Η πολιτισμική επιρροή της Μπιτ γενιάς, το λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στην Αμερική τις δεκαετίες του 1950 και 1960, έχει εμπνεύσει κι επηρεάσει τη μουσική και τον κινηματογράφο σε πολλά διαφορετικά επίπεδα. Το ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Jack Kerouac, «On the Road», κατέχει κεντρικό ρόλο στην εξάπλωση της μπιτ λογοτεχνίας συλλαμβάνοντας πλήρως το πνεύμα της. Ως εκ τούτου, το να το μεταφέρεις στο σινεμά δεν επρόκειτο πότε να είναι ένα εύκολο εγχείρημα, αλλά ο Walter Salles, ανόητα κατά τη γνώμη μου, δέχτηκε την πρόκληση της προσαρμογής του και το γύρισε. Παρ’ όλες τις καλές προθέσεις, όμως, η ταινία είναι πέρα για πέρα προβληματική.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Είναι μακρύ το ταξίδι από την αρχική δημοσίευση του μυθιστορήματος του Jack Kerouac το 1957, μέχρι την κινηματογραφική μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη το 2012. Μετά από 60 χρόνια, οι καιροί έχουν σίγουρα αλλάξει και οτιδήποτε μπορεί να φαινόταν επαναστατικό κι ανορθόδοξο τότε, σήμερα δεν σου προκαλεί το ίδιο ρίγος κινδύνου. Ας ξεκαθαρίσουμε κάπου εδώ, ότι τα μυθιστορήματα και οι ταινίες είναι δυο εντελώς διαφορετικές μορφές τέχνης, επομένως δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι θα πρέπει να είναι συμβατές. Οι κινηματογραφιστές, βέβαια, θα έλεγε κανείς πως διαθέτουν μια αλαζονεία που τους αναγκάζει/επιτρέπει να μεταφέρουν κάθε σεβαστό κομμάτι της πεζογραφίας στο μέσο τους. Ωστόσο, η αιτία που το συγκεκριμένο βιβλίο θεωρούταν εδώ και χρόνια δύσκολο να το κάνεις ταινία, είναι γιατί ένας από τους σημαντικότερους λόγους για να διαβάσει κάνεις το «On the Road» είναι για τον πεζό του λόγο. Απογυμνωμένο από τη λογοτεχνική ευγλωττία του, αυτό που μένει είναι μια σειρά από απεχθείς χαρακτήρες σε ανούσιες καταστάσεις.
Και από πού να πρωταρχίσω να περιγράφω το φιλμ, ειλικρινά δεν ξέρω. Για δύο ώρες παρακολουθούμε μια ποικιλία συνομιλιών κι αλληλεπιδράσεων μεταξύ ηλίθιων ανθρώπων, των οποίων οι σκέψεις είναι ο ίδιος ο ορισμός της κοινοτοπίας. Με τους διάφορους χαρακτήρες να μιλούν ασταμάτητα για το απόλυτο τίποτα, λοιπόν, αντιλαμβάνεσαι ότι θα περάσεις μια εξαντλητική δοκιμασία της υπομονής. Ευτυχώς το διδακτικό ύφος του μυθιστορήματος έχει μειωθεί σε μερικά voice-over αποσπάσματα, καθώς κάνεις λογικός άνθρωπος δεν θα ανεχόταν μια διάλεξη για το πώς να ζει από ένα μάτσο ρεμάλια τίγκα στα ναρκωτικά. Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω πώς θα μπορούσε κανείς να εξιδανικεύει έναν χαρακτήρα σαν τον Dean Moriarty (Hedlund). Έναν μη κοινωνικό κλέφτη αυτοκινήτων, πρεζόνι, με κανένα σεβασμό για οποιονδήποτε ή οτιδήποτε. Και δεν είναι μόνο αυτός. Όλοι όσοι εμφανίζονται στο έργο είναι ενοχλητικοί και δυσάρεστοι να τους παρακολουθείς. Διαθέτοντας, δε, και έντονα προβλήματα ρυθμού, εντείνεται η αδιαφορία ή ανυπομονησία μας κατά τη διάρκεια μεγάλων χρονικών περιόδων, αφήνοντας μας στο τέλος νευριασμένους και απογοητευμένους λόγω της έλλειψης ενέργειας κι αποφασιστικότητας αλλά και του χρόνου που χάσαμε για να το δούμε. Και το χειρότερο για μια ταινία σχετικά με το δέλεαρ του δρόμου, βλέπουμε πολύ λίγο άσφαλτο και σκόνη. Τι κι αν η φωτογραφία του Eric Gautier είναι μοναδική, αν δεν ήταν ο περιστασιακός γεωγραφικός υπότιτλος, οι πρωταγωνιστές μας θα μπορούσαν κάλλιστα να οδηγούν κυκλικώς. Hedlund, Riley, Stewart, Adams, Sturridge και γενικά όλο το καστ είναι πειστικό στους ρόλους του, χωρίς όμως ποτέ να σου παρέχουν καμία μεγάλη αίσθηση του δράματος ή να έχουν αντίκτυπο στην αφήγηση.
Με αυτά και με αυτά, ο Salles κατάφερε να πάρει ένα βιβλίο μη κινηματογραφίσιμο και να φτιάξει ένα φιλμ σχεδόν μη-παρακολουθήσιμο.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Είναι μακρύ το ταξίδι από την αρχική δημοσίευση του μυθιστορήματος του Jack Kerouac το 1957, μέχρι την κινηματογραφική μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη το 2012. Μετά από 60 χρόνια, οι καιροί έχουν σίγουρα αλλάξει και οτιδήποτε μπορεί να φαινόταν επαναστατικό κι ανορθόδοξο τότε, σήμερα δεν σου προκαλεί το ίδιο ρίγος κινδύνου. Ας ξεκαθαρίσουμε κάπου εδώ, ότι τα μυθιστορήματα και οι ταινίες είναι δυο εντελώς διαφορετικές μορφές τέχνης, επομένως δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι θα πρέπει να είναι συμβατές. Οι κινηματογραφιστές, βέβαια, θα έλεγε κανείς πως διαθέτουν μια αλαζονεία που τους αναγκάζει/επιτρέπει να μεταφέρουν κάθε σεβαστό κομμάτι της πεζογραφίας στο μέσο τους. Ωστόσο, η αιτία που το συγκεκριμένο βιβλίο θεωρούταν εδώ και χρόνια δύσκολο να το κάνεις ταινία, είναι γιατί ένας από τους σημαντικότερους λόγους για να διαβάσει κάνεις το «On the Road» είναι για τον πεζό του λόγο. Απογυμνωμένο από τη λογοτεχνική ευγλωττία του, αυτό που μένει είναι μια σειρά από απεχθείς χαρακτήρες σε ανούσιες καταστάσεις.
Και από πού να πρωταρχίσω να περιγράφω το φιλμ, ειλικρινά δεν ξέρω. Για δύο ώρες παρακολουθούμε μια ποικιλία συνομιλιών κι αλληλεπιδράσεων μεταξύ ηλίθιων ανθρώπων, των οποίων οι σκέψεις είναι ο ίδιος ο ορισμός της κοινοτοπίας. Με τους διάφορους χαρακτήρες να μιλούν ασταμάτητα για το απόλυτο τίποτα, λοιπόν, αντιλαμβάνεσαι ότι θα περάσεις μια εξαντλητική δοκιμασία της υπομονής. Ευτυχώς το διδακτικό ύφος του μυθιστορήματος έχει μειωθεί σε μερικά voice-over αποσπάσματα, καθώς κάνεις λογικός άνθρωπος δεν θα ανεχόταν μια διάλεξη για το πώς να ζει από ένα μάτσο ρεμάλια τίγκα στα ναρκωτικά. Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω πώς θα μπορούσε κανείς να εξιδανικεύει έναν χαρακτήρα σαν τον Dean Moriarty (Hedlund). Έναν μη κοινωνικό κλέφτη αυτοκινήτων, πρεζόνι, με κανένα σεβασμό για οποιονδήποτε ή οτιδήποτε. Και δεν είναι μόνο αυτός. Όλοι όσοι εμφανίζονται στο έργο είναι ενοχλητικοί και δυσάρεστοι να τους παρακολουθείς. Διαθέτοντας, δε, και έντονα προβλήματα ρυθμού, εντείνεται η αδιαφορία ή ανυπομονησία μας κατά τη διάρκεια μεγάλων χρονικών περιόδων, αφήνοντας μας στο τέλος νευριασμένους και απογοητευμένους λόγω της έλλειψης ενέργειας κι αποφασιστικότητας αλλά και του χρόνου που χάσαμε για να το δούμε. Και το χειρότερο για μια ταινία σχετικά με το δέλεαρ του δρόμου, βλέπουμε πολύ λίγο άσφαλτο και σκόνη. Τι κι αν η φωτογραφία του Eric Gautier είναι μοναδική, αν δεν ήταν ο περιστασιακός γεωγραφικός υπότιτλος, οι πρωταγωνιστές μας θα μπορούσαν κάλλιστα να οδηγούν κυκλικώς. Hedlund, Riley, Stewart, Adams, Sturridge και γενικά όλο το καστ είναι πειστικό στους ρόλους του, χωρίς όμως ποτέ να σου παρέχουν καμία μεγάλη αίσθηση του δράματος ή να έχουν αντίκτυπο στην αφήγηση.
Με αυτά και με αυτά, ο Salles κατάφερε να πάρει ένα βιβλίο μη κινηματογραφίσιμο και να φτιάξει ένα φιλμ σχεδόν μη-παρακολουθήσιμο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου