Το Moneyball είναι μια αληθινή ιστορία. Βασίζεται σε ένα μυθιστόρημα με το ίδιο όνομα από τον Michael Lewis, που καταγράφει το χρονικό της ζωής του Billy Beane, γενικού διευθυντή των Oakland Athletics. Σε αυτό το σημείο της ζωή του που παρακολουθούμε, η ομάδα του είναι στα χειρότερα της και ψάχνει να βρει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα απέναντι στις άλλες ομάδες και να κερδίσει. Έτσι, αντί της φυσικής κατάστασης και της φήμης, ο Beane (Brad Pitt), μαζί με τον νέο βοηθό του, Peter Brand (Jonah Hill), θα χρησιμοποιήσουν στατιστικά στοιχεία για τη μελέτη της αξίας των παικτών και θα αλλάξουν το παιχνίδι για πάντα.
Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, δεν έχω καμία γνώση πάνω στο μπέιζμπολ, ούτε είχα ακουστά ποτέ τον Billy Beane. Βλέποντας το Moneyball, όμως, μπορώ να διαβεβαιώσω πως, παρόλο που διαθέτει φυσικά κάποια ορολογία και ονόματα, δεν προορίζεται μόνο για τους οπαδούς του μπέιζμπολ που στο κάτω-κάτω δεν είναι και τόσοι πολλοί στην Ελλάδα. Ο Bennett Miller καταφέρνει να φτιάξει ένα φιλμ εμπνευσμένο από το άθλημα, το οποίο είναι προσιτό σε όλους και είναι εξαιρετικά κινηματογραφημένο από τον Wally Pfister που καταφέρνει να σε εισάγει στον κόσμο του μπέιζμπολ.
Μια ταινία σαν αυτή, όμως, με ένα πάνω-κάτω κοινότυπο θέμα, είναι σημαντικό να κρατήσει το ακροατήριό της. Και εδώ σημαντικό ρόλο παίζει το εξαιρετικό μα άνισο σενάριο των Steven Zaillian και Aaron Sorkin, οι οποίοι ενώνουν τη ρομαντική πλευρά του μπέιζμπολ (φανταστείτε το μπέιζμπολ του Ο Ξυπόλητος Τζο) μαζί με την τεχνολογική και πολιτισμική επανάσταση του 21ου αιώνα και δημιουργούν μια διασκεδαστική ταινία με εξαιρετικά γρήγορο ρυθμό.
Βασικό της θέμα: ο αθλητισμός είναι μια επιχείρηση. Με την πρώτη σκηνή της ταινίας να δείχνει τον αγώνα των Oakland Athletics εναντίον των Yankees όπου αντί για το σκορ εμφανίζονται οι προϋπολογισμοί της κάθε ομάδας (100 εκατομμύρια vs. των 39 εκατ.), γίνεται σαφές ότι μπορεί οι οπαδοί να έχουν μια αίσθηση ότι η ομάδα με την όποια παθιάζονται εκπροσωπεί την πόλη τους στο άθλημα που αγαπούν, αλλά ο αθλητισμός αποτελεί πρώτα και κύρια, μια επιχείρηση. Και το Moneyball επικεντρώνεται σε αυτή την πτυχή των επιχειρήσεων του μπέιζμπολ, και το κάνει με έναν τρόπο συναρπαστικό, εύκολο να ακολουθηθεί και να κατανοηθεί πώς λειτούργει η διοίκηση μιας ομάδας.
Εκεί που υστερεί είναι στην ανάπτυξη και στις σχέσεις των χαρακτήρων. Με τον Beane και τον Brand να αποτελούν τους μόνους πλήρως συνειδητοποιημένους χαρακτήρες η ταινία ρίχνει όλο το βάρος της εκεί. Ο πρώτος, πρώην παίκτης, γνωρίζει από πρώτο χέρι το μπέιζμπολ κι έχει κατανοήσει το πρόβλημα που υπάρχει, είναι αδιάλλακτος στις αποφάσεις του δείχνοντας όμως και μια κάποια ευαισθησία, δεδομένου ότι λαχταρά να περνά περισσότερο χρόνο με την 12 χρονών κόρη του (Kerris Dorsey). Και ο δεύτερος είναι αυτός που έχει βρει τη λύση στο πρόβλημα αλλά δεν σκαμπάζει και πολύ από μπέιζμπολ και δεν ξέρει από δουλειές και χειρισμό των ανθρώπων. Αποτελούν ουσιαστικά ένα σύνολο αντιθέσεων που συμπληρώνουν κατά κάποιον τρόπο ο ένας το άλλον. Οι στιγμές μαζί τους είναι μερικές από τις κυριότερες στιγμές της ταινίας, όπως όταν σε μια παρατεταμένη σκηνή οι δυο τους προσπαθούν να ανταλλάξουν παίκτες από το τηλέφωνο με διάφορες άλλες ομάδες. Η σκηνή είναι ξεκαρδιστική και διαφωτιστική και δίνει πραγματικά την εντύπωση ότι αυτοί οι δύο τύποι έχουν γίνει και φίλοι παρά τις τεράστιες διαφορές τους. Δυστυχώς, όμως, πέρα από τους δύο, όλοι οι υπόλοιποι είναι μονοδιάστατοι χαρακτήρες. Με πιο σημαντικό τον Phillip Seymour Hoffman, ο οποίος είναι θλιβερά χρησιμοποιημένος στον ρόλο του Art Howe που έχει υποβιβαστεί στο να δείχνει μπερδεμένος με τη συμπεριφορά του Beane. Η Robin Wright εμφανίζεται για περίπου πέντε λεπτά ενώ οι παίκτες, όπως ο Scott Hatteberg (Chris Pratt), ο David Justice (Stephen Bishop) και ο Chad Bradford (Casey Bond), δεν βλέπουμε ποτέ πόσο συνέβαλαν στην επιτυχία της ομάδας αφού το σενάριο απλά δεν ασχολείται με αυτούς.
Ο Sorkin έχει γράψει και το The Social Network που αποτελούσε μια λαμπρή αληθινή ιστορία για την απληστία και την αφοσίωση. Το Moneyball, δυστυχώς, δεν διαθέτει μια αντίστοιχα τόσο δυνατή θεματική ραχοκοκαλιά, ενώ αυτή η περιοδικά έξυπνη ιστορία για ανθρώπους που τολμούν να σκεφτούν διαφορετικά, που διαθέτει, δεν εκτελείται σωστά. Όπως και στην προηγούμενη ταινία του (Capote), ο Bennett Miller σκηνοθετεί με μια σίγουρη, άμεση προσέγγιση, γεμάτος αυτοπεποίθηση και συνέπεια. Το ύφος του είναι φιλόδοξο κι εστιασμένο, προχωρώντας την ιστορία με καλό ρυθμό. Παραδόξως, όμως, το Moneyball δεν είναι ποτέ τόσο συναρπαστικό, όσο θα μπορούσε να είναι αφού είναι όλα εδώ. Όλα εκείνα που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε τέτοιες ταινίες: η ομάδα που χάνει αλλά μετά αρχίζει να κερδίζει. Οι επικριτές που αποδεικνύονται λανθασμένοι. Το τελικό μεγάλο παιχνίδι και ούτω καθεξής. Συνολικά, διαθέτει προτερήματα, αλλά επειδή θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερη, βγήκα από την αίθουσα απογοητευμένος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου