Να πω την αλήθεια, δεν είχα δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην πρώτη ταινία. Μου φαινόταν μια κάπως περίεργη μεταφορά του Σέρλοκ Χολμς στο σινεμά, αφού ήμουν συνηθισμένος να τον βλέπω πιο αξιοπρεπή, κομψό και αριστοκρατικό. Βλέποντας όμως και τις δυο ταινίες, τη μια μετά την άλλη, κατάλαβα για ποιο λόγο ο Χολμς του Guy Ritchie έχει κάνει τόση επιτυχία, αφού αποτελεί την επιτομή των έξυπνων, γεμάτων ωραίο χιούμορ και σκηνών δράσης περιπετειών.
Η πρώτη ταινία ήταν πιστή στο μύθο του Χολμς κι όμως κατάφερνε να είναι πρωτότυπη, πνευματώδης και γεμάτη ενέργεια. Η δεύτερη διαθέτει όλα τα στοιχεία της πρώτης, αλλά τα πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα. Εισάγει στην εξίσωση την λογοτεχνική νέμεση του Χολμς τον καθηγητή Μοριάρτι, ο οποίος παρόλο που εμφανίζεται μόνο δυο φορές στην αρχική μυθιστοριογραφία του Conan Doyle, στην συνέχεια τού δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση και αντιμετωπίζεται πλέον ως κύριος ανταγωνιστή του. Το δίδυμο Χολμς – Μοριάρτι, λοιπόν, αποτελεί πρώτης τάξεως υλικό για την δημιουργία μιας εκρηκτικής περιπέτειας, ενώ επιπροσθέτως δίνει την δυνατότητα στην ταινία να μετατοπίσει την δράση καλύπτοντας ένα μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και όχι μόνο το Λονδίνο, κάνοντας ακόμα πιο ενδιαφέρον οπτικά το αποτέλεσμα. Με γρήγορο ρυθμό και άκρως διασκεδαστικούς διάλογους, η δράση εδώ δεν είναι υπερβάλλουσα απλά και μόνο για να γεμίσουν οι σκηνές αλλά είναι ως επί το πλείστον έξυπνη.
Και αυτό επιτυγχάνεται λόγο δυο ονομάτων: Guy Ritchie και Robert Downey Junior. Ο πρώτος χαρακτηριστικός και διαφορετικός διαθέτει ένα δικό του σκηνοθετικό στυλ. Σκηνοθέτης ταινιών όπως το Δύο Καπνισμένες Κάννες και το Η Αρπαχτή, διαθέτει πείρα σε γρήγορες ταινίες και γνωρίζει πώς να δημιουργήσει δυναμικές καταστάσεις στις οποίες ο Χολμς και ο Γουάτσον συμμετέχουν, χωρίς να παρεκκλίνουν από τους χαρακτήρες τους. Με τις σκηνές να παγώνουν συνεχώς για την ανάδειξη της δράσης, με σούπερ αργές κινήσεις, πριν από την επιτάχυνση τους ή επανάληψη τους σε πραγματικό χρόνο, καταφέρνει και κρατάει την ενέργεια της ταινίας σε υψηλά επίπεδα. Και ο δεύτερος διαθέτει την απαραίτητη φαντασμένη προσωπικότητα η οποία ταιριάζει γάντι στον ήρωα του Χολμς, καταφέρνοντας να δημιουργήσει έναν γοητευτικό χαρακτήρα ο οποίος είναι ταυτόχρονα εκκεντρικός, ιδιοφυής και τρελός.
Πέρα από τους δυο αντίπαλους, όμως, ιδιαίτερο βάρος έχει δοθεί και στον Γουάτσον (πολύ καλός ο Jude Law) αφού πλέον οι δύο τους είναι σε μια πολύ πιο ισότιμη σχέση, με τον Χολμς να βασίζεται πάνω του όταν η ζωή του απειλείται και όταν χρειάζεται έναν συνέταιρο. Ο Jared Harris, από την άλλη, πλάθει έναν εξαιρετικό κακοποιό κάνοντας τον Μοριάρτι να φαντάζει σαν μια ισότιμη ιδιοφυΐα με τον Χολμς. Ο ανταγωνισμός τους οδηγεί σε ένα συναρπαστικό φινάλε, η λύση του οποίου είναι τόσο λαμπρά εκτελεσμένη που είναι αναζωογονητικό να βλέπεις την τελική αναμέτρηση μιας τέτοιας ταινίας να βασίζεται στην ανθρώπινη εξυπνάδα και όχι στην ικανότητα του καυγά. Μοναδικό μικρό μειονέκτημα ο χειρισμός του χαρακτήρα της Noomi Rapace. Δεν είναι κακός, απλά δεν κάνει και πολλά.
Η ετυμηγορία λοιπόν. Το «Sherlock Holmes 2: Το Παιχνίδι των Σκιών» είναι μια απίστευτα έξυπνη ταινία που απλά τυχαίνει να είναι και μια εξαιρετική ταινία δράσης την ίδια στιγμή.
Η πρώτη ταινία ήταν πιστή στο μύθο του Χολμς κι όμως κατάφερνε να είναι πρωτότυπη, πνευματώδης και γεμάτη ενέργεια. Η δεύτερη διαθέτει όλα τα στοιχεία της πρώτης, αλλά τα πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα. Εισάγει στην εξίσωση την λογοτεχνική νέμεση του Χολμς τον καθηγητή Μοριάρτι, ο οποίος παρόλο που εμφανίζεται μόνο δυο φορές στην αρχική μυθιστοριογραφία του Conan Doyle, στην συνέχεια τού δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση και αντιμετωπίζεται πλέον ως κύριος ανταγωνιστή του. Το δίδυμο Χολμς – Μοριάρτι, λοιπόν, αποτελεί πρώτης τάξεως υλικό για την δημιουργία μιας εκρηκτικής περιπέτειας, ενώ επιπροσθέτως δίνει την δυνατότητα στην ταινία να μετατοπίσει την δράση καλύπτοντας ένα μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και όχι μόνο το Λονδίνο, κάνοντας ακόμα πιο ενδιαφέρον οπτικά το αποτέλεσμα. Με γρήγορο ρυθμό και άκρως διασκεδαστικούς διάλογους, η δράση εδώ δεν είναι υπερβάλλουσα απλά και μόνο για να γεμίσουν οι σκηνές αλλά είναι ως επί το πλείστον έξυπνη.
Και αυτό επιτυγχάνεται λόγο δυο ονομάτων: Guy Ritchie και Robert Downey Junior. Ο πρώτος χαρακτηριστικός και διαφορετικός διαθέτει ένα δικό του σκηνοθετικό στυλ. Σκηνοθέτης ταινιών όπως το Δύο Καπνισμένες Κάννες και το Η Αρπαχτή, διαθέτει πείρα σε γρήγορες ταινίες και γνωρίζει πώς να δημιουργήσει δυναμικές καταστάσεις στις οποίες ο Χολμς και ο Γουάτσον συμμετέχουν, χωρίς να παρεκκλίνουν από τους χαρακτήρες τους. Με τις σκηνές να παγώνουν συνεχώς για την ανάδειξη της δράσης, με σούπερ αργές κινήσεις, πριν από την επιτάχυνση τους ή επανάληψη τους σε πραγματικό χρόνο, καταφέρνει και κρατάει την ενέργεια της ταινίας σε υψηλά επίπεδα. Και ο δεύτερος διαθέτει την απαραίτητη φαντασμένη προσωπικότητα η οποία ταιριάζει γάντι στον ήρωα του Χολμς, καταφέρνοντας να δημιουργήσει έναν γοητευτικό χαρακτήρα ο οποίος είναι ταυτόχρονα εκκεντρικός, ιδιοφυής και τρελός.
Πέρα από τους δυο αντίπαλους, όμως, ιδιαίτερο βάρος έχει δοθεί και στον Γουάτσον (πολύ καλός ο Jude Law) αφού πλέον οι δύο τους είναι σε μια πολύ πιο ισότιμη σχέση, με τον Χολμς να βασίζεται πάνω του όταν η ζωή του απειλείται και όταν χρειάζεται έναν συνέταιρο. Ο Jared Harris, από την άλλη, πλάθει έναν εξαιρετικό κακοποιό κάνοντας τον Μοριάρτι να φαντάζει σαν μια ισότιμη ιδιοφυΐα με τον Χολμς. Ο ανταγωνισμός τους οδηγεί σε ένα συναρπαστικό φινάλε, η λύση του οποίου είναι τόσο λαμπρά εκτελεσμένη που είναι αναζωογονητικό να βλέπεις την τελική αναμέτρηση μιας τέτοιας ταινίας να βασίζεται στην ανθρώπινη εξυπνάδα και όχι στην ικανότητα του καυγά. Μοναδικό μικρό μειονέκτημα ο χειρισμός του χαρακτήρα της Noomi Rapace. Δεν είναι κακός, απλά δεν κάνει και πολλά.
Η ετυμηγορία λοιπόν. Το «Sherlock Holmes 2: Το Παιχνίδι των Σκιών» είναι μια απίστευτα έξυπνη ταινία που απλά τυχαίνει να είναι και μια εξαιρετική ταινία δράσης την ίδια στιγμή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου