Η πιο μαγική στιγμή στο «The Artist» είναι στην έναρξη, όταν η εικόνα στο πανί σβήνει, η μουσική σωπαίνει σιγά-σιγά και αυτό που μένει είναι αυτός ο, άγνωστος στο ευρύ κοινό, ηθοποιός να στέκεται καθώς ο θόρυβος του προβολέα ακούγεται στο παρασκήνιο. Είναι μια ονειρεμένη στιγμή, ύμνος στον κινηματογράφο.
Ως επί το πλείστον, σε μια σιωπηλή και μαυρόασπρη ταινία είναι δύσκολο να εξηγήσουμε τι είναι αυτό το τόσο εξαιρετικό στην πλοκή της που σε συναρπάζει, ενώ είναι περισσότερο το ύφος της ταινίας, που δικαιολογεί την υψηλή βαθμολογία. Η ταινία ιδιοποιείται όμορφα το λεξιλόγιο της σιωπηλής εποχής. Οι οπτικές ενδείξεις του φωτός και οι σκοτεινές σκιές είναι πολύ σημαντικές εδώ, διότι δεν υπάρχει ήχος να ενημερώσει την αφήγηση. Όταν ένα πλήθος χειροκροτεί άγρια σε μια σκηνή, δεν ακούμε τίποτα. Σε μια άλλη όταν ο πρωταγωνιστής σηκώνει τα χέρια στο κεφάλι του και κοιτάζει στον ουρανό για να ουρλιάξει, ο ήχος είναι εκκωφαντικός μέσα στη σιωπή. Στη θέση της οποίας, έχουμε μια πλούσια (ως επί το πλείστον) μουσική παντρεμένη με την πανέμορφη αντίθεση του ασπρόμαυρου φιλμ.
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Michel Hazanavicius αγαπά σαφώς τη γλώσσα του κινηματογράφου και με μια σειρά από σκηνές αναλαμβάνει να εξιστορήσει την ιστορίας αγάπης της ταινίας του. Καρέ προς καρέ είναι γεμάτα με μια αίσθηση κατάπληξης και όμως είναι εξαιρετικά απλά στην σύλληψη τους. Παρατηρήστε τον τρόπο που η δυσαρεστημένη νοικοκυρά (Penelope Ann Miller) μουντζουρώνει αφηρημένα το πρόσωπο στις φωτογραφίες του συζύγου της ή πώς η Missi Pyle μάς δίνει, ξεκαρδιστικά, να καταλάβουμε όλη τη σχέση με τον συμπρωταγωνιστή της με μια μόνο ματιά.
Ένα σιωπηλό ερωτικό γράμμα προς τις πρώτες ημέρες του κινηματογράφου, αυτό το αριστούργημα χρησιμοποιεί τον ήχο ή την έλλειψη αυτού με ευφάνταστους τρόπους και έχει την ακριβή εμφάνιση και αίσθηση μιας ταινίας γυρισμένης τη δεκαετία του 1920. Κρατάει, όμως, τα καλύτερα στοιχειά από τις πραγματικές ταινίες εκείνης της εποχής. Δεν λείπουν καρέ και οι κινήσεις των ηθοποιών είναι ρευστές, όχι νευρικές ή βιαστικές. Διάτιτλοι χρησιμοποιούνται, αλλά με φειδώ, επιτρέποντας στον θεατή να συνδεθεί με τους χαρακτήρες, μέσα από την ανάγνωση των χειλιών και τις χειρονομίες των ηθοποιών, οι οποίοι βασίζονται σε εκφράσεις του προσώπου και τη γλώσσα του σώματος για να δείξουν συναίσθημα, αλλά η εκτέλεση τους είναι συγκρατημένη αποφεύγοντας μελοδραματικά πρόσωπα όπως στις παραγωγές της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Αυτή είναι η σιωπηλή εποχή όπως την έχουμε φανταστεί τώρα. Ο Hazanavicius σκηνοθετεί χρησιμοποιώντας τη μορφή και, ναι, τα κλισέ της εποχής και φτιάχνει μια βαθιά, πολύ σύγχρονη ταινία για το πώς ο κινηματογράφος μάς μαγεύει και μας συγκινεί. Το «The Artist» είναι γοητευτικό από την αρχή μέχρι το τέλος, με τους Dujardin και Bejo να λάμπουν σε κάθε σκηνή.
Με το Ο Πατριώτης να είναι η τελευταία σιωπηλή ταινία που προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας το 1929, νομίζω ότι αυτό φέτος θα αλλάξει. Χρειάζεται κότσια για να κάνεις μια βουβή ταινία το 2011. Το γεγονός ότι είναι τόσο καλή, είναι απλώς ένα πρόσθετο όφελος. Ως κομμάτι ιστορίας, συλλαμβάνει έξοχα την περίοδο του ερχομού του ήχου, αλλά ως πλοκή μιλάει επίσης για το εγώ και τον μεταβατικό χαρακτήρα της φήμης. Με μια λέξη, είναι εντυπωσιακό και θυμίζει τα κλασσικά έργα όπως το Τραγουδώντας στη Βροχή, το Η Λεωφόρος της Δύσεως κ.α. Τολμώ να πω ότι κατατάσσεται δίπλα σε αυτά.
Ως επί το πλείστον, σε μια σιωπηλή και μαυρόασπρη ταινία είναι δύσκολο να εξηγήσουμε τι είναι αυτό το τόσο εξαιρετικό στην πλοκή της που σε συναρπάζει, ενώ είναι περισσότερο το ύφος της ταινίας, που δικαιολογεί την υψηλή βαθμολογία. Η ταινία ιδιοποιείται όμορφα το λεξιλόγιο της σιωπηλής εποχής. Οι οπτικές ενδείξεις του φωτός και οι σκοτεινές σκιές είναι πολύ σημαντικές εδώ, διότι δεν υπάρχει ήχος να ενημερώσει την αφήγηση. Όταν ένα πλήθος χειροκροτεί άγρια σε μια σκηνή, δεν ακούμε τίποτα. Σε μια άλλη όταν ο πρωταγωνιστής σηκώνει τα χέρια στο κεφάλι του και κοιτάζει στον ουρανό για να ουρλιάξει, ο ήχος είναι εκκωφαντικός μέσα στη σιωπή. Στη θέση της οποίας, έχουμε μια πλούσια (ως επί το πλείστον) μουσική παντρεμένη με την πανέμορφη αντίθεση του ασπρόμαυρου φιλμ.
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Michel Hazanavicius αγαπά σαφώς τη γλώσσα του κινηματογράφου και με μια σειρά από σκηνές αναλαμβάνει να εξιστορήσει την ιστορίας αγάπης της ταινίας του. Καρέ προς καρέ είναι γεμάτα με μια αίσθηση κατάπληξης και όμως είναι εξαιρετικά απλά στην σύλληψη τους. Παρατηρήστε τον τρόπο που η δυσαρεστημένη νοικοκυρά (Penelope Ann Miller) μουντζουρώνει αφηρημένα το πρόσωπο στις φωτογραφίες του συζύγου της ή πώς η Missi Pyle μάς δίνει, ξεκαρδιστικά, να καταλάβουμε όλη τη σχέση με τον συμπρωταγωνιστή της με μια μόνο ματιά.
Ένα σιωπηλό ερωτικό γράμμα προς τις πρώτες ημέρες του κινηματογράφου, αυτό το αριστούργημα χρησιμοποιεί τον ήχο ή την έλλειψη αυτού με ευφάνταστους τρόπους και έχει την ακριβή εμφάνιση και αίσθηση μιας ταινίας γυρισμένης τη δεκαετία του 1920. Κρατάει, όμως, τα καλύτερα στοιχειά από τις πραγματικές ταινίες εκείνης της εποχής. Δεν λείπουν καρέ και οι κινήσεις των ηθοποιών είναι ρευστές, όχι νευρικές ή βιαστικές. Διάτιτλοι χρησιμοποιούνται, αλλά με φειδώ, επιτρέποντας στον θεατή να συνδεθεί με τους χαρακτήρες, μέσα από την ανάγνωση των χειλιών και τις χειρονομίες των ηθοποιών, οι οποίοι βασίζονται σε εκφράσεις του προσώπου και τη γλώσσα του σώματος για να δείξουν συναίσθημα, αλλά η εκτέλεση τους είναι συγκρατημένη αποφεύγοντας μελοδραματικά πρόσωπα όπως στις παραγωγές της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Αυτή είναι η σιωπηλή εποχή όπως την έχουμε φανταστεί τώρα. Ο Hazanavicius σκηνοθετεί χρησιμοποιώντας τη μορφή και, ναι, τα κλισέ της εποχής και φτιάχνει μια βαθιά, πολύ σύγχρονη ταινία για το πώς ο κινηματογράφος μάς μαγεύει και μας συγκινεί. Το «The Artist» είναι γοητευτικό από την αρχή μέχρι το τέλος, με τους Dujardin και Bejo να λάμπουν σε κάθε σκηνή.
Με το Ο Πατριώτης να είναι η τελευταία σιωπηλή ταινία που προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας το 1929, νομίζω ότι αυτό φέτος θα αλλάξει. Χρειάζεται κότσια για να κάνεις μια βουβή ταινία το 2011. Το γεγονός ότι είναι τόσο καλή, είναι απλώς ένα πρόσθετο όφελος. Ως κομμάτι ιστορίας, συλλαμβάνει έξοχα την περίοδο του ερχομού του ήχου, αλλά ως πλοκή μιλάει επίσης για το εγώ και τον μεταβατικό χαρακτήρα της φήμης. Με μια λέξη, είναι εντυπωσιακό και θυμίζει τα κλασσικά έργα όπως το Τραγουδώντας στη Βροχή, το Η Λεωφόρος της Δύσεως κ.α. Τολμώ να πω ότι κατατάσσεται δίπλα σε αυτά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου