Το 2009, είδα την Ακαδημία Πλάτωνος του Φίλιππου Τσίτου, πάλι με τον Αντώνη Καφετζόπουλο, και μπορώ να πω ότι ήταν μια ταινία που μου άρεσε αρκετά. Δυο χρόνια μετά, οι δυο τους συνεργάζονται ξανά και φτιάχνουν μια ταινία που ήδη έχει μία διακεκριμένη πορεία στο εξωτερικό (απέσπασε το Βραβείο Σκηνοθεσίας και το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Σαν Σεμπάστιαν) πράγμα που δεν εκπλήσσει αφού διαθέτει μια ιστορία που μας αφορά όλους.
Ο Σωτήρης είναι ένας ανακριτής της αστυνομίας. Απελπισμένος με την ανεπάρκεια των υπηρεσιών της δουλείας του, προσπαθεί εκείνος τουλάχιστον να είναι όσο πιο δίκαιος γίνεται. Μια μέρα, αποφασίζει να μην αφήσει να περάσει και πάλι το άδικο κι οργανώνει με τον συνάδελφο του ένα κυνήγι πληροφοριών που σκοπό έχει την απελευθέρωση ενός ανθρώπου που θεωρούν ότι έχει αδικηθεί από τον προϊστάμενό τους. Όταν τα πράγματα δεν θα πάνε καλά, ο Σωτήρης βρίσκεται για πρώτη φορά από την άλλη πλευρά και είναι αυτός που ζητά βοήθεια.
Η ιδέα ότι η ζωή είναι πάντα άδικη αποτελεί ένα συναρπαστικό θέμα. Δοσμένο με έναν αυθεντικό και κωμικοτραγικό τρόπο, ο Φίλιππος Τσίτος χρησιμοποιεί την αισθητική του Kaurismaki κι εξιστορεί την ιστορία ενός δυσαρεστημένου ανθρώπου που παρόλο που έχει τις προθέσεις, δεν διαθέτει τα μέσα για να κάνει τη διαφορά. Το σενάριο καταπιάνεται με θέματα γνώριμα για τον θεατή. Μιλάει για τη σύγχυση που έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι καθώς προσπαθούν να αντιληφτούν τη θέση τους στην κοινωνία και τον ρόλο τους απέναντι στο κράτος. Μιλάει για τις σχέσεις των ανθρώπων βάζοντας δύο μοναχικές ψυχές, και οι δυο από τα χαμηλά οικονομικά στρώματα, καθώς βρίσκουν ο ένας τον άλλον σε ένα σκληρό και απρόσωπο περιβάλλον. Και κυρίως, μιλάει για ανθρώπους που ανέχονται μια ζωή που δεν τους αρέσει και είτε από αδυναμία είτε από ανάγκη αδικούν ο ένας τον άλλον.
Δυστυχώς, όμως (κι αυτό πάει για τις περισσότερες ελληνικές ταινίες), αυτή η γενική έλλειψη της έκφρασης δεν βοηθά και πολύ. Όσο ελκυστικοί κι αν είναι οι ήρωες του Τσίτου, αυτό το ανέκφραστο ύφος της ταινίας δεν επιτρέπει έναν συναισθηματικό δέσιμο των θεατών με τους χαρακτήρες, ενώ και η αργή εξέλιξη της παρεμποδίζει τη συμμετοχή του κοινού σε οτιδήποτε πέρα από ένα οπτικό επίπεδο. Η σκηνοθεσία του Τσίτου στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στον μινιμαλισμό και δεν καταφέρνει πλήρως να αποδώσει τη ζεστασιά και να φυσήξει ζωή στους, ως έναν βαθμό, άψυχους χαρακτήρες του. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ο Τσίτος δεν έχει κάνει πολύ καλή δουλειά και στο να δημιουργήσει δεξιοτεχνικά έναν αυθεντικό κόσμο. Χάρη και στην ερμηνεία του Αντώνη Καφετζόπουλου, η ταινία λειτουργεί τόσο καλά. Όσο ψυχρός κι αν είναι ο χαρακτήρας του, καταφέρνει να τον κάνει συμπαθή στο κοινό από την πρώτη στιγμή, ενώ ο ηθοποιός αποτυπώνει όλα τα συναισθήματα του Σωτήρη με απόλυτη επιτυχία: αβεβαιότητα, απόγνωση, απελπισία, θύμος. Η Θεοδώρα Τζήμου είναι αξιόλογη, το ίδιο κι ο Χρήστος Στέργιογλου. Ιδιαίτερη μνεία και στον Μάκη Παπαδημητρίου που είναι εξαιρετικός σε έναν μικρό αλλά εξαιρετικής σημασίας ρόλο.
Για να κλείσω, παρόλα τα όποια προβλήματα της ταινίας, το «Άδικος Κόσμος» σίγουρα αποτελεί μια φωτεινή εξαίρεση μέσα στο πλήθος των ελληνικών ταινιών και σε κερδίζει με το θέμα της. Δείτε τη!
Ο Σωτήρης είναι ένας ανακριτής της αστυνομίας. Απελπισμένος με την ανεπάρκεια των υπηρεσιών της δουλείας του, προσπαθεί εκείνος τουλάχιστον να είναι όσο πιο δίκαιος γίνεται. Μια μέρα, αποφασίζει να μην αφήσει να περάσει και πάλι το άδικο κι οργανώνει με τον συνάδελφο του ένα κυνήγι πληροφοριών που σκοπό έχει την απελευθέρωση ενός ανθρώπου που θεωρούν ότι έχει αδικηθεί από τον προϊστάμενό τους. Όταν τα πράγματα δεν θα πάνε καλά, ο Σωτήρης βρίσκεται για πρώτη φορά από την άλλη πλευρά και είναι αυτός που ζητά βοήθεια.
Η ιδέα ότι η ζωή είναι πάντα άδικη αποτελεί ένα συναρπαστικό θέμα. Δοσμένο με έναν αυθεντικό και κωμικοτραγικό τρόπο, ο Φίλιππος Τσίτος χρησιμοποιεί την αισθητική του Kaurismaki κι εξιστορεί την ιστορία ενός δυσαρεστημένου ανθρώπου που παρόλο που έχει τις προθέσεις, δεν διαθέτει τα μέσα για να κάνει τη διαφορά. Το σενάριο καταπιάνεται με θέματα γνώριμα για τον θεατή. Μιλάει για τη σύγχυση που έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι καθώς προσπαθούν να αντιληφτούν τη θέση τους στην κοινωνία και τον ρόλο τους απέναντι στο κράτος. Μιλάει για τις σχέσεις των ανθρώπων βάζοντας δύο μοναχικές ψυχές, και οι δυο από τα χαμηλά οικονομικά στρώματα, καθώς βρίσκουν ο ένας τον άλλον σε ένα σκληρό και απρόσωπο περιβάλλον. Και κυρίως, μιλάει για ανθρώπους που ανέχονται μια ζωή που δεν τους αρέσει και είτε από αδυναμία είτε από ανάγκη αδικούν ο ένας τον άλλον.
Δυστυχώς, όμως (κι αυτό πάει για τις περισσότερες ελληνικές ταινίες), αυτή η γενική έλλειψη της έκφρασης δεν βοηθά και πολύ. Όσο ελκυστικοί κι αν είναι οι ήρωες του Τσίτου, αυτό το ανέκφραστο ύφος της ταινίας δεν επιτρέπει έναν συναισθηματικό δέσιμο των θεατών με τους χαρακτήρες, ενώ και η αργή εξέλιξη της παρεμποδίζει τη συμμετοχή του κοινού σε οτιδήποτε πέρα από ένα οπτικό επίπεδο. Η σκηνοθεσία του Τσίτου στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στον μινιμαλισμό και δεν καταφέρνει πλήρως να αποδώσει τη ζεστασιά και να φυσήξει ζωή στους, ως έναν βαθμό, άψυχους χαρακτήρες του. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ο Τσίτος δεν έχει κάνει πολύ καλή δουλειά και στο να δημιουργήσει δεξιοτεχνικά έναν αυθεντικό κόσμο. Χάρη και στην ερμηνεία του Αντώνη Καφετζόπουλου, η ταινία λειτουργεί τόσο καλά. Όσο ψυχρός κι αν είναι ο χαρακτήρας του, καταφέρνει να τον κάνει συμπαθή στο κοινό από την πρώτη στιγμή, ενώ ο ηθοποιός αποτυπώνει όλα τα συναισθήματα του Σωτήρη με απόλυτη επιτυχία: αβεβαιότητα, απόγνωση, απελπισία, θύμος. Η Θεοδώρα Τζήμου είναι αξιόλογη, το ίδιο κι ο Χρήστος Στέργιογλου. Ιδιαίτερη μνεία και στον Μάκη Παπαδημητρίου που είναι εξαιρετικός σε έναν μικρό αλλά εξαιρετικής σημασίας ρόλο.
Για να κλείσω, παρόλα τα όποια προβλήματα της ταινίας, το «Άδικος Κόσμος» σίγουρα αποτελεί μια φωτεινή εξαίρεση μέσα στο πλήθος των ελληνικών ταινιών και σε κερδίζει με το θέμα της. Δείτε τη!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου