Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος γιατί ο Taylor Hackford ένιωσε την ανάγκη να ασχοληθεί ξανά με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα. Βασισμένο στο 19ο μυθιστόρημα του Donald E. Westlake με την ονομασία «Flashfire», ο χαρακτήρας εδώ δεν θυμίζει τίποτα από τον ήρωα του βιβλίου αλλά, κάθε άλλο, μοιάζει σαν έναν ακόμα ίδιο χαρακτήρα από αυτούς που υποδύεται ο Jason Statham. Αν δεν έχετε γνώση των μυθιστορημάτων, ίσως να είστε εξοικειωμένοι με την ταινία του 1999 «Ανοιχτοί Λογαριασμοί» με πρωταγωνιστή τον Mel Gibson. Παρόλο που δεν αποκαλείται Parker σε εκείνη την ταινία, o χαρακτήρας του Mel υποτίθεται ότι είναι ίδιος με αυτόν του Statham. Αν έχετε δει και τις δύο ταινίες, θα ανακαλύψετε ότι είναι εντελώς διαφορετικές, με το «Parker» να απογοητεύει γιατί είναι ένα αναμασημένο πράγμα.
Δεν έχω κάποιο πρόβλημα με τον Statham, ίσα-ίσα νομίζω ότι έχει αρκετό χάρισμα στην οθόνη και έχει κάνει κάποιες καλές ταινίες, αλλά πιστεύω ότι το στυλ του έχει αρχίζει να κουράζει. Εδώ παίζει σε μια ταινία που θα μπορούσε να τη γυρίσει με κλειστά μάτια, αφού δεν απαιτεί από αυτόν τίποτα που δεν έχει ξανακάνει. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για τον σκηνοθέτη, Taylor Hackford, ο οποίος έχει κάνει κάποιες πολύ ωραίες ταινίες στο παρελθόν, όπως το «Ray» ή τον «Δικηγόρο του Διαβόλου», αλλά εδώ φτιάχνει μια κοινή και προβλέψιμη ταινία, γυρισμένη στον αυτόματο πιλότο. Και αν οι δυο τους δεν αναλαμβάνουν την πλήρη ευθύνη για την ταινία, τότε ο σεναριογράφος John L. McLaughlin είναι αυτός που πάει για βατόμουρο. Ο υπεύθυνος για το σενάριο του «Μαύρου Κύκνου» (!) προσαρμόζει ένα μυθιστόρημα και όχι μόνο δεν προσδίδει τίποτα νέο σε ένα είδος ταινιών που ούτως ή άλλως έχουμε δει ένα εκατομμύριο φορές, αλλά καταφέρνει να το κάνει χειρότερο. Με χαρακτήρες που μοιάζουν άσχετοι στην όλη υπόθεση (βλέπε Jennifer Lopez στον κακογραμμένο ρόλο του wannabe-love-interest), με ρόλους που δεν προκαλούν ούτε την υποτιθέμενη αγωνία που θα έπρεπε (βλέπε τον αστυφύλακα του Bobby Cannavale, που απλά εμφανίζεται και εξαφανίζεται από το πουθενά) και με κακούς που αναλώνονται στη μία ατάκα και την υποτιθέμενη σκληράδα χωρίς ούτε ένα ίχνος ενδιαφέροντος (κρίμα για το πολύ ενδιαφέρον δευτερεύον καστ που περιλαμβάνει ονόματα όπως ο Michael Chiklis, ο Clifton Collins, Jr. και ο Wendell Pierce), καταφέρνει να έχει μια πλοκή τόσο βαρετή που απορείς. Προσθέστε εδώ και τις φρικιαστικές αλλά αχρείαστες εκρήξεις βίας που σου αποσπούν την προσοχή με λάθος τρόπο και αυτό που έχετε είναι ένα ανούσιο έργο της σειράς.
Συμπερασματικά, το «Parker» θα μπορούσε να είναι ένα κάπως ευχάριστο φιλμ για ένα χαλαρό κυριακάτικο απόγευμα που δεν πολυκοιτάς και την τηλεόραση, στη μεγάλη οθόνη όμως κι έχοντας πληρώσει για να το δεις, μοιάζει ως άλλη μία χαμένη ευκαιρία για να περάσεις καλά.
Δεν έχω κάποιο πρόβλημα με τον Statham, ίσα-ίσα νομίζω ότι έχει αρκετό χάρισμα στην οθόνη και έχει κάνει κάποιες καλές ταινίες, αλλά πιστεύω ότι το στυλ του έχει αρχίζει να κουράζει. Εδώ παίζει σε μια ταινία που θα μπορούσε να τη γυρίσει με κλειστά μάτια, αφού δεν απαιτεί από αυτόν τίποτα που δεν έχει ξανακάνει. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για τον σκηνοθέτη, Taylor Hackford, ο οποίος έχει κάνει κάποιες πολύ ωραίες ταινίες στο παρελθόν, όπως το «Ray» ή τον «Δικηγόρο του Διαβόλου», αλλά εδώ φτιάχνει μια κοινή και προβλέψιμη ταινία, γυρισμένη στον αυτόματο πιλότο. Και αν οι δυο τους δεν αναλαμβάνουν την πλήρη ευθύνη για την ταινία, τότε ο σεναριογράφος John L. McLaughlin είναι αυτός που πάει για βατόμουρο. Ο υπεύθυνος για το σενάριο του «Μαύρου Κύκνου» (!) προσαρμόζει ένα μυθιστόρημα και όχι μόνο δεν προσδίδει τίποτα νέο σε ένα είδος ταινιών που ούτως ή άλλως έχουμε δει ένα εκατομμύριο φορές, αλλά καταφέρνει να το κάνει χειρότερο. Με χαρακτήρες που μοιάζουν άσχετοι στην όλη υπόθεση (βλέπε Jennifer Lopez στον κακογραμμένο ρόλο του wannabe-love-interest), με ρόλους που δεν προκαλούν ούτε την υποτιθέμενη αγωνία που θα έπρεπε (βλέπε τον αστυφύλακα του Bobby Cannavale, που απλά εμφανίζεται και εξαφανίζεται από το πουθενά) και με κακούς που αναλώνονται στη μία ατάκα και την υποτιθέμενη σκληράδα χωρίς ούτε ένα ίχνος ενδιαφέροντος (κρίμα για το πολύ ενδιαφέρον δευτερεύον καστ που περιλαμβάνει ονόματα όπως ο Michael Chiklis, ο Clifton Collins, Jr. και ο Wendell Pierce), καταφέρνει να έχει μια πλοκή τόσο βαρετή που απορείς. Προσθέστε εδώ και τις φρικιαστικές αλλά αχρείαστες εκρήξεις βίας που σου αποσπούν την προσοχή με λάθος τρόπο και αυτό που έχετε είναι ένα ανούσιο έργο της σειράς.
Συμπερασματικά, το «Parker» θα μπορούσε να είναι ένα κάπως ευχάριστο φιλμ για ένα χαλαρό κυριακάτικο απόγευμα που δεν πολυκοιτάς και την τηλεόραση, στη μεγάλη οθόνη όμως κι έχοντας πληρώσει για να το δεις, μοιάζει ως άλλη μία χαμένη ευκαιρία για να περάσεις καλά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου