Τοποθετημένη στις ακτές μιας μικρής, χωρισμένης από τον υπόλοιπο κόσμο με ένα φράγμα, πόλης που ονομάζεται Bathtub, η ιστορία ακολουθεί την εξάχρονη Χάσπαπι (Quvenzhane Wallis) και τον πατέρα της Γουίνκ (Dwight Henry), καθώς αντιμετωπίζουν τη δική τους εκδοχή του τέλους του κόσμου.
Για να εκτιμήσει κανείς το «Μυθικά Πλάσματα του Νότου», πρέπει να ακολουθήσει την ασυνήθιστη ροη του. Μπορεί η υπόθεση να υποδεικνύει ότι διαδραματίζεται σε μια περιοχή με την ονομασία Bathtub, αλλά ουσιαστικά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα λαμβάνει χώρα στο μυαλό της Χάσπαπι. Είναι η (μαγική) οπτική ματιά μιας νεαρής πάνω σε διάφορα θέματα και, όντας φυσικό αφού μιλάμε για εξάχρονη, μερικές φορές είναι δύσκολο να διαχωριστεί το φανταστικό από το πραγματικό, με αποτέλεσμα ο θεατής να μην είναι απόλυτα σε θέση να ακολουθήσει τον ρυθμό της ταινίας. Αυτή ήταν και η δίκη μου πρώτη δυσκολία κατά τη διάρκεια της ταινίας. Η συνειδητοποίηση της πολύ λεπτής γραμμής διαχωρισμού μεταξύ του ρεαλισμού και της φανταχτερής παιδικής φαντασίας.
Την προσπάθεια μας αντίληψης του κόσμου που θέλει να χτίσει η ταινία δυσκολεύει η σκηνοθεσία του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Benh Zeitlin. Χωρίς επ` ουδενί να υπονοώ ότι στο σύνολο της είναι κακή, η χρήση της κάμερας χεριού (κάτι που πλέον αποτελεί οπτικό σύνηθες σε «ανεξάρτητες» ταινίες), σε αρκετές σκηνές είναι μια λανθασμένη επιλογή. Αυτός ο αδέξιος τρόπος κινηματογράφησης το μόνο που καταφέρνει είναι να καταστρέφει το κλίμα, αποσπώντας σου συνεχώς την προσοχή, μη αφήνοντάς σε να απολαύσεις τις εικόνες. Αν ο Zeitlin προσπαθούσε για μια αλά Terrence Malick (Το Δέντρο της Ζωής) αίσθηση δεν τα καταφέρνει καλά, αν μη τι άλλο σε κάνει να αναπολείς τα αιθέρια αλλά προσεκτικά τοποθετημένα πλάνα του Malick. Με τη σκηνοθεσία λοιπόν να πάσχει από την έλλειψη αφηγηματικής ροής, το αποτέλεσμα είναι το έργο, ακόμα και στα 91 λεπτά που διαρκεί, να μοιάζει μεγάλο. Από την άλλη, βέβαια, ο Zeitlin κάνει σπουδαία δουλειά στη μετατροπή των σκουπιδιών σε αξία παραγωγής. Ο υγρός, βρώμικος γεμάτος σκουπίδια κόσμος της Bathtub μοιάζει εντυπωσιακά μακριά από την πραγματικότητα, ακόμα κι αν είναι όλα πολύ κοντά στον πραγματικό κόσμο της φτώχειας. Όπως ανέφερα και παραπάνω, σαν σύνολο η σκηνοθεσία του Zeitlin δεν είναι κακή, αν αναλογιστούμε, δε, κι ότι καταπιάνεται με ένα τέτοιο δύσκολο θέμα στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, οι έπαινοι θα πρέπει να είναι περισσότεροι.
Αφήνοντας τη σκηνοθεσία, περνάμε στο άλλο ατόπημα του φιλμ. Η ταινία, συν όλα τα αλλά, αποτελεί και μια παραβολή για τον τυφώνα Κατρίνα που στις 9 Αυγούστου του 2005 χτύπησε την πολιτεία της Λουϊζιάνα. Το πρόβλημα που έχω με αυτή την παραβολή είναι η επίμονη της ταινίας ότι η περιοχή Bathtub είναι ένας επίγειος παράδεισος της ελευθερίας και της κοινωνίας, ενώ ο κόσμος από την άλλη πλευρά του φράγματος είναι… δεν είναι ποτέ απολύτως σαφές τι είναι, απλά είναι κακός. Με την εξαίρεση ενός τοπικού φεστιβάλ, η περιοχή Bathtub δεν μοιάζει να είναι οτιδήποτε άλλο πέρα από ένα μέρος απόλυτης δυστυχίας. Το έργο, όμως, φαίνεται να ενστερνίζεται την άποψη του πατερά Γουίνκ, όταν αυτός επιμένει ότι οι κάτοικοι πρέπει να παραμείνουν σε αυτό το μέρος χωρίς να έχει σημασία το κόστος αυτής τους της παραμονής. Ίσως αυτό να δικαιολογείται κάπως, γιατί πολλά, όπως προείπα, τα βλέπουμε μέσα από το πρίσμα ενός μικρού κοριτσιού. Ακόμα και έτσι, όμως, το ταξίδι προς το κέντρο προσφύγων έχει σαφώς ως στόχο να απεικονίσει τον υπόλοιπο κόσμο ως κακό κι αναίσθητο, ακόμα κι αν αυτό που κάνει είναι απλά να βοηθήσει. Και είναι δύσκολο να αντιληφθούμε τον Κατρίνα ως τραγωδία, εάν η άποψη είναι ότι οι άνθρωποι εκτός της Λουϊζιάνας δεν θα πρέπει να έχουν βοηθήσει χτίζοντας κέντρα προσφύγων κλπ. Με απλά λόγια, το μεταφορικό επίπεδο πάνω σε αυτό το θέμα κάπου χάσκει. Η αντίθεση μεταξύ των δύο τρόπων ζωής, παρόλο που απεικονίζεται εξαιρετικά κι αναδεικνύει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα και των δύο, η μονόπλευρη στάση του έργου σε ξενίζει. Ναι μεν αυτό που έχουν οι κάτοικοι του Bathtub είναι η οικειότητα, η ανεξαρτησία και η παράδοση, αλλά όλα αυτά, κατά πάσα πιθανότητα, θα τα καταπιεί ένας ωκεανός.
Πέρα από όλα, υπάρχουν όμως και αρκετά καλά στοιχεία. Η καρδιά της ταινίας είναι η σχέση μεταξύ της Χάσπαπι και του Γουίνκ. Μια ιστορία πάνω στον θάνατο αγαπημένων προσώπων και την αντιμετώπιση της απώλειας που οδηγεί στην ενηλικίωση. Ειπωμένη εξ’ ολοκλήρου μέσα από τα ματιά της κόρης, ο πατέρας είναι σε μεγάλο βαθμό ένα μυστήριο, απουσιάζοντας για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Στην αρχή μοιάζει ανεύθυνος αλλά καθώς η ιστορία εξελίσσεται κι ερχόμαστε να κατανοήσουμε σταδιακά την σχέση τους, η συμπάθειά μας γι `αυτόν γίνεται εντονότερη. Για να φτάσουμε στις τελικές σκηνές που εκεί μας δίνεται μια πληρέστερη κατανόηση της σχέσης τους. Και τότε και μόνο τότε η ταινία, επιτυγχάνοντας σωστά την ισορροπία ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, καταφέρνει να επιτύχει πλήρως τον σκοπό της, κλείνοντας με μια όμορφη συναισθηματική κατάληξη. Τίποτα κακό δεν έχω να πω για τις ερμηνείες των ηθοποιών, οι οποίοι, χωρίς εκπαίδευση, έδωσαν στην ταινία τη μεγαλύτερη δύναμη της: τα πρόσωπά τους και τη ψυχή τους. Καθώς και για την εξαίσια φωτογραφία του Ben Richardson.
Κλείνοντας, για να είμαι πέρα ως πέρα δίκαιος, πρέπει να ομολογήσω ότι, ξεπερνώντας τα αρκετά προβλήματα της, αυτό που τελικά θα σου μείνει είναι μια σπάνια αμερικανική ταινία, η οποία μας δείχνει τα πράγματα μέσα από μια νέα, φρέσκια, οπτική γωνία. Όχι η καλύτερη ταινία της χρονιάς, αλλά σίγουρα μια επιβλητική ανάσα καθαρού αέρα ανάμεσα σε όλες τις υπερπαραγωγές.
Για να εκτιμήσει κανείς το «Μυθικά Πλάσματα του Νότου», πρέπει να ακολουθήσει την ασυνήθιστη ροη του. Μπορεί η υπόθεση να υποδεικνύει ότι διαδραματίζεται σε μια περιοχή με την ονομασία Bathtub, αλλά ουσιαστικά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα λαμβάνει χώρα στο μυαλό της Χάσπαπι. Είναι η (μαγική) οπτική ματιά μιας νεαρής πάνω σε διάφορα θέματα και, όντας φυσικό αφού μιλάμε για εξάχρονη, μερικές φορές είναι δύσκολο να διαχωριστεί το φανταστικό από το πραγματικό, με αποτέλεσμα ο θεατής να μην είναι απόλυτα σε θέση να ακολουθήσει τον ρυθμό της ταινίας. Αυτή ήταν και η δίκη μου πρώτη δυσκολία κατά τη διάρκεια της ταινίας. Η συνειδητοποίηση της πολύ λεπτής γραμμής διαχωρισμού μεταξύ του ρεαλισμού και της φανταχτερής παιδικής φαντασίας.
Την προσπάθεια μας αντίληψης του κόσμου που θέλει να χτίσει η ταινία δυσκολεύει η σκηνοθεσία του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Benh Zeitlin. Χωρίς επ` ουδενί να υπονοώ ότι στο σύνολο της είναι κακή, η χρήση της κάμερας χεριού (κάτι που πλέον αποτελεί οπτικό σύνηθες σε «ανεξάρτητες» ταινίες), σε αρκετές σκηνές είναι μια λανθασμένη επιλογή. Αυτός ο αδέξιος τρόπος κινηματογράφησης το μόνο που καταφέρνει είναι να καταστρέφει το κλίμα, αποσπώντας σου συνεχώς την προσοχή, μη αφήνοντάς σε να απολαύσεις τις εικόνες. Αν ο Zeitlin προσπαθούσε για μια αλά Terrence Malick (Το Δέντρο της Ζωής) αίσθηση δεν τα καταφέρνει καλά, αν μη τι άλλο σε κάνει να αναπολείς τα αιθέρια αλλά προσεκτικά τοποθετημένα πλάνα του Malick. Με τη σκηνοθεσία λοιπόν να πάσχει από την έλλειψη αφηγηματικής ροής, το αποτέλεσμα είναι το έργο, ακόμα και στα 91 λεπτά που διαρκεί, να μοιάζει μεγάλο. Από την άλλη, βέβαια, ο Zeitlin κάνει σπουδαία δουλειά στη μετατροπή των σκουπιδιών σε αξία παραγωγής. Ο υγρός, βρώμικος γεμάτος σκουπίδια κόσμος της Bathtub μοιάζει εντυπωσιακά μακριά από την πραγματικότητα, ακόμα κι αν είναι όλα πολύ κοντά στον πραγματικό κόσμο της φτώχειας. Όπως ανέφερα και παραπάνω, σαν σύνολο η σκηνοθεσία του Zeitlin δεν είναι κακή, αν αναλογιστούμε, δε, κι ότι καταπιάνεται με ένα τέτοιο δύσκολο θέμα στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, οι έπαινοι θα πρέπει να είναι περισσότεροι.
Αφήνοντας τη σκηνοθεσία, περνάμε στο άλλο ατόπημα του φιλμ. Η ταινία, συν όλα τα αλλά, αποτελεί και μια παραβολή για τον τυφώνα Κατρίνα που στις 9 Αυγούστου του 2005 χτύπησε την πολιτεία της Λουϊζιάνα. Το πρόβλημα που έχω με αυτή την παραβολή είναι η επίμονη της ταινίας ότι η περιοχή Bathtub είναι ένας επίγειος παράδεισος της ελευθερίας και της κοινωνίας, ενώ ο κόσμος από την άλλη πλευρά του φράγματος είναι… δεν είναι ποτέ απολύτως σαφές τι είναι, απλά είναι κακός. Με την εξαίρεση ενός τοπικού φεστιβάλ, η περιοχή Bathtub δεν μοιάζει να είναι οτιδήποτε άλλο πέρα από ένα μέρος απόλυτης δυστυχίας. Το έργο, όμως, φαίνεται να ενστερνίζεται την άποψη του πατερά Γουίνκ, όταν αυτός επιμένει ότι οι κάτοικοι πρέπει να παραμείνουν σε αυτό το μέρος χωρίς να έχει σημασία το κόστος αυτής τους της παραμονής. Ίσως αυτό να δικαιολογείται κάπως, γιατί πολλά, όπως προείπα, τα βλέπουμε μέσα από το πρίσμα ενός μικρού κοριτσιού. Ακόμα και έτσι, όμως, το ταξίδι προς το κέντρο προσφύγων έχει σαφώς ως στόχο να απεικονίσει τον υπόλοιπο κόσμο ως κακό κι αναίσθητο, ακόμα κι αν αυτό που κάνει είναι απλά να βοηθήσει. Και είναι δύσκολο να αντιληφθούμε τον Κατρίνα ως τραγωδία, εάν η άποψη είναι ότι οι άνθρωποι εκτός της Λουϊζιάνας δεν θα πρέπει να έχουν βοηθήσει χτίζοντας κέντρα προσφύγων κλπ. Με απλά λόγια, το μεταφορικό επίπεδο πάνω σε αυτό το θέμα κάπου χάσκει. Η αντίθεση μεταξύ των δύο τρόπων ζωής, παρόλο που απεικονίζεται εξαιρετικά κι αναδεικνύει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα και των δύο, η μονόπλευρη στάση του έργου σε ξενίζει. Ναι μεν αυτό που έχουν οι κάτοικοι του Bathtub είναι η οικειότητα, η ανεξαρτησία και η παράδοση, αλλά όλα αυτά, κατά πάσα πιθανότητα, θα τα καταπιεί ένας ωκεανός.
Πέρα από όλα, υπάρχουν όμως και αρκετά καλά στοιχεία. Η καρδιά της ταινίας είναι η σχέση μεταξύ της Χάσπαπι και του Γουίνκ. Μια ιστορία πάνω στον θάνατο αγαπημένων προσώπων και την αντιμετώπιση της απώλειας που οδηγεί στην ενηλικίωση. Ειπωμένη εξ’ ολοκλήρου μέσα από τα ματιά της κόρης, ο πατέρας είναι σε μεγάλο βαθμό ένα μυστήριο, απουσιάζοντας για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Στην αρχή μοιάζει ανεύθυνος αλλά καθώς η ιστορία εξελίσσεται κι ερχόμαστε να κατανοήσουμε σταδιακά την σχέση τους, η συμπάθειά μας γι `αυτόν γίνεται εντονότερη. Για να φτάσουμε στις τελικές σκηνές που εκεί μας δίνεται μια πληρέστερη κατανόηση της σχέσης τους. Και τότε και μόνο τότε η ταινία, επιτυγχάνοντας σωστά την ισορροπία ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, καταφέρνει να επιτύχει πλήρως τον σκοπό της, κλείνοντας με μια όμορφη συναισθηματική κατάληξη. Τίποτα κακό δεν έχω να πω για τις ερμηνείες των ηθοποιών, οι οποίοι, χωρίς εκπαίδευση, έδωσαν στην ταινία τη μεγαλύτερη δύναμη της: τα πρόσωπά τους και τη ψυχή τους. Καθώς και για την εξαίσια φωτογραφία του Ben Richardson.
Κλείνοντας, για να είμαι πέρα ως πέρα δίκαιος, πρέπει να ομολογήσω ότι, ξεπερνώντας τα αρκετά προβλήματα της, αυτό που τελικά θα σου μείνει είναι μια σπάνια αμερικανική ταινία, η οποία μας δείχνει τα πράγματα μέσα από μια νέα, φρέσκια, οπτική γωνία. Όχι η καλύτερη ταινία της χρονιάς, αλλά σίγουρα μια επιβλητική ανάσα καθαρού αέρα ανάμεσα σε όλες τις υπερπαραγωγές.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου