Οι Kurtzman και Orci είναι οι σεναριογράφοι των δύο πρώτων ταινιών «Transformers», του Star Trek και του Cowboys & Aliens, μεταξύ άλλων. Αποτελεί σίγουρα έκπληξη το γεγονός ότι η νέα τους προσπάθεια είναι ένα δράμα σχέσεων, το οποίο στερείται ειδικών εφέ και ίσως να είναι και λίγο πιο ελκυστική από τις ταινίες που ανέφερα, αλλά εξακολουθεί να μην διαθέτει ψυχή.
Ίσως το πραγματικό πρόβλημα της ταινίας να είναι η κεντρική της ιδέα. Ο Sam Harper ανακαλύπτει μετά τον θάνατο του πατέρα του ότι έχει μια ετεροθαλή αδελφή κι έναν ανιψιό. Όμως, αντί να ομολογήσει τους οικογενειακούς δεσμούς τους, μπαίνει στη ζωή τους έως ότου η αδελφή του να είναι σε κίνδυνο να τον ερωτευτεί. Ένα τέχνασμα που είναι περιστασιακά ενοχλητικό, σε σημείο που εμποδίζει την ταινία να πει αυτό που πραγματικά θέλει να πει, να απεικονίσει δηλαδή αυθεντικά κατεστραμμένους ανθρώπους που αγωνίζονται να συμβιβαστούν με μια συναισθηματική κρίση. Το γεγονός, δε, ότι η ταινία είναι λουσμένη στο φως του ήλιου και διαθέτει στερεότυπη μουσική υπόκρουση προκειμένου να εντείνει τα συναισθήματα και να τα διαχειριστεί, δεν βοηθά και πολύ τα πράγματα.
Ενδεχομένως, όμως, να είναι και η προσέγγιση του υλικού από τον Kurtzman. Και το λέω αυτό γιατί μπορεί να ως σκηνοθέτης να διαθέτει ένα καλό μάτι (υπάρχουν κάποιες πολύ ωραίες σκηνές διάσπαρτα), αντιμετωπίζει όμως το έργο όπως τις υπερπαραγωγές του. Ας μαζέψουμε ένα σωρό συγκρούσεις. Ας ρίξουμε όσα περισσότερα πράγματα μπορούμε στον ήρωα και την ηρωίδα μέχρι να σπάσουν ψυχολογικά. Κάτι που είναι περιττό. Στην πραγματικότητα, τα πιο δυνατά τμήματα της ταινίας είναι οι πιο ήσυχες, ανθρώπινες στιγμές όπως ο νυχτερινός περίπατος μάνας και γιου στο πάρκο. Αν ο Kurtzman είχε επικεντρωθεί στις σχέσεις και τις συνδέσεις των ανθρώπων αντί των εξωτερικών συγκρούσεων, η ιστορία θα ήταν πολύ ισχυρότερη. Το πολύ καλό καστ όμως που έχει επιστρατεύσει, ανεβάζει, κάπως, το επίπεδο. Ο Chris Pine είναι ιδανικός στον ρόλο του Sam, η Elisabeth Banks φέρνει έναν αέρα αυτοπεποίθησης στον ρόλο της αδελφής, ενώ την παράσταση κλέβει η ανεπανάληπτη Michelle Pfeiffer σε έναν μικρό αλλά ουσιαστικό ρόλο. Και γενικώς, όλοι οι εμπλεκόμενοι δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους και ερμηνευτικά κατατάσσουν την ταινία αρκετά ψηλά.
Το «Άνθρωποι σαν κι Εμάς», επομένως, διαθέτει ένα-δυο στοιχεία ικανά να ψυχαγωγήσουν το mainstream κοινό, ειδικά εκείνο που του αρέσουν τα μελοδράματα τύπου Nicholas Sparks (Το Ημερολόγιο, Δικός σου για Πάντα). Είναι μια καλή πρώτη προσπάθεια που χωρίς να πετυχαίνει διάνα, διαθέτει μικρές απολαύσεις μέσα στη σαχλαμάρα του.
Ίσως το πραγματικό πρόβλημα της ταινίας να είναι η κεντρική της ιδέα. Ο Sam Harper ανακαλύπτει μετά τον θάνατο του πατέρα του ότι έχει μια ετεροθαλή αδελφή κι έναν ανιψιό. Όμως, αντί να ομολογήσει τους οικογενειακούς δεσμούς τους, μπαίνει στη ζωή τους έως ότου η αδελφή του να είναι σε κίνδυνο να τον ερωτευτεί. Ένα τέχνασμα που είναι περιστασιακά ενοχλητικό, σε σημείο που εμποδίζει την ταινία να πει αυτό που πραγματικά θέλει να πει, να απεικονίσει δηλαδή αυθεντικά κατεστραμμένους ανθρώπους που αγωνίζονται να συμβιβαστούν με μια συναισθηματική κρίση. Το γεγονός, δε, ότι η ταινία είναι λουσμένη στο φως του ήλιου και διαθέτει στερεότυπη μουσική υπόκρουση προκειμένου να εντείνει τα συναισθήματα και να τα διαχειριστεί, δεν βοηθά και πολύ τα πράγματα.
Ενδεχομένως, όμως, να είναι και η προσέγγιση του υλικού από τον Kurtzman. Και το λέω αυτό γιατί μπορεί να ως σκηνοθέτης να διαθέτει ένα καλό μάτι (υπάρχουν κάποιες πολύ ωραίες σκηνές διάσπαρτα), αντιμετωπίζει όμως το έργο όπως τις υπερπαραγωγές του. Ας μαζέψουμε ένα σωρό συγκρούσεις. Ας ρίξουμε όσα περισσότερα πράγματα μπορούμε στον ήρωα και την ηρωίδα μέχρι να σπάσουν ψυχολογικά. Κάτι που είναι περιττό. Στην πραγματικότητα, τα πιο δυνατά τμήματα της ταινίας είναι οι πιο ήσυχες, ανθρώπινες στιγμές όπως ο νυχτερινός περίπατος μάνας και γιου στο πάρκο. Αν ο Kurtzman είχε επικεντρωθεί στις σχέσεις και τις συνδέσεις των ανθρώπων αντί των εξωτερικών συγκρούσεων, η ιστορία θα ήταν πολύ ισχυρότερη. Το πολύ καλό καστ όμως που έχει επιστρατεύσει, ανεβάζει, κάπως, το επίπεδο. Ο Chris Pine είναι ιδανικός στον ρόλο του Sam, η Elisabeth Banks φέρνει έναν αέρα αυτοπεποίθησης στον ρόλο της αδελφής, ενώ την παράσταση κλέβει η ανεπανάληπτη Michelle Pfeiffer σε έναν μικρό αλλά ουσιαστικό ρόλο. Και γενικώς, όλοι οι εμπλεκόμενοι δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους και ερμηνευτικά κατατάσσουν την ταινία αρκετά ψηλά.
Το «Άνθρωποι σαν κι Εμάς», επομένως, διαθέτει ένα-δυο στοιχεία ικανά να ψυχαγωγήσουν το mainstream κοινό, ειδικά εκείνο που του αρέσουν τα μελοδράματα τύπου Nicholas Sparks (Το Ημερολόγιο, Δικός σου για Πάντα). Είναι μια καλή πρώτη προσπάθεια που χωρίς να πετυχαίνει διάνα, διαθέτει μικρές απολαύσεις μέσα στη σαχλαμάρα του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου