Ο υπάλληλης μικρής ερευνητικής εταιρίας στη Βοστόνη, ο Paul (Alex Karpovsky), περνάει ένα ρομαντικό σαββατοκύριακο με την όμορφη συνάδελφο του, Danielle (Jaime Ray Newman). Εκείνος θέλει κάτι παραπάνω από ένα σαββατοκύριακο, εκείνη δεν ενδιαφέρεται. Μήνες αργότερα, η μονομερής αγάπη του Paul μετατρέπεται σε οργή και ζήλια, όταν η Danielle αρχίζει να ενδιαφέρεται για κάποιον άλλο. Και νομίζω ότι μπορείτε να μαντέψετε τι θα γίνει από εδώ και πέρα…
Και αυτή η προβλεψιμότητα είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας, γιατί μπορεί ο «Βράχνας» να διαθέτει χαρακτηριστικά ενός θρίλερ και ενός ανεξάρτητου δράματος πάνω στην μελέτη ενός χαρακτήρα, αλλά ουσιαστικά δεν να είναι τίποτα από τα δύο. Είναι μια σχεδόν παρά πολύ απλή ταινία για να ταξινομηθεί σε μια κατηγορία. Και αυτό συμβαίνει γιατί παρόλο που η απλότητα αποτελεί ένα καλό χαρακτηριστικό για μια ταινία σαν αυτή, στην συγκεκριμένη περίπτωση ο θεατής αναζητά συνεχώς και περιμένει με αγωνία μια ανατροπή η όποια δεν έρχεται ποτέ. Αντ’ αυτού, η ταινία ακολουθεί μια λογική συνέχεια χωρίς έμπνευση, που σπάνια προκαλεί έκπληξη, αφού το ένα συμβάν οδηγεί στο άλλο, χωρίς κανένα είδος τυχαίου γεγονότος που θα μπορούσε να κάνει το κοινό να επανεξετάσει το τι συμβαίνει. Όλοι οι χαρακτήρες διαθέτουν έναν ρεαλισμό χωρίς οποιοδήποτε ίχνος ατομικότητας. Συμπεριφέρονται ακριβώς όπως περιμένουμε να συμπεριφερθούν και ακόμα χειρότερα, όπως είναι λογικό να συμπεριφερθούν. Η τρίτη πράξη της ταινίας, δε, η όποια κρύβει μια μεγάλη πληγή, ένα βαθύ και σκοτεινό μυστικό, παρέχει μια εύκολη εξήγηση ολωσδιόλου προβλέψιμη.
Θα μπορούσε, λοιπόν, να βγει μια καλή ταινία μέσα από τη συγκεκριμένη ιστορία, αλλά εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με την απόλυτη μονοτονία. Μια μονοτονία που ακόμη και τα θετικά στοιχειά του έργου (ερμηνείες, φωτογραφία, φυσικοί διάλογοι) δεν μπορούν να σώσουν.
Και αυτή η προβλεψιμότητα είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας, γιατί μπορεί ο «Βράχνας» να διαθέτει χαρακτηριστικά ενός θρίλερ και ενός ανεξάρτητου δράματος πάνω στην μελέτη ενός χαρακτήρα, αλλά ουσιαστικά δεν να είναι τίποτα από τα δύο. Είναι μια σχεδόν παρά πολύ απλή ταινία για να ταξινομηθεί σε μια κατηγορία. Και αυτό συμβαίνει γιατί παρόλο που η απλότητα αποτελεί ένα καλό χαρακτηριστικό για μια ταινία σαν αυτή, στην συγκεκριμένη περίπτωση ο θεατής αναζητά συνεχώς και περιμένει με αγωνία μια ανατροπή η όποια δεν έρχεται ποτέ. Αντ’ αυτού, η ταινία ακολουθεί μια λογική συνέχεια χωρίς έμπνευση, που σπάνια προκαλεί έκπληξη, αφού το ένα συμβάν οδηγεί στο άλλο, χωρίς κανένα είδος τυχαίου γεγονότος που θα μπορούσε να κάνει το κοινό να επανεξετάσει το τι συμβαίνει. Όλοι οι χαρακτήρες διαθέτουν έναν ρεαλισμό χωρίς οποιοδήποτε ίχνος ατομικότητας. Συμπεριφέρονται ακριβώς όπως περιμένουμε να συμπεριφερθούν και ακόμα χειρότερα, όπως είναι λογικό να συμπεριφερθούν. Η τρίτη πράξη της ταινίας, δε, η όποια κρύβει μια μεγάλη πληγή, ένα βαθύ και σκοτεινό μυστικό, παρέχει μια εύκολη εξήγηση ολωσδιόλου προβλέψιμη.
Θα μπορούσε, λοιπόν, να βγει μια καλή ταινία μέσα από τη συγκεκριμένη ιστορία, αλλά εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με την απόλυτη μονοτονία. Μια μονοτονία που ακόμη και τα θετικά στοιχειά του έργου (ερμηνείες, φωτογραφία, φυσικοί διάλογοι) δεν μπορούν να σώσουν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου