Σαγηνευτική και υπνωτική το ένα λεπτό, ουτοπιστική κι εκνευριστική το επόμενο, το «The Master» είναι, για ακόμη μια φορά, ένα άκρως φιλόδοξο έργο τέχνης από τον Anderson. Αυτή τη φορά, όμως, φαίνεται να υπερβαίνει τα όρια του και να μην έχει πλήρως τον έλεγχο, παραλείποντας να κρατήσει τα πάντα ενωμένα σε ένα συνεκτικό, ικανοποιητικό σύνολο. Και μπορεί το εγχείρημα του να είναι εμποτισμένο με πάθος και δημιουργική σκέψη, αλλά είναι πάρα πολύ αφηρημένο για να σου επιφέρει μια μόνιμη επίδραση. Μοιάζει σαν μια ταινία που αποτελείται από ενδιαφέροντα και προκλητικά τμήματα που ποτέ δεν ενώνονται καλά προκειμένου να δημιουργήσουν μια συνολική εμπειρία.
Όσο εξαιρετικά γυρισμένο κι αν είναι, η ένταση που διαθέτει δεν μπορεί καμία στιγμή να καλύψει το ποσό δυσνόητη και ανεπαρκής είναι η ιστορία. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια σειρά από εξαιρετικά κινηματογραφημένα πλάνα και σκηνές, οι περισσότερες από τα οποίες δεν διαθέτουν κανένα δραματικό βάρος ή κάποια σπουδαιότητα. Τολμώ να πω - χωρίς ίχνος σνομπισμού - ότι αυτό είναι το καλύτερο παράδειγμα ταινίας που απολαμβάνεται περισσότερο από τους κριτικούς και σινεφίλ, ανθρώπους που διαθέτουν ένα παθιασμένο ενδιαφέρον για τον κινηματογράφο και την θεωρία αυτού, και όχι από το ευρύ mainstream κοινό, αφού σε μεγάλο βαθμό το φιλμ εξαρτάται από θέματα κι αλληγορίες χωρίς να εστιάζει στην αφήγηση. Είναι το προϊόν ενός άνθρωπο που αγαπά τον κινηματογράφο ως μορφή τέχνης και που, για ακόμη μια φορά, δεν θέλει να ψυχαγωγήσει. Προσωπικά, βρήκα το ασαφές σενάριο απωθητικό: δεν υπάρχει ούτε ένα πραγματικά αξέχαστο κομμάτι διαλόγου στο «The Master», κάτι που είναι ανησυχητικό αν σκεφτεί κανείς ότι ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες υποτίθεται ότι είναι ένας χαρισματικός και σημαίνον ηγέτης. Απογοητευτικό βρήκα, δε, το γεγονός ότι ο καθένας μπορεί να βγάλει και διαφορετικό συμπέρασμα για το τι σημαίνει η ταινία. Οι πιθανότητες καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, από την εξέταση της ψυχικής ασθένειας μέχρι την ομοφυλοφιλική καταπίεση. Και το χειρότερο, το έργο σου δίνει την εντύπωση ότι ούτε ο Anderson γνωρίζει τι θέλει να πει. Είναι σαν να ανακαλύπτει την ταινία καθώς εκείνη προχωρεί. Σε ένα σημείο, ένας από τους χαρακτήρες λέει «He’s making all this up as he goes along» («Τα βρίσκει όλα στην πορεία») και υποψιάζομαι ότι κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύει και για το ίδιο το φιλμ.
Εκεί που το «The Master» τα καταφέρνει περίφημα είναι στην φωτογραφία, στα σκηνικά/κοστούμια και στις ερμηνείες. Όλο το βάρος της ταινίας σηκώνεται από τον Joaquin Phoenix, ο οποίος παραδίδει μια τέλεια ερμηνεία βυθιζόμενος τόσο πολύ στον ρόλο του και παίζοντας με κάθε σπιθαμή του κορμιού του, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του σε όλη τη διάρκεια του έργου. Από την άλλη, ο Hoffman είναι εκπληκτικός, όπως πάντα, ερμηνεύοντας και στερεώνοντας την «τρέλα» στην πραγματικότητα, ενώ παράλληλα χρησιμεύοντας και ως ένα ήρεμο αντίβαρο απέναντι στον Phoenix. Ενώ η Amy Adams, τεράστιο υποκριτικό ταλέντο, εδώ κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ ότι την έχουμε συνηθίσει. Είναι η ήρεμη δύναμη, εκείνη που κινεί τα νήματα και ένα βλέμμα της λέει όσα δεν μπορούν να πουν ολόκληρα κείμενα.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, μπορώ με σιγουριά να πω ότι το «The Master» είναι ο ορισμός του προκλητικού, αν και αρκετά άνισου, κινηματογράφου. Ο Paul Thomas Anderson παραδίδει μια υποσχόμενα μεγάλη ταινία γεμάτη με πνευματικό διάλογο, προκλητικές απόψεις και συναισθηματικό βάθος. Είναι, όμως, τόσο τέλεια σφραγισμένη που είναι δύσκολο για τον θεατή να βρει μια ικανοποιητική είσοδο σε αυτό το πυκνό ψυχολογικό άλσος από ιδέες και λεπτομέρειες, αφήνοντας μας, σχεδόν σε όλα τα 137 λεπτά της διάρκειας του, στην απέξω, απλά να παρακολουθούμε.
Όσο εξαιρετικά γυρισμένο κι αν είναι, η ένταση που διαθέτει δεν μπορεί καμία στιγμή να καλύψει το ποσό δυσνόητη και ανεπαρκής είναι η ιστορία. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια σειρά από εξαιρετικά κινηματογραφημένα πλάνα και σκηνές, οι περισσότερες από τα οποίες δεν διαθέτουν κανένα δραματικό βάρος ή κάποια σπουδαιότητα. Τολμώ να πω - χωρίς ίχνος σνομπισμού - ότι αυτό είναι το καλύτερο παράδειγμα ταινίας που απολαμβάνεται περισσότερο από τους κριτικούς και σινεφίλ, ανθρώπους που διαθέτουν ένα παθιασμένο ενδιαφέρον για τον κινηματογράφο και την θεωρία αυτού, και όχι από το ευρύ mainstream κοινό, αφού σε μεγάλο βαθμό το φιλμ εξαρτάται από θέματα κι αλληγορίες χωρίς να εστιάζει στην αφήγηση. Είναι το προϊόν ενός άνθρωπο που αγαπά τον κινηματογράφο ως μορφή τέχνης και που, για ακόμη μια φορά, δεν θέλει να ψυχαγωγήσει. Προσωπικά, βρήκα το ασαφές σενάριο απωθητικό: δεν υπάρχει ούτε ένα πραγματικά αξέχαστο κομμάτι διαλόγου στο «The Master», κάτι που είναι ανησυχητικό αν σκεφτεί κανείς ότι ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες υποτίθεται ότι είναι ένας χαρισματικός και σημαίνον ηγέτης. Απογοητευτικό βρήκα, δε, το γεγονός ότι ο καθένας μπορεί να βγάλει και διαφορετικό συμπέρασμα για το τι σημαίνει η ταινία. Οι πιθανότητες καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, από την εξέταση της ψυχικής ασθένειας μέχρι την ομοφυλοφιλική καταπίεση. Και το χειρότερο, το έργο σου δίνει την εντύπωση ότι ούτε ο Anderson γνωρίζει τι θέλει να πει. Είναι σαν να ανακαλύπτει την ταινία καθώς εκείνη προχωρεί. Σε ένα σημείο, ένας από τους χαρακτήρες λέει «He’s making all this up as he goes along» («Τα βρίσκει όλα στην πορεία») και υποψιάζομαι ότι κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύει και για το ίδιο το φιλμ.
Εκεί που το «The Master» τα καταφέρνει περίφημα είναι στην φωτογραφία, στα σκηνικά/κοστούμια και στις ερμηνείες. Όλο το βάρος της ταινίας σηκώνεται από τον Joaquin Phoenix, ο οποίος παραδίδει μια τέλεια ερμηνεία βυθιζόμενος τόσο πολύ στον ρόλο του και παίζοντας με κάθε σπιθαμή του κορμιού του, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του σε όλη τη διάρκεια του έργου. Από την άλλη, ο Hoffman είναι εκπληκτικός, όπως πάντα, ερμηνεύοντας και στερεώνοντας την «τρέλα» στην πραγματικότητα, ενώ παράλληλα χρησιμεύοντας και ως ένα ήρεμο αντίβαρο απέναντι στον Phoenix. Ενώ η Amy Adams, τεράστιο υποκριτικό ταλέντο, εδώ κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ ότι την έχουμε συνηθίσει. Είναι η ήρεμη δύναμη, εκείνη που κινεί τα νήματα και ένα βλέμμα της λέει όσα δεν μπορούν να πουν ολόκληρα κείμενα.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, μπορώ με σιγουριά να πω ότι το «The Master» είναι ο ορισμός του προκλητικού, αν και αρκετά άνισου, κινηματογράφου. Ο Paul Thomas Anderson παραδίδει μια υποσχόμενα μεγάλη ταινία γεμάτη με πνευματικό διάλογο, προκλητικές απόψεις και συναισθηματικό βάθος. Είναι, όμως, τόσο τέλεια σφραγισμένη που είναι δύσκολο για τον θεατή να βρει μια ικανοποιητική είσοδο σε αυτό το πυκνό ψυχολογικό άλσος από ιδέες και λεπτομέρειες, αφήνοντας μας, σχεδόν σε όλα τα 137 λεπτά της διάρκειας του, στην απέξω, απλά να παρακολουθούμε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου