«Ποια είναι η διαφορά μεταξύ ντοκιμαντέρ και μιας ταινίας μυθοπλασίας», ρωτά ένας αθέατος δημοσιογράφος έναn μουσικό στην αρχή αυτής της θορυβώδης αλλά κάπως απλής εξέτασης της ασφυκτικής κουλτούρας των νέων της Αλεξάνδρειας. Ο Αιγύπτιος σκηνοθέτης Ahmad Abdalla φεύγει απ’ τό πλάνο πριν προλάβει να δοθεί απάντηση, η ιδία η ταινία όμως είναι η απάντηση στο ερώτημα. Περνώντας από διάφορες μορφές, είδη και αφηγήσεις, η ταινία διαθέτει τον άνισο ρυθμό των skaters του δρόμου πάνω στους όποιους επανειλημμένα βασίζεται, ενώ θέτει πολλά περισσότερα ερωτήματα από όσα καταφέρνει να απαντήσει. Διαθέτει, όμως, μια αυθεντικότητα που υπερβαίνει την αισθητική χειρός που χρησιμοποιείται για να απεικονίσει τους νέους κατοίκους της Αλεξάνδρειας που κινούνται γρήγορα, αλλά μοιάζουν να μην πηγαίνουν πουθενά.
Η μουσική αποτελεί ένα μεγαλύτερο μέρος αυτής της ταινίας, καθώς επίσης κι ένα μεγάλο μέρος της ιδίας της ιστορίας. Υπάρχουν πολλαπλές μουσικές παραστάσεις που χρησιμεύουν τόσο ως ιντερλούδια, όσο κι ως πηγές φωτισμού όπου καλλιτέχνες τραγουδούν για έναν πολιτισμό που οι νέοι διαθέτουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο, αλλά δεν μπορούν να βρουν δουλειά. Ένα στίχος κάνει λόγο για «διδακτορικό στο πλύσιμο πιάτων». Είναι πραγματικά ενθαρρυντικό να βλέπεις όλους αυτούς τους ανθρώπους που πραγματικά αγαπούν την μουσική, να παίρνουν αυτό που βλέπουμε και ακούμε εμείς και να το προσαρμόζουν με τον δικό τους πολιτισμό δημιουργώντας νέους ήχους. Καλλιτέχνες που προσπαθούν να αγκαλιάσουν τις νέες ιδέες και να εκφράσουν τη δημιουργικότητά τους όπως μπορούν καλύτερα. Είτε μέσω του ανεξάρτητου κινηματογράφου, είτε της μουσικής ή μέσω γκράφιτι. Να προσπαθούν να φέρουν στην επιφάνεια το έργο και τις ιδέες τους προκειμένου οι άνθρωποι εκεί έξω να δουν και να ακούσουν, αλλά ακόμα παρεμποδίζονται από μια παλαιότερη γενιά που δεν είναι συνηθισμένη σε τέτοια ακούσματα και από ένα καθεστώς που ελέγχει τις τέχνες, ως μια μορφή έκφρασης, μέσω της χρηματοδότησης.
Υπάρχουν διάσπαρτες στιγμές σε όλη τη διάρκεια, που λένε πολλά κι έχουν νόημα (όπως π.χ. όταν πλησιάζοντας σε ένα σημείο ελέγχου με αυτοκίνητο, ένα χιπ-χοπ τρίο κρύβει το demo-cd του κάτω από το κάθισμα, από φόβο μήπως και το ακούσουν), αλλά για όλες αυτές τις μικρές στιγμές στην αφήγηση και τις διάφορες αναφορές το «Microphone» τελικά δεν καταφέρνει να κρατήσει την προσοχή σου. Κάποια στιγμή στην ταινία υπάρχει ένα γκράφιτι σε έναν τοίχο απέναντι από το διαμέρισμα του πρωταγωνιστή που λέει «Hey you», τραβώντας την προσοχή του χωρίς να γνωρίζει τι είναι ή ποιος το έγραψε. Ενδεικτικό της ταινίας αφού κι αυτή καταφέρνει να τραβήξει την προσοχή σου αλλά δεν είναι αρκετά σίγουρη τι θέλει να πει. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με ένα δυναμικό, γρήγορο και καλά δομημένο φιλμ που η υπεραφθονία των χαρακτήρων και η έλλειψη ιδεών το κάνει να μοιάζει σαν μια διατριβή σχολής κινηματογράφου.
Η μουσική αποτελεί ένα μεγαλύτερο μέρος αυτής της ταινίας, καθώς επίσης κι ένα μεγάλο μέρος της ιδίας της ιστορίας. Υπάρχουν πολλαπλές μουσικές παραστάσεις που χρησιμεύουν τόσο ως ιντερλούδια, όσο κι ως πηγές φωτισμού όπου καλλιτέχνες τραγουδούν για έναν πολιτισμό που οι νέοι διαθέτουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο, αλλά δεν μπορούν να βρουν δουλειά. Ένα στίχος κάνει λόγο για «διδακτορικό στο πλύσιμο πιάτων». Είναι πραγματικά ενθαρρυντικό να βλέπεις όλους αυτούς τους ανθρώπους που πραγματικά αγαπούν την μουσική, να παίρνουν αυτό που βλέπουμε και ακούμε εμείς και να το προσαρμόζουν με τον δικό τους πολιτισμό δημιουργώντας νέους ήχους. Καλλιτέχνες που προσπαθούν να αγκαλιάσουν τις νέες ιδέες και να εκφράσουν τη δημιουργικότητά τους όπως μπορούν καλύτερα. Είτε μέσω του ανεξάρτητου κινηματογράφου, είτε της μουσικής ή μέσω γκράφιτι. Να προσπαθούν να φέρουν στην επιφάνεια το έργο και τις ιδέες τους προκειμένου οι άνθρωποι εκεί έξω να δουν και να ακούσουν, αλλά ακόμα παρεμποδίζονται από μια παλαιότερη γενιά που δεν είναι συνηθισμένη σε τέτοια ακούσματα και από ένα καθεστώς που ελέγχει τις τέχνες, ως μια μορφή έκφρασης, μέσω της χρηματοδότησης.
Υπάρχουν διάσπαρτες στιγμές σε όλη τη διάρκεια, που λένε πολλά κι έχουν νόημα (όπως π.χ. όταν πλησιάζοντας σε ένα σημείο ελέγχου με αυτοκίνητο, ένα χιπ-χοπ τρίο κρύβει το demo-cd του κάτω από το κάθισμα, από φόβο μήπως και το ακούσουν), αλλά για όλες αυτές τις μικρές στιγμές στην αφήγηση και τις διάφορες αναφορές το «Microphone» τελικά δεν καταφέρνει να κρατήσει την προσοχή σου. Κάποια στιγμή στην ταινία υπάρχει ένα γκράφιτι σε έναν τοίχο απέναντι από το διαμέρισμα του πρωταγωνιστή που λέει «Hey you», τραβώντας την προσοχή του χωρίς να γνωρίζει τι είναι ή ποιος το έγραψε. Ενδεικτικό της ταινίας αφού κι αυτή καταφέρνει να τραβήξει την προσοχή σου αλλά δεν είναι αρκετά σίγουρη τι θέλει να πει. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με ένα δυναμικό, γρήγορο και καλά δομημένο φιλμ που η υπεραφθονία των χαρακτήρων και η έλλειψη ιδεών το κάνει να μοιάζει σαν μια διατριβή σχολής κινηματογράφου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου