Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

The Master [3/5]

Σαγηνευτική και υπνωτική το ένα λεπτό, ουτοπιστική κι εκνευριστική το επόμενο, το «The Master» είναι, για ακόμη μια φορά, ένα άκρως φιλόδοξο έργο τέχνης από τον Anderson. Αυτή τη φορά, όμως, φαίνεται να υπερβαίνει τα όρια του και να μην έχει πλήρως τον έλεγχο, παραλείποντας να κρατήσει τα πάντα ενωμένα σε ένα συνεκτικό, ικανοποιητικό σύνολο. Και μπορεί το εγχείρημα του να είναι εμποτισμένο με πάθος και δημιουργική σκέψη, αλλά είναι πάρα πολύ αφηρημένο για να σου επιφέρει μια μόνιμη επίδραση. Μοιάζει σαν μια ταινία που αποτελείται από ενδιαφέροντα και προκλητικά τμήματα που ποτέ δεν ενώνονται καλά προκειμένου να δημιουργήσουν μια συνολική εμπειρία.

Όσο εξαιρετικά γυρισμένο κι αν είναι, η ένταση που διαθέτει δεν μπορεί καμία στιγμή να καλύψει το ποσό δυσνόητη και ανεπαρκής είναι η ιστορία. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια σειρά από εξαιρετικά κινηματογραφημένα πλάνα και σκηνές, οι περισσότερες από τα οποίες δεν διαθέτουν κανένα δραματικό βάρος ή κάποια σπουδαιότητα. Τολμώ να πω - χωρίς ίχνος σνομπισμού - ότι αυτό είναι το καλύτερο παράδειγμα ταινίας που απολαμβάνεται περισσότερο από τους κριτικούς και σινεφίλ, ανθρώπους που διαθέτουν ένα παθιασμένο ενδιαφέρον για τον κινηματογράφο και την θεωρία αυτού, και όχι από το ευρύ mainstream κοινό, αφού σε μεγάλο βαθμό το φιλμ εξαρτάται από θέματα κι αλληγορίες χωρίς να εστιάζει στην αφήγηση. Είναι το προϊόν ενός άνθρωπο που αγαπά τον κινηματογράφο ως μορφή τέχνης και που, για ακόμη μια φορά, δεν θέλει να ψυχαγωγήσει. Προσωπικά, βρήκα το ασαφές σενάριο απωθητικό: δεν υπάρχει ούτε ένα πραγματικά αξέχαστο κομμάτι διαλόγου στο «The Master», κάτι που είναι ανησυχητικό αν σκεφτεί κανείς ότι ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες υποτίθεται ότι είναι ένας χαρισματικός και σημαίνον ηγέτης. Απογοητευτικό βρήκα, δε, το γεγονός ότι ο καθένας μπορεί να βγάλει και διαφορετικό συμπέρασμα για το τι σημαίνει η ταινία. Οι πιθανότητες καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, από την εξέταση της ψυχικής ασθένειας μέχρι την ομοφυλοφιλική καταπίεση. Και το χειρότερο, το έργο σου δίνει την εντύπωση ότι ούτε ο Anderson γνωρίζει τι θέλει να πει. Είναι σαν να ανακαλύπτει την ταινία καθώς εκείνη προχωρεί. Σε ένα σημείο, ένας από τους χαρακτήρες λέει «He’s making all this up as he goes along» («Τα βρίσκει όλα στην πορεία») και υποψιάζομαι ότι κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύει και για το ίδιο το φιλμ.

Εκεί που το «The Master» τα καταφέρνει περίφημα είναι στην φωτογραφία, στα σκηνικά/κοστούμια και στις ερμηνείες. Όλο το βάρος της ταινίας σηκώνεται από τον Joaquin Phoenix, ο οποίος παραδίδει μια τέλεια ερμηνεία βυθιζόμενος τόσο πολύ στον ρόλο του και παίζοντας με κάθε σπιθαμή του κορμιού του, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του σε όλη τη διάρκεια του έργου. Από την άλλη, ο Hoffman είναι εκπληκτικός, όπως πάντα, ερμηνεύοντας και στερεώνοντας την «τρέλα» στην πραγματικότητα, ενώ παράλληλα χρησιμεύοντας και ως ένα ήρεμο αντίβαρο απέναντι στον Phoenix. Ενώ η Amy Adams, τεράστιο υποκριτικό ταλέντο, εδώ κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ ότι την έχουμε συνηθίσει. Είναι η ήρεμη δύναμη, εκείνη που κινεί τα νήματα και ένα βλέμμα της λέει όσα δεν μπορούν να πουν ολόκληρα κείμενα.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, μπορώ με σιγουριά να πω ότι το «The Master» είναι ο ορισμός του προκλητικού, αν και αρκετά άνισου, κινηματογράφου. Ο Paul Thomas Anderson παραδίδει μια υποσχόμενα μεγάλη ταινία γεμάτη με πνευματικό διάλογο, προκλητικές απόψεις και συναισθηματικό βάθος. Είναι, όμως, τόσο τέλεια σφραγισμένη που είναι δύσκολο για τον θεατή να βρει μια ικανοποιητική είσοδο σε αυτό το πυκνό ψυχολογικό άλσος από ιδέες και λεπτομέρειες, αφήνοντας μας, σχεδόν σε όλα τα 137 λεπτά της διάρκειας του, στην απέξω, απλά να παρακολουθούμε.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

The Amazing Spider-Man [3/5]

Reboot. Σε κινηματογραφικούς όρους ισοδυναμεί με την εν μέρει ή και ολική απόρριψη μιας υπάρχουσας ταινίας ή σειράς ταινιών και την επανεκκίνηση της με καινούργιες ιδέες, ιστορίες ή στυλ αφήγησης. Αλλιώς «πώς να βγάλουμε περισσότερα λεφτά», κάτι που δυστυχώς για το The Amazing Spider-Man τείνει να κλίνει προς, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν διαθέτει αρετές. Από το 2005 έως το 2011 μόνο, τουλάχιστον καμιά δεκαπενταριά περιπτώσεις reboot έχουν πραγματοποιηθεί ή βρίσκονται στο στάδιο των γυρισμάτων. Κοινά χαρακτηριστικά σε όλες τις περιπτώσεις είναι ότι η όποια αφηγηματική συνέχεια προηγούμενων ταινιών με το ίδιο θέμα σβήνεται, με αποτέλεσμα ένα φρεσκαρισμένο franchise που και θα προσελκύσει ξανά ένα ευρύτερο κοινό και θα είναι και δικαιολογημένο. Και τι εννοώ με αυτό. Ας πάρουμε παράδειγμα το Batman Begins. Μιλάμε για ένα reboot το οποίο από όποια πλευρά και να το δεις, δικαιολογεί την ύπαρξη του. Χρονικά μεσολαβούσαν οκτώ χρόνια από την τελευταία ταινία Batman (το Batman &

Made in Italy ★

Κάποιος είπε κάποτε ότι η “ζωή” είναι αυτό που συμβαίνει όταν δεν περιμένεις κάτι να συμβεί. Και είναι τόσο αλήθεια. Ο ίδιος άνθρωπος όμως μάλλον δεν θα είχε δει ταινίες σαν αυτή, που περιμένεις κάτι να συμβεί αλλά τελικά τίποτα δεν συμβαίνει, και οι ώρες της ζωής σου σπαταλιούνται άσκοπα. Πριν την κριτική, η συγκεκριμένη ταινία απαιτεί να έχουμε κάποιο υπόβαθρο. Στο έργο πρωταγωνιστούν οι Liam Neeson και Micheal Richardson, πατέρας και γιος αντίστοιχα στην πραγματική ζωή. Όλοι γνωρίζουμε ότι το 2009 η Natasha Richardson, γυναίκα του Liam Neeson και μητέρα του Micheal Richardson, έφυγε από τη ζωή καθώς ο τραυματισμός της στο κεφάλι κατά τη διάρκεια ενός συνηθισμένου μαθήματος σκι για αρχαρίους απέβη μοιραίος. Η πλοκή της ταινίας τώρα αφορά έναν πατέρα και γιο που επιστρέφουν στην Ιταλία για να πουλήσουν το σπίτι που κληρονόμησαν από την αείμνηστη σύζυγο και μητέρα αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης της βίλας, θα γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους, βελτιώνοντας τη σχέση τους που

Contraband [1.5/5]

Το «Τελικό Χτύπημα» είναι η κλασσικού τύπου ταινία ληστείας, όπου καθώς προχωράει, τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα και που φυσικά έχουμε ξαναδεί εκατοντάδες φορές. Δεν έχει σημασία, βέβαια, αν μια ταινία «θυμίζει» μια άλλη ή έχει την αίσθηση του γνώριμου. Με βάση ένα κάλο σενάριο όλα αυτά ξεχνιούνται. Αλλά, αλίμονο, εδώ δεν υπάρχει η σωστή βάση, με αποτέλεσμα η ταινία να κατατάσσεται στην κατηγορία «το είδαμε, το ξεχάσαμε». Πρόκειται για μια ταινία δομημένη με μια απλή αρχή, ένα απλό τέλος κι ένα περίπλοκο μεσαίο κομμάτι. Το θέμα, όμως, είναι ότι στις ταινίες με ληστείες, καθώς και στα περισσότερα θρίλερ, ξέρουμε ότι τα πράγματα δεν θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, ίσως κάπου-κάπου να θέλουμε και να δούμε επιπλοκές προκειμένου να παρακολουθήσουμε την ομάδα των χαρακτήρων καθώς θα προσπαθεί να προσαρμοστεί και να τις ξεπεράσει. Το πρόβλημα είναι ότι στο παρόν φιλμ αυτές οι επιπλοκές δεν αισθάνονται τόσο πολύ ως φυσικές, αλλά περισσότερο σαν στοιχεία πλοκής από άλλες τέτοιες ται