Η ταινία του Croneberg μας μεταφέρει στα πρώτα χρόνια της σύγχρονης ψυχιατρικής και περιγράφει τη σχέση μεταξύ του Γιούνγκ και του Φρόυντ, όταν ο πρώτος εφάρμοζε τις ιδέες του δευτέρου στην κλινική που εργαζόταν, και πώς αυτή θα τεθεί σε κίνδυνο όταν ο Γιούνγκ συνάπτει δεσμό με μια ασθενή, τη Σαμπίνα.
Χωρίς να γίνεται υπερβολικά ακαδημαϊκό ή να παίρνει μια ξεκάθαρη πλευρά κι έχοντας σαν επίκεντρο την σχέση μέντορα-μαθητή που αναπτύσσεται μεταξύ του Γιούνγκ και του Φρόυντ, το σενάριο του Christopher Hampton εξερευνά προκλητικά την ψυχαναλυτική θεωρία. Μελετώντας δυο εκ διαμέτρου διαφορετικές απόψεις (ο Φρόυντ επικεντρώνεται στην ιδέα πως όλες οι νευρώσεις έχουν σεξουαλική προέλευση, ενώ αντιθέτως ο Γιούνγκ ήταν πιο ανοιχτός σε εμπειρίες και επιρροές), υπάρχει πρώτης τάξεως υλικό για γεμάτες ένταση συζητήσεις. Θέματα σεξουαλικότητας, ερμηνείας των ονείρων, διαφορών ως προς το θέμα της θρησκείας, απωθημένων από την παιδική ηλικία, αλλά και ανακάλυψης του εαυτού μας είναι μερικά από τα οποία θίγονται και αναλύονται μέσα σε εξαιρετικά ενδιαφέροντες διαλόγους. Κι ενώ αυτή η ανταλλαγή απόψεων αποτελεί το δυνατό σημείο της ταινίας, είναι συγχρόνως και το μεγαλύτερο μειονέκτημα της. Αφού από ένα σημείο και μετά, οι χαρακτήρες του έργου δεν κάνουν πολλά περισσότερα από το να αναλώνονται σε κυκλικού τύπου συζητήσεις, οι οποίες εναλλάσσονται ταχύτατα με άκομψο τρόπο και καταντούν βαρετές. Σαν να μην έφτανε αυτό, όσο πηγαίνουμε προς το τέλος, τόσο πιο κουραστική γίνεται η ταινία αφού για την συνέχιση της πλοκής επιστρατεύεται λεπτομερής αλληλογραφία, η οποία διαβάζεται από τους χαρακτήρες χωρίς να υπάρχει καμιά δράση στο τι βλέπουμε επί της οθόνης. Το μόνο που παρακολουθούμε είναι τους ηθοποιούς να κάθονται στα γραφεία τους, να γράφουν ή να περπατάνε.
Σε καλλιτεχνικό επίπεδο, η ταινία είναι αρκετά προσεγμένη και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά αφού μιλάμε για μια μεγάλη παραγωγή. Η ανάπλαση της εποχής είναι εντυπωσιακή, με τα σκηνικά και τα κουστούμια να είναι πρώτης τάξεως και την φωτογραφία να προστίθεται στα ατού. Στις επιδόσεις των ηθοποιών, τώρα, οι Fassbender (του οποίου οι μετοχές ανεβαίνουν ταχύτατα) και Mortensen, αν και στιγμές είναι υποτονικοί, είναι εξαιρετικοί. Ξεχωρίζει, όμως, η Keira Knightley, η οποία με μια αμφιλεγόμενη ρωσική προφορά αποτυπώνει τις νευρώσεις της Σαμπίνα με τρόπο άκρως ρεαλιστικό.
Τελικό συμπέρασμα: ενδιαφέρουσα ταινία για τρεις χαρισματικές φιγούρες της Ιστορίας, συμπεριλαμβανομένης της Σαμπίνα, δοσμένο όμως με ένα άκρως πληκτικό τρόπο. Μέτρια, λοιπόν, η γνώμη μου για μια ταινία την οποία δεδομένου των συντελεστών περίμενα σαφώς πολύ καλύτερη.
Χωρίς να γίνεται υπερβολικά ακαδημαϊκό ή να παίρνει μια ξεκάθαρη πλευρά κι έχοντας σαν επίκεντρο την σχέση μέντορα-μαθητή που αναπτύσσεται μεταξύ του Γιούνγκ και του Φρόυντ, το σενάριο του Christopher Hampton εξερευνά προκλητικά την ψυχαναλυτική θεωρία. Μελετώντας δυο εκ διαμέτρου διαφορετικές απόψεις (ο Φρόυντ επικεντρώνεται στην ιδέα πως όλες οι νευρώσεις έχουν σεξουαλική προέλευση, ενώ αντιθέτως ο Γιούνγκ ήταν πιο ανοιχτός σε εμπειρίες και επιρροές), υπάρχει πρώτης τάξεως υλικό για γεμάτες ένταση συζητήσεις. Θέματα σεξουαλικότητας, ερμηνείας των ονείρων, διαφορών ως προς το θέμα της θρησκείας, απωθημένων από την παιδική ηλικία, αλλά και ανακάλυψης του εαυτού μας είναι μερικά από τα οποία θίγονται και αναλύονται μέσα σε εξαιρετικά ενδιαφέροντες διαλόγους. Κι ενώ αυτή η ανταλλαγή απόψεων αποτελεί το δυνατό σημείο της ταινίας, είναι συγχρόνως και το μεγαλύτερο μειονέκτημα της. Αφού από ένα σημείο και μετά, οι χαρακτήρες του έργου δεν κάνουν πολλά περισσότερα από το να αναλώνονται σε κυκλικού τύπου συζητήσεις, οι οποίες εναλλάσσονται ταχύτατα με άκομψο τρόπο και καταντούν βαρετές. Σαν να μην έφτανε αυτό, όσο πηγαίνουμε προς το τέλος, τόσο πιο κουραστική γίνεται η ταινία αφού για την συνέχιση της πλοκής επιστρατεύεται λεπτομερής αλληλογραφία, η οποία διαβάζεται από τους χαρακτήρες χωρίς να υπάρχει καμιά δράση στο τι βλέπουμε επί της οθόνης. Το μόνο που παρακολουθούμε είναι τους ηθοποιούς να κάθονται στα γραφεία τους, να γράφουν ή να περπατάνε.
Σε καλλιτεχνικό επίπεδο, η ταινία είναι αρκετά προσεγμένη και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά αφού μιλάμε για μια μεγάλη παραγωγή. Η ανάπλαση της εποχής είναι εντυπωσιακή, με τα σκηνικά και τα κουστούμια να είναι πρώτης τάξεως και την φωτογραφία να προστίθεται στα ατού. Στις επιδόσεις των ηθοποιών, τώρα, οι Fassbender (του οποίου οι μετοχές ανεβαίνουν ταχύτατα) και Mortensen, αν και στιγμές είναι υποτονικοί, είναι εξαιρετικοί. Ξεχωρίζει, όμως, η Keira Knightley, η οποία με μια αμφιλεγόμενη ρωσική προφορά αποτυπώνει τις νευρώσεις της Σαμπίνα με τρόπο άκρως ρεαλιστικό.
Τελικό συμπέρασμα: ενδιαφέρουσα ταινία για τρεις χαρισματικές φιγούρες της Ιστορίας, συμπεριλαμβανομένης της Σαμπίνα, δοσμένο όμως με ένα άκρως πληκτικό τρόπο. Μέτρια, λοιπόν, η γνώμη μου για μια ταινία την οποία δεδομένου των συντελεστών περίμενα σαφώς πολύ καλύτερη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου