουσα πλοκή στην άλλη, συμπεριλαμβανόμενου κι ενός παλιού από δεκαετίας μυστηρίου, με αποτέλεσμα η ουσιαστική πλοκή να απαιτεί άπειρο χρόνο μέχρι να πάρει μπρος.
Ο Roskam, χωρίς να έχει πολλές εμπειρίες, δεν είναι αυτός που πρέπει να κατηγορηθεί πλήρως. Σκηνοθετικά υπογράφει ένα ατμοσφαιρικό έργο, γεμάτο με κακοποιούς οι οποίοι δεσπόζουν στην οθόνη και αντι-ήρωες που μας κάνουν να αναρωτιόμαστε γιατί τους αγαπάμε. Κινηματογραφεί την ταινία χρησιμοποιώντας απαλούς τόνους και φωτισμό, καταφέρνοντας να δημιουργήσει μια τεταμένη ατμόσφαιρα. Το μεγαλύτερο επίτευγμα του όμως είναι ότι, παρά το ήρεμο της ιστορίας, από ένα σημείο και μετά καταφέρνει να διατηρήσει προσηλωμένο τον θεατή κάνοντάς τον να μην είναι πολύ σίγουρος αν κάτι φρικτό καραδοκεί. Το μεγαλύτερο σοκ και ίσως απογοήτευση είναι το σενάριο της ταινίας. Ο άνθρωπος που αποτέλεσε την αρχική πηγή ταινιών όπως το «Χωρίς Ίχνη», «Το Νησί των Καταραμένων» και «Σκοτεινό Ποτάμι», καθισμένος ο ίδιος στο τιμόνι του σεναριογράφου, παραδίδει κάτι απόλυτα τετριμμένο. Σαφέστατα και υπάρχουν μερικές ανατροπές στην πορεία του έργου, αλλά τίποτα που να μην έχουμε ξαναδεί ή να μην περιμένουμε. Το υποκρυπτόμενο θέμα της ταινίας ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται, η ιδέα περί μοναχικότητας, ακόμα και η ιστορία αγάπης μοιάζουν λίγο πολύ προαποφασισμένα και προβλέψιμα.
Είναι λοιπόν το σενάριο που κάνει το φιλμ να κινείται αργά και με προσπάθεια, όταν θα έπρεπε να πάλλεται με μεταδοτική ενέργεια δεδομένων της σίγουρης σκηνοθεσίας και του καστ που διαθέτει. Σε επίπεδο ερμηνειών, τα λόγια για τον Tom Hardy είναι περιττά. Αποδεικνύει για ακόμη μία φορά πόσο ηθοποιάρα είναι. Ο Gandolfini, αν και καλός, παίζει έναν ρόλο που θα μπορούσε να ερμηνεύσει με κλειστά μάτια. Η Rapace δεν έχει πολλά να κάνει, ο Schoenaerts, ο οποίος πρωταγωνιστούσε και στο «Αγρίμι» του Roskam, διαθέτει και παρέχει το απαραίτητο επίπεδο απειλής στην ταινία και είναι εξαιρετικός στον ρόλο του ανισόρροπου Eric. Όλοι οι υπόλοιποι δεν είναι άξιοι αναφοράς, μια και οι χαρακτήρες τους δεν αναπτύσσονται σχεδόν καθόλου.
Εντέλει, η «Συγκάλυψη», αν κι ανεπαρκής, δεν μπορεί να πει κανείς πως είναι κακή. Είναι μια ενδιαφέρουσα ταινία με ένα δυναμικό καστ, αξιέπαινη σκηνοθεσία κι ένα μάλλον απογοητευτικό σενάριο. Σίγουρα αξίζει να τη δει κανείς, αλλά είναι μια ταινία από εκείνες τις οποίες θα ξεχάσετε μέχρις ότου τη βρείτε σε έκπτωση σε κάποιο πολυκατάστημα.
Γραμμένη από τον Dennis Lehane και σκηνοθετημένη από τον βέλγο Michael R. Roskam, του οποίου το σκηνοθετικό ντεμπούτο («Το Αγρίμι») ήταν υποψήφιο για Όσκαρ, η ταινία, ίσως λόγω του ότι είναι βασισμένη σε μια μικρή ιστορία του ίδιου του Lehane («Animal Rescue»), είναι κατά κάποιον τρόπο τόσο καλή όσο και κακή. Από τη μία έχουμε να κάνουμε με ένα σκηνοθετικά σφιχτοδεμένο και συμπαγές φιλμ μέσα στο οποίο ο Tom Hardy αποδεικνύει πόσο καλός ηθοποιός είναι, από την άλλη όμως τα κίνητρα των χαρακτήρων και οι καταστάσεις που διαδραματίζονται μοιάζουν γνώριμα. Με την υπόθεση από μόνη της να είναι μια σύνθετη ιστορία για απλούς ανθρώπους, το έργο μοιάζει να καταπιάνεται με πολλά περισσότερα απ` όσα μπορεί να διαχειριστεί. Τα πρώτα λεπτά του βομβαρδίζονται και κινούνται από τη μία δευτερεύουσα πλοκή στην άλλη, συμπεριλαμβανόμενου κι ενός παλιού από δεκαετίας μυστηρίου, με αποτέλεσμα η ουσιαστική πλοκή να απαιτεί άπειρο χρόνο μέχρι να πάρει μπρος.
Ο Roskam, χωρίς να έχει πολλές εμπειρίες, δεν είναι αυτός που πρέπει να κατηγορηθεί πλήρως. Σκηνοθετικά υπογράφει ένα ατμοσφαιρικό έργο, γεμάτο με κακοποιούς οι οποίοι δεσπόζουν στην οθόνη και αντι-ήρωες που μας κάνουν να αναρωτιόμαστε γιατί τους αγαπάμε. Κινηματογραφεί την ταινία χρησιμοποιώντας απαλούς τόνους και φωτισμό, καταφέρνοντας να δημιουργήσει μια τεταμένη ατμόσφαιρα. Το μεγαλύτερο επίτευγμα του όμως είναι ότι, παρά το ήρεμο της ιστορίας, από ένα σημείο και μετά καταφέρνει να διατηρήσει προσηλωμένο τον θεατή κάνοντάς τον να μην είναι πολύ σίγουρος αν κάτι φρικτό καραδοκεί. Το μεγαλύτερο σοκ και ίσως απογοήτευση είναι το σενάριο της ταινίας. Ο άνθρωπος που αποτέλεσε την αρχική πηγή ταινιών όπως το «Χωρίς Ίχνη», «Το Νησί των Καταραμένων» και «Σκοτεινό Ποτάμι», καθισμένος ο ίδιος στο τιμόνι του σεναριογράφου, παραδίδει κάτι απόλυτα τετριμμένο. Σαφέστατα και υπάρχουν μερικές ανατροπές στην πορεία του έργου, αλλά τίποτα που να μην έχουμε ξαναδεί ή να μην περιμένουμε. Το υποκρυπτόμενο θέμα της ταινίας ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται, η ιδέα περί μοναχικότητας, ακόμα και η ιστορία αγάπης μοιάζουν λίγο πολύ προαποφασισμένα και προβλέψιμα.
Είναι λοιπόν το σενάριο που κάνει το φιλμ να κινείται αργά και με προσπάθεια, όταν θα έπρεπε να πάλλεται με μεταδοτική ενέργεια δεδομένων της σίγουρης σκηνοθεσίας και του καστ που διαθέτει. Σε επίπεδο ερμηνειών, τα λόγια για τον Tom Hardy είναι περιττά. Αποδεικνύει για ακόμη μία φορά πόσο ηθοποιάρα είναι. Ο Gandolfini, αν και καλός, παίζει έναν ρόλο που θα μπορούσε να ερμηνεύσει με κλειστά μάτια. Η Rapace δεν έχει πολλά να κάνει, ο Schoenaerts, ο οποίος πρωταγωνιστούσε και στο «Αγρίμι» του Roskam, διαθέτει και παρέχει το απαραίτητο επίπεδο απειλής στην ταινία και είναι εξαιρετικός στον ρόλο του ανισόρροπου Eric. Όλοι οι υπόλοιποι δεν είναι άξιοι αναφοράς, μια και οι χαρακτήρες τους δεν αναπτύσσονται σχεδόν καθόλου.
Εντέλει, η «Συγκάλυψη», αν κι ανεπαρκής, δεν μπορεί να πει κανείς πως είναι κακή. Είναι μια ενδιαφέρουσα ταινία με ένα δυναμικό καστ, αξιέπαινη σκηνοθεσία κι ένα μάλλον απογοητευτικό σενάριο. Σίγουρα αξίζει να τη δει κανείς, αλλά είναι μια ταινία από εκείνες τις οποίες θα ξεχάσετε μέχρις ότου τη βρείτε σε έκπτωση σε κάποιο πολυκατάστημα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου