Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

This Must Be the Place [1.5/5]

Δεν πρόκειται να μασήσω τα λόγια μου. Η συγκεκριμένη ταινία είναι ένα χάλι. Υποπτευόμουν κάτι τέτοιο διαβάζοντας μόνο την υπόθεση, αλλά η συμμετοχή του Sean Penn όπως και του Paolo Sorrentino, σκηνοθέτη του Il Divo, με έκαναν να έχω αμφιβολίες. Με την περιγραφή της ταινίας να ακούγεται πολύ πιο διασκεδαστική από ό, τι είναι, η υπόθεση εδώ αφορά τον Cheyenne, πλούσιο και πρώην ροκ-σταρ που μετά τον θάνατο του πατέρα του αναζητά εκδίκηση από έναν πρώην ναζί εγκληματία, κρυμμένο κάπου στις ΗΠΑ, υπεύθυνο για τα δεινά του πατέρα του στο Άουσβιτς.

Δυστυχώς, αυτή η παράξενη υπόθεση καθώς και το εμπνευσμένο καστ της σπαταλούνται σε ένα μπαγιάτικο, κουραστικό χάος για ταινία. Και ναι, δεν λέω, η ιδέα του Penn ως ένα ξεπεσμένο αστέρι της ροκ δεν είναι κακή και ο ίδιος κάνει ότι καλύτερο μπορεί, ωστόσο είναι ο ίδιος ο χαρακτήρας προβληματικός αφού είναι πανδύσκολο να ταυτιστείς μαζί του ή έστω να νοιαστείς γι’ αυτόν. Κάτι που θα μπορούσε να είναι ένα δελεαστικό, νοσταλγικό κι όμορφο ταξίδι αυτογνωσίας καταλήγει ένα βαρετό και κουραστικό έργο οπού η ιδιόμορφη κι έντονα σουρεαλιστική νότα που του δίνει ο Sorrentino είναι μόνο για εντυπωσιασμό. Η απόλυτη τυχαιότητα του σεναρίου δεν βοηθά τα πράγματα, επίσης. Η ιστορία με τους ναζί θα συμβεί περίπου σαράντα-πέντε λεπτά μετά την αρχή της ταινίας και ακόμα και τότε είναι απλώς μια δικαιολογία για να δοθούν τα κίνητρα του χαρακτήρα του Penn ώστε να ξεκινήσει ένα roadtrip. Χωρίς να ξέρει ποια κατεύθυνση να πάρει ή τι προσπαθεί να πει και στην προσπάθεια να καλύψει πολύ έδαφος, η ταινία καταφέρνει να μην διευκρινίζεται τίποτα πλήρως και ποτέ δεν καταλήγει σε κάτι ικανοποιητικό ή κατανοητό.

Με το «Εκεί που Χτυπά η Καρδιά μου» να αγγίζει αρκετά κινηματογραφικά ειδή, αναρωτιόμαστε: είναι ένα road-movie; Είναι μια ταινία ενηλικίωσης; Είναι ένα θρίλερ εκδίκησης; Κανείς δεν μπορεί να πει. Είναι ως επί το πλείστον μια συρραφή από επεισόδια όπου ο Cheyenne συναντά διαφόρους τυχαίους χαρακτήρες, συμπεριλαμβανομένων μιας σερβιτόρας και του γιου της, ενός κυνηγού ναζί (Judd Hirsch) και μιας συνταξιούχου δασκάλας, η οποία ήταν κάποτε παντρεμένη με τον ναζί που ψάχνει να εντοπίσει. Κανένα από τα επεισόδια, βέβαια, δεν είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και ο χαρακτήρας του Penn όσο πάει γίνεται ακόμα πιο αντιπαθητικός. Και αυτό συμβαίνει γιατί ο Sorrentino, παρόλο που έχει ένα καλό μάτι και μια ζωηρή αίσθηση του χιούμορ, δεν εκμεταλλεύεται τίποτα. Παρά τις περιστασιακές καλές στιγμές, η ταινία είναι απείθαρχη στην εκτέλεσή της και σίγουρα καταστροφική ως προς το ύφος της. Γεμάτη από ανεξήγητες σκηνές, ασύνδετες παρακάμψεις, παράξενα ιντερλούδια κι έναν Sean Penn να κάνει δηλώσεις σε στυλ ερωτήσεων στον αέρα που δεν αποσκοπούν πουθενά, η ταινία χωλαίνει από την αδυναμία του Sorrentino να την παρακολουθήσει. Υπάρχουν παρά πολλοί αταίριαστοι χαρακτήρες, πολλές ιδιορρυθμίες, τοποθεσίες κ.ο.κ. Το πιο σημαντικό, δε, το ναζιστικό μέρος της ταινίας, είναι μοιραία και αδιανόητα λάθος. Σε κάποια κρίσιμη καμπή, ο Sorrentino θα έπρεπε να κάνει μια επιλογή για το αν η ταινία του θα ήταν σοβαρή ή όχι, κάτι που σαφώς δεν έκανε. Δεν γίνεται να εξευτελίζεις αυτά τα πράγματα έτσι κι εδώ είναι ένα από τα λάθη από τα οποία η ταινία ποτέ δεν ανακάμπτει πλήρως. Παρόλα αυτά, όσο άσχημο κι αν ήταν, δεν είχα ποτέ την ανάγκη να βγω έξω αφού πραγματικά είχα την απορία πού θα καταλήξει. Δυστυχώς, οι φόβοι μου επαληθεύτηκαν αφού τελικά το φινάλε ήταν απίστευτα κενό και λανθασμένο.

Ο Penn κυριαρχεί στην ταινία και όσο καλός κι αν είναι, παίζει έναν τόσο εξαιρετικά απωθητικό χαρακτήρα που μιλάει αργά και μαλακά σε έναν οξύ ήχο, που σίγουρα πρέπει να πειράζει τα νεύρα όποιου συνομιλεί μαζί του για περισσότερο από ένα λεπτό. Από ένα σημείο και μετά, δεν μπορούσα να τον βλέπω. Το μόνο πρόσωπο εδώ που, κατά την γνώμη μου, δραπετεύει με την αξιοπρέπειά της ανέπαφη, είναι η Frances McDormand ως η λογική γυναίκα του κεντρικού ήρωα. Όσο κακό κι αν είναι, όμως, δεν είναι ποτέ βαρετό και αυτό υποθέτω ότι είναι ένας έπαινος, μικρός αλλά έπαινος παρόλα αυτά. Κατά τα άλλα, κρίμα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

The Amazing Spider-Man [3/5]

Reboot. Σε κινηματογραφικούς όρους ισοδυναμεί με την εν μέρει ή και ολική απόρριψη μιας υπάρχουσας ταινίας ή σειράς ταινιών και την επανεκκίνηση της με καινούργιες ιδέες, ιστορίες ή στυλ αφήγησης. Αλλιώς «πώς να βγάλουμε περισσότερα λεφτά», κάτι που δυστυχώς για το The Amazing Spider-Man τείνει να κλίνει προς, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν διαθέτει αρετές. Από το 2005 έως το 2011 μόνο, τουλάχιστον καμιά δεκαπενταριά περιπτώσεις reboot έχουν πραγματοποιηθεί ή βρίσκονται στο στάδιο των γυρισμάτων. Κοινά χαρακτηριστικά σε όλες τις περιπτώσεις είναι ότι η όποια αφηγηματική συνέχεια προηγούμενων ταινιών με το ίδιο θέμα σβήνεται, με αποτέλεσμα ένα φρεσκαρισμένο franchise που και θα προσελκύσει ξανά ένα ευρύτερο κοινό και θα είναι και δικαιολογημένο. Και τι εννοώ με αυτό. Ας πάρουμε παράδειγμα το Batman Begins. Μιλάμε για ένα reboot το οποίο από όποια πλευρά και να το δεις, δικαιολογεί την ύπαρξη του. Χρονικά μεσολαβούσαν οκτώ χρόνια από την τελευταία ταινία Batman (το Batman &

Made in Italy ★

Κάποιος είπε κάποτε ότι η “ζωή” είναι αυτό που συμβαίνει όταν δεν περιμένεις κάτι να συμβεί. Και είναι τόσο αλήθεια. Ο ίδιος άνθρωπος όμως μάλλον δεν θα είχε δει ταινίες σαν αυτή, που περιμένεις κάτι να συμβεί αλλά τελικά τίποτα δεν συμβαίνει, και οι ώρες της ζωής σου σπαταλιούνται άσκοπα. Πριν την κριτική, η συγκεκριμένη ταινία απαιτεί να έχουμε κάποιο υπόβαθρο. Στο έργο πρωταγωνιστούν οι Liam Neeson και Micheal Richardson, πατέρας και γιος αντίστοιχα στην πραγματική ζωή. Όλοι γνωρίζουμε ότι το 2009 η Natasha Richardson, γυναίκα του Liam Neeson και μητέρα του Micheal Richardson, έφυγε από τη ζωή καθώς ο τραυματισμός της στο κεφάλι κατά τη διάρκεια ενός συνηθισμένου μαθήματος σκι για αρχαρίους απέβη μοιραίος. Η πλοκή της ταινίας τώρα αφορά έναν πατέρα και γιο που επιστρέφουν στην Ιταλία για να πουλήσουν το σπίτι που κληρονόμησαν από την αείμνηστη σύζυγο και μητέρα αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης της βίλας, θα γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους, βελτιώνοντας τη σχέση τους που

Contraband [1.5/5]

Το «Τελικό Χτύπημα» είναι η κλασσικού τύπου ταινία ληστείας, όπου καθώς προχωράει, τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα και που φυσικά έχουμε ξαναδεί εκατοντάδες φορές. Δεν έχει σημασία, βέβαια, αν μια ταινία «θυμίζει» μια άλλη ή έχει την αίσθηση του γνώριμου. Με βάση ένα κάλο σενάριο όλα αυτά ξεχνιούνται. Αλλά, αλίμονο, εδώ δεν υπάρχει η σωστή βάση, με αποτέλεσμα η ταινία να κατατάσσεται στην κατηγορία «το είδαμε, το ξεχάσαμε». Πρόκειται για μια ταινία δομημένη με μια απλή αρχή, ένα απλό τέλος κι ένα περίπλοκο μεσαίο κομμάτι. Το θέμα, όμως, είναι ότι στις ταινίες με ληστείες, καθώς και στα περισσότερα θρίλερ, ξέρουμε ότι τα πράγματα δεν θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, ίσως κάπου-κάπου να θέλουμε και να δούμε επιπλοκές προκειμένου να παρακολουθήσουμε την ομάδα των χαρακτήρων καθώς θα προσπαθεί να προσαρμοστεί και να τις ξεπεράσει. Το πρόβλημα είναι ότι στο παρόν φιλμ αυτές οι επιπλοκές δεν αισθάνονται τόσο πολύ ως φυσικές, αλλά περισσότερο σαν στοιχεία πλοκής από άλλες τέτοιες ται