Στις «Ακακίες» έχουμε να κάνουμε με αυτό που λεμέ «αργός κινηματογράφος» που ορίζεται από φυσικό ήχο, μακρινά πλάνα και αργό μοντάζ. Σε αυτό το βραβευμένο με Χρυσή Κάμερα στο τελευταίο Φεστιβάλ των Κανών road movie, ένας μεσήλικας Αργεντινός οδηγός φορτηγού πηγαίνει μια νεαρή ανύπαντρη μητέρα και την οκτώ μηνών κόρη της από την Παραγουάη στο Μπουένος Άιρες. Και οδηγούν. Οδηγούν λίγο περισσότερο. Θα σταματήσουν για φαγητό. Το ταξίδι θα συνεχιστεί. Ο Giorgelli δομεί την ταινία του γύρω από το θέμα της επανάληψης. Εδώ η έννοια «αργός κινηματογράφος» εμφανίζεται ως συνώνυμο για έναν κινηματογράφο στον οποίο δεν συμβαίνει τίποτα. Ίσως, όμως, είμαι υπερβολικός, ένα κοινό λάθος όταν κάποιος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια τεχνική που διαφέρει από τον κανόνα.
Αντιλαμβάνομαι ότι ο σκηνοθέτης ήθελε να δημιουργήσει ένα αγνό, ρεαλιστικό σινεμά που αποφεύγει σκόπιμα κάθε δραματοποίηση. Και όντως, εντός των ορίων του σεναρίου, ο Pablo Giorgelli πετυχαίνει κάπως το στόχο του. Ενώ στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει τίποτα, αρχίζουν να εμφανίζονται σιγά-σιγά οι ενδείξεις μιας αλλαγής μέσω της έντασης των βλεμμάτων, από τις γκριμάτσες των προσώπων, τις χειρονομίες. Το φιλμ, όμως, στερείται κάθε είδους άγκιστρο για ένα ακροατήριο. Μπορείτε να κοιμηθείτε για είκοσι λεπτά και να ξυπνήσετε στο ίδιο θέαμα. Τι κίνητρο έχει δοθεί από τον Giorgelli στον θεατή έτσι ώστε να ασχοληθούν με την ιστορία του; Τα πρόσωπα των χαρακτήρων μπορεί να έχουν ένα μυστήριο αλλά αυτό από μόνο του δεν μπορεί να συντηρήσει το ενδιαφέρον. Όταν δύο χαρακτήρες οδηγούν διασχίζοντας τη χώρα, χαρακτήρες που πρώτη φορά γνωρίζουμε, δεν θα ήταν φυσικό να τους βάλεις κάποια στιγμή να συζητούν για τις ζωές τους; Υπάρχει πολύ μικρή έως καθόλου ανάπτυξη των χαρακτήρων στην ταινία.
Είναι κρίμα γιατί το «Οι Ακακίες» διαθέτει πολύ ενδιαφέρουσες κι επιδέξιες ερμηνείες από τους δυο πρωταγωνιστές και τόσες πολλές δυνατότητες. Αλλά αυτό το υπερβολικά μινιμαλιστικό road movie, δυστυχώς δεν ανεβάζει πότε ταχύτητα. Και στο τέλος του ταξιδιού του, μένεις με την απορία: αυτό είναι όλο;
Αντιλαμβάνομαι ότι ο σκηνοθέτης ήθελε να δημιουργήσει ένα αγνό, ρεαλιστικό σινεμά που αποφεύγει σκόπιμα κάθε δραματοποίηση. Και όντως, εντός των ορίων του σεναρίου, ο Pablo Giorgelli πετυχαίνει κάπως το στόχο του. Ενώ στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει τίποτα, αρχίζουν να εμφανίζονται σιγά-σιγά οι ενδείξεις μιας αλλαγής μέσω της έντασης των βλεμμάτων, από τις γκριμάτσες των προσώπων, τις χειρονομίες. Το φιλμ, όμως, στερείται κάθε είδους άγκιστρο για ένα ακροατήριο. Μπορείτε να κοιμηθείτε για είκοσι λεπτά και να ξυπνήσετε στο ίδιο θέαμα. Τι κίνητρο έχει δοθεί από τον Giorgelli στον θεατή έτσι ώστε να ασχοληθούν με την ιστορία του; Τα πρόσωπα των χαρακτήρων μπορεί να έχουν ένα μυστήριο αλλά αυτό από μόνο του δεν μπορεί να συντηρήσει το ενδιαφέρον. Όταν δύο χαρακτήρες οδηγούν διασχίζοντας τη χώρα, χαρακτήρες που πρώτη φορά γνωρίζουμε, δεν θα ήταν φυσικό να τους βάλεις κάποια στιγμή να συζητούν για τις ζωές τους; Υπάρχει πολύ μικρή έως καθόλου ανάπτυξη των χαρακτήρων στην ταινία.
Είναι κρίμα γιατί το «Οι Ακακίες» διαθέτει πολύ ενδιαφέρουσες κι επιδέξιες ερμηνείες από τους δυο πρωταγωνιστές και τόσες πολλές δυνατότητες. Αλλά αυτό το υπερβολικά μινιμαλιστικό road movie, δυστυχώς δεν ανεβάζει πότε ταχύτητα. Και στο τέλος του ταξιδιού του, μένεις με την απορία: αυτό είναι όλο;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου