Δεν πρόκειται να μασήσω τα λόγια μου. Η συγκεκριμένη ταινία είναι ένα χάλι. Υποπτευόμουν κάτι τέτοιο διαβάζοντας μόνο την υπόθεση, αλλά η συμμετοχή του Sean Penn όπως και του Paolo Sorrentino, σκηνοθέτη του Il Divo, με έκαναν να έχω αμφιβολίες. Με την περιγραφή της ταινίας να ακούγεται πολύ πιο διασκεδαστική από ό, τι είναι, η υπόθεση εδώ αφορά τον Cheyenne, πλούσιο και πρώην ροκ-σταρ που μετά τον θάνατο του πατέρα του αναζητά εκδίκηση από έναν πρώην ναζί εγκληματία, κρυμμένο κάπου στις ΗΠΑ, υπεύθυνο για τα δεινά του πατέρα του στο Άουσβιτς.
Δυστυχώς, αυτή η παράξενη υπόθεση καθώς και το εμπνευσμένο καστ της σπαταλούνται σε ένα μπαγιάτικο, κουραστικό χάος για ταινία. Και ναι, δεν λέω, η ιδέα του Penn ως ένα ξεπεσμένο αστέρι της ροκ δεν είναι κακή και ο ίδιος κάνει ότι καλύτερο μπορεί, ωστόσο είναι ο ίδιος ο χαρακτήρας προβληματικός αφού είναι πανδύσκολο να ταυτιστείς μαζί του ή έστω να νοιαστείς γι’ αυτόν. Κάτι που θα μπορούσε να είναι ένα δελεαστικό, νοσταλγικό κι όμορφο ταξίδι αυτογνωσίας καταλήγει ένα βαρετό και κουραστικό έργο οπού η ιδιόμορφη κι έντονα σουρεαλιστική νότα που του δίνει ο Sorrentino είναι μόνο για εντυπωσιασμό. Η απόλυτη τυχαιότητα του σεναρίου δεν βοηθά τα πράγματα, επίσης. Η ιστορία με τους ναζί θα συμβεί περίπου σαράντα-πέντε λεπτά μετά την αρχή της ταινίας και ακόμα και τότε είναι απλώς μια δικαιολογία για να δοθούν τα κίνητρα του χαρακτήρα του Penn ώστε να ξεκινήσει ένα roadtrip. Χωρίς να ξέρει ποια κατεύθυνση να πάρει ή τι προσπαθεί να πει και στην προσπάθεια να καλύψει πολύ έδαφος, η ταινία καταφέρνει να μην διευκρινίζεται τίποτα πλήρως και ποτέ δεν καταλήγει σε κάτι ικανοποιητικό ή κατανοητό.
Με το «Εκεί που Χτυπά η Καρδιά μου» να αγγίζει αρκετά κινηματογραφικά ειδή, αναρωτιόμαστε: είναι ένα road-movie; Είναι μια ταινία ενηλικίωσης; Είναι ένα θρίλερ εκδίκησης; Κανείς δεν μπορεί να πει. Είναι ως επί το πλείστον μια συρραφή από επεισόδια όπου ο Cheyenne συναντά διαφόρους τυχαίους χαρακτήρες, συμπεριλαμβανομένων μιας σερβιτόρας και του γιου της, ενός κυνηγού ναζί (Judd Hirsch) και μιας συνταξιούχου δασκάλας, η οποία ήταν κάποτε παντρεμένη με τον ναζί που ψάχνει να εντοπίσει. Κανένα από τα επεισόδια, βέβαια, δεν είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και ο χαρακτήρας του Penn όσο πάει γίνεται ακόμα πιο αντιπαθητικός. Και αυτό συμβαίνει γιατί ο Sorrentino, παρόλο που έχει ένα καλό μάτι και μια ζωηρή αίσθηση του χιούμορ, δεν εκμεταλλεύεται τίποτα. Παρά τις περιστασιακές καλές στιγμές, η ταινία είναι απείθαρχη στην εκτέλεσή της και σίγουρα καταστροφική ως προς το ύφος της. Γεμάτη από ανεξήγητες σκηνές, ασύνδετες παρακάμψεις, παράξενα ιντερλούδια κι έναν Sean Penn να κάνει δηλώσεις σε στυλ ερωτήσεων στον αέρα που δεν αποσκοπούν πουθενά, η ταινία χωλαίνει από την αδυναμία του Sorrentino να την παρακολουθήσει. Υπάρχουν παρά πολλοί αταίριαστοι χαρακτήρες, πολλές ιδιορρυθμίες, τοποθεσίες κ.ο.κ. Το πιο σημαντικό, δε, το ναζιστικό μέρος της ταινίας, είναι μοιραία και αδιανόητα λάθος. Σε κάποια κρίσιμη καμπή, ο Sorrentino θα έπρεπε να κάνει μια επιλογή για το αν η ταινία του θα ήταν σοβαρή ή όχι, κάτι που σαφώς δεν έκανε. Δεν γίνεται να εξευτελίζεις αυτά τα πράγματα έτσι κι εδώ είναι ένα από τα λάθη από τα οποία η ταινία ποτέ δεν ανακάμπτει πλήρως. Παρόλα αυτά, όσο άσχημο κι αν ήταν, δεν είχα ποτέ την ανάγκη να βγω έξω αφού πραγματικά είχα την απορία πού θα καταλήξει. Δυστυχώς, οι φόβοι μου επαληθεύτηκαν αφού τελικά το φινάλε ήταν απίστευτα κενό και λανθασμένο.
Ο Penn κυριαρχεί στην ταινία και όσο καλός κι αν είναι, παίζει έναν τόσο εξαιρετικά απωθητικό χαρακτήρα που μιλάει αργά και μαλακά σε έναν οξύ ήχο, που σίγουρα πρέπει να πειράζει τα νεύρα όποιου συνομιλεί μαζί του για περισσότερο από ένα λεπτό. Από ένα σημείο και μετά, δεν μπορούσα να τον βλέπω. Το μόνο πρόσωπο εδώ που, κατά την γνώμη μου, δραπετεύει με την αξιοπρέπειά της ανέπαφη, είναι η Frances McDormand ως η λογική γυναίκα του κεντρικού ήρωα. Όσο κακό κι αν είναι, όμως, δεν είναι ποτέ βαρετό και αυτό υποθέτω ότι είναι ένας έπαινος, μικρός αλλά έπαινος παρόλα αυτά. Κατά τα άλλα, κρίμα.
Δυστυχώς, αυτή η παράξενη υπόθεση καθώς και το εμπνευσμένο καστ της σπαταλούνται σε ένα μπαγιάτικο, κουραστικό χάος για ταινία. Και ναι, δεν λέω, η ιδέα του Penn ως ένα ξεπεσμένο αστέρι της ροκ δεν είναι κακή και ο ίδιος κάνει ότι καλύτερο μπορεί, ωστόσο είναι ο ίδιος ο χαρακτήρας προβληματικός αφού είναι πανδύσκολο να ταυτιστείς μαζί του ή έστω να νοιαστείς γι’ αυτόν. Κάτι που θα μπορούσε να είναι ένα δελεαστικό, νοσταλγικό κι όμορφο ταξίδι αυτογνωσίας καταλήγει ένα βαρετό και κουραστικό έργο οπού η ιδιόμορφη κι έντονα σουρεαλιστική νότα που του δίνει ο Sorrentino είναι μόνο για εντυπωσιασμό. Η απόλυτη τυχαιότητα του σεναρίου δεν βοηθά τα πράγματα, επίσης. Η ιστορία με τους ναζί θα συμβεί περίπου σαράντα-πέντε λεπτά μετά την αρχή της ταινίας και ακόμα και τότε είναι απλώς μια δικαιολογία για να δοθούν τα κίνητρα του χαρακτήρα του Penn ώστε να ξεκινήσει ένα roadtrip. Χωρίς να ξέρει ποια κατεύθυνση να πάρει ή τι προσπαθεί να πει και στην προσπάθεια να καλύψει πολύ έδαφος, η ταινία καταφέρνει να μην διευκρινίζεται τίποτα πλήρως και ποτέ δεν καταλήγει σε κάτι ικανοποιητικό ή κατανοητό.
Με το «Εκεί που Χτυπά η Καρδιά μου» να αγγίζει αρκετά κινηματογραφικά ειδή, αναρωτιόμαστε: είναι ένα road-movie; Είναι μια ταινία ενηλικίωσης; Είναι ένα θρίλερ εκδίκησης; Κανείς δεν μπορεί να πει. Είναι ως επί το πλείστον μια συρραφή από επεισόδια όπου ο Cheyenne συναντά διαφόρους τυχαίους χαρακτήρες, συμπεριλαμβανομένων μιας σερβιτόρας και του γιου της, ενός κυνηγού ναζί (Judd Hirsch) και μιας συνταξιούχου δασκάλας, η οποία ήταν κάποτε παντρεμένη με τον ναζί που ψάχνει να εντοπίσει. Κανένα από τα επεισόδια, βέβαια, δεν είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και ο χαρακτήρας του Penn όσο πάει γίνεται ακόμα πιο αντιπαθητικός. Και αυτό συμβαίνει γιατί ο Sorrentino, παρόλο που έχει ένα καλό μάτι και μια ζωηρή αίσθηση του χιούμορ, δεν εκμεταλλεύεται τίποτα. Παρά τις περιστασιακές καλές στιγμές, η ταινία είναι απείθαρχη στην εκτέλεσή της και σίγουρα καταστροφική ως προς το ύφος της. Γεμάτη από ανεξήγητες σκηνές, ασύνδετες παρακάμψεις, παράξενα ιντερλούδια κι έναν Sean Penn να κάνει δηλώσεις σε στυλ ερωτήσεων στον αέρα που δεν αποσκοπούν πουθενά, η ταινία χωλαίνει από την αδυναμία του Sorrentino να την παρακολουθήσει. Υπάρχουν παρά πολλοί αταίριαστοι χαρακτήρες, πολλές ιδιορρυθμίες, τοποθεσίες κ.ο.κ. Το πιο σημαντικό, δε, το ναζιστικό μέρος της ταινίας, είναι μοιραία και αδιανόητα λάθος. Σε κάποια κρίσιμη καμπή, ο Sorrentino θα έπρεπε να κάνει μια επιλογή για το αν η ταινία του θα ήταν σοβαρή ή όχι, κάτι που σαφώς δεν έκανε. Δεν γίνεται να εξευτελίζεις αυτά τα πράγματα έτσι κι εδώ είναι ένα από τα λάθη από τα οποία η ταινία ποτέ δεν ανακάμπτει πλήρως. Παρόλα αυτά, όσο άσχημο κι αν ήταν, δεν είχα ποτέ την ανάγκη να βγω έξω αφού πραγματικά είχα την απορία πού θα καταλήξει. Δυστυχώς, οι φόβοι μου επαληθεύτηκαν αφού τελικά το φινάλε ήταν απίστευτα κενό και λανθασμένο.
Ο Penn κυριαρχεί στην ταινία και όσο καλός κι αν είναι, παίζει έναν τόσο εξαιρετικά απωθητικό χαρακτήρα που μιλάει αργά και μαλακά σε έναν οξύ ήχο, που σίγουρα πρέπει να πειράζει τα νεύρα όποιου συνομιλεί μαζί του για περισσότερο από ένα λεπτό. Από ένα σημείο και μετά, δεν μπορούσα να τον βλέπω. Το μόνο πρόσωπο εδώ που, κατά την γνώμη μου, δραπετεύει με την αξιοπρέπειά της ανέπαφη, είναι η Frances McDormand ως η λογική γυναίκα του κεντρικού ήρωα. Όσο κακό κι αν είναι, όμως, δεν είναι ποτέ βαρετό και αυτό υποθέτω ότι είναι ένας έπαινος, μικρός αλλά έπαινος παρόλα αυτά. Κατά τα άλλα, κρίμα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου