Ο David Fincher είναι ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες. Υπεύθυνος για ταινίες όπως τα Seven, Fight Club, Η Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον και το περσινό The Social Network. Μια ταινία που κέρδισε ότι βραβείο υπήρχε από κριτικούς και που αδικαιολόγητα έχασε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Μια ταινία που του έφερε όλο τον κόσμο στα πόδια του. Οπότε, και μόνο στο άκουσμα ότι σαν επομένη ταινία του θα καταπιανόταν με ένα ριμέικ, ήταν κάτι το αναπάντεχο και μη λογικό. Ακόμα πιο παράλογο ήταν όταν αποφάσισε να κάνει όχι ένα οποιοδήποτε ριμέικ, αλλά να ξαναγυρίσει μια ήδη εξαιρετική ευρωπαϊκή ταινία σε κάτι λιγότερο από έναν χρόνο, αφού μόλις το 2010 βγήκε το πρωτότυπο. Άμεσα, λοιπόν, η ταινία φαντάζει σαν μια προφανή απόδειξη ότι η Αμερική δεν διαβάζει βιβλία ή υποτιτλισμένες ταινίες...
Βλέποντας την, λοιπόν, αισθανόμουν όπως όταν έβλεπα το Ψυχώ του Gus Van Sant και αυτό γιατί η ταινία του Fincher δεν διαφέρει σε τίποτα από τη Σουηδική. Μπορεί να έχουν αλλάξει ένα-δυο πραγματάκια, αλλά κατά βάση το στόρι είναι ίδιο, οι σκηνές είναι ίδιες και μόνο τα σκηνοθετικά τρικ του Fincher την κάνουν να φαίνεται διαφορετική. Ο Fincher καταφέρνει, επίσης, να κάνει μια νέα έκδοση της σουηδικής ταινίας που είναι αρκετά κατάλληλη για την Αμερική. Στην αρχική, οι σκηνές βιασμού ήταν πολύ πιο βίαιες κι ενοχλητικές κάνοντας σε να νιώσεις άβολα, κάτι το οποίο μια σκηνή βιασμού θα πρέπει να σας κάνει να νιώσετε. Σε αυτό, όμως, ο Fincher χαμηλώνει τους τόνους και χρησιμοποιεί φακούς με μεγάλο εύρος τοποθετώντας τους σε περίεργα σημεία έτσι ώστε να μην φαίνονται και πολλά. Πολύ στυλ αλλά χωρίς επαρκή ουσία ακόμα κι εδώ. Ένα άλλο πράγμα που με πέταγε συνεχώς έξω από την ταινία και με ενοχλούσε είναι ότι παρόλο που κι αυτή η ταινία είναι γυρισμένη στην Σουηδία, όλοι μιλούν αγγλικά. Αν ήθελε να τιμήσει τον όρο «διασκευή», θα μπορούσε να τοποθετήσει τη δράση στις ΗΠΑ κι έτσι θα βόλευε και το αγγλικό.
Η δεύτερη πράξη της ταινίας, επίσης, πάσχει σε μεγάλο βαθμό. Υπάρχουν δύο ιστορίες που εξελίσσονται εδώ... ένα θρίλερ μυστηρίου για την διαλεύκανση μιας δολοφονίας και η μελέτη του χαρακτήρα ενός κακοποιημένου και δυσαρεστημένου κοριτσιού. Και ενώ στο πρώτο πάλι η ένωση των ιστοριών γίνεται με αργούς ρυθμούς, για κάποιον λόγο δεν φαινόταν τόσο ασύνδετο. Ίσως έφταιγε το μοντάζ, ίσως το σενάριο, δεν ξέρω, αλλά εδώ δεν έχουν καμία σχεδόν σχέση μεταξύ τους. Το μόνο ίχνος σύνδεσης μεταξύ των δύο είναι ότι η Lisbeth (Rooney Mara) δέχεται να βοηθήσει να πιαστεί ένας δολοφόνος γυναικών, λόγω της προσωπικής της κατάστασης. Τέλος, η τρίτη πράξη δεν τελειώνει ποτέ. Μόλις το μυστήριο/δολοφονία διαλευκανθεί, η ταινία πρέπει να ολοκληρώσει και τις άλλες ιστορίες, κάνοντας το όμως με έναν τρόπο που μόλις και μετά βίας μπορούμε να πείσουμε τον εαυτό μας να νοιαστεί τώρα που η κύρια πλοκή έχει τελειώσει.
Αναρωτιέμαι εύλογα... γιατί γυρίστηκε αυτή η ταινία; Και η απάντηση είναι: Αυτή η ταινία είναι η εμπορευματοποίηση στην πιο προφανή της μορφή. Χωρίς το όνομα του Fincher στη σκηνοθεσία, όλοι θα το αντιμετώπιζαν σαν ακόμα ένα αδιάφορο ριμέικ ξένης για τις ΗΠΑ ταινίας. Αλλά λόγω Fincher, η ταινία και θα βγάλει έναν σκασμό λεφτά και θα αναγνωριστεί από τους κριτικούς και θα λουστεί με ένα σωρό βραβεύσεις. Συγγνώμη, αλλά δεν θα πάρω. Α και να μην ξεχάσω, η Rooney Mara δεν πιάνει μία μπροστά στην Noomi Rapace.
Βλέποντας την, λοιπόν, αισθανόμουν όπως όταν έβλεπα το Ψυχώ του Gus Van Sant και αυτό γιατί η ταινία του Fincher δεν διαφέρει σε τίποτα από τη Σουηδική. Μπορεί να έχουν αλλάξει ένα-δυο πραγματάκια, αλλά κατά βάση το στόρι είναι ίδιο, οι σκηνές είναι ίδιες και μόνο τα σκηνοθετικά τρικ του Fincher την κάνουν να φαίνεται διαφορετική. Ο Fincher καταφέρνει, επίσης, να κάνει μια νέα έκδοση της σουηδικής ταινίας που είναι αρκετά κατάλληλη για την Αμερική. Στην αρχική, οι σκηνές βιασμού ήταν πολύ πιο βίαιες κι ενοχλητικές κάνοντας σε να νιώσεις άβολα, κάτι το οποίο μια σκηνή βιασμού θα πρέπει να σας κάνει να νιώσετε. Σε αυτό, όμως, ο Fincher χαμηλώνει τους τόνους και χρησιμοποιεί φακούς με μεγάλο εύρος τοποθετώντας τους σε περίεργα σημεία έτσι ώστε να μην φαίνονται και πολλά. Πολύ στυλ αλλά χωρίς επαρκή ουσία ακόμα κι εδώ. Ένα άλλο πράγμα που με πέταγε συνεχώς έξω από την ταινία και με ενοχλούσε είναι ότι παρόλο που κι αυτή η ταινία είναι γυρισμένη στην Σουηδία, όλοι μιλούν αγγλικά. Αν ήθελε να τιμήσει τον όρο «διασκευή», θα μπορούσε να τοποθετήσει τη δράση στις ΗΠΑ κι έτσι θα βόλευε και το αγγλικό.
Η δεύτερη πράξη της ταινίας, επίσης, πάσχει σε μεγάλο βαθμό. Υπάρχουν δύο ιστορίες που εξελίσσονται εδώ... ένα θρίλερ μυστηρίου για την διαλεύκανση μιας δολοφονίας και η μελέτη του χαρακτήρα ενός κακοποιημένου και δυσαρεστημένου κοριτσιού. Και ενώ στο πρώτο πάλι η ένωση των ιστοριών γίνεται με αργούς ρυθμούς, για κάποιον λόγο δεν φαινόταν τόσο ασύνδετο. Ίσως έφταιγε το μοντάζ, ίσως το σενάριο, δεν ξέρω, αλλά εδώ δεν έχουν καμία σχεδόν σχέση μεταξύ τους. Το μόνο ίχνος σύνδεσης μεταξύ των δύο είναι ότι η Lisbeth (Rooney Mara) δέχεται να βοηθήσει να πιαστεί ένας δολοφόνος γυναικών, λόγω της προσωπικής της κατάστασης. Τέλος, η τρίτη πράξη δεν τελειώνει ποτέ. Μόλις το μυστήριο/δολοφονία διαλευκανθεί, η ταινία πρέπει να ολοκληρώσει και τις άλλες ιστορίες, κάνοντας το όμως με έναν τρόπο που μόλις και μετά βίας μπορούμε να πείσουμε τον εαυτό μας να νοιαστεί τώρα που η κύρια πλοκή έχει τελειώσει.
Αναρωτιέμαι εύλογα... γιατί γυρίστηκε αυτή η ταινία; Και η απάντηση είναι: Αυτή η ταινία είναι η εμπορευματοποίηση στην πιο προφανή της μορφή. Χωρίς το όνομα του Fincher στη σκηνοθεσία, όλοι θα το αντιμετώπιζαν σαν ακόμα ένα αδιάφορο ριμέικ ξένης για τις ΗΠΑ ταινίας. Αλλά λόγω Fincher, η ταινία και θα βγάλει έναν σκασμό λεφτά και θα αναγνωριστεί από τους κριτικούς και θα λουστεί με ένα σωρό βραβεύσεις. Συγγνώμη, αλλά δεν θα πάρω. Α και να μην ξεχάσω, η Rooney Mara δεν πιάνει μία μπροστά στην Noomi Rapace.
θα διαφωνήσω νομίζω με το σκεπτικο του επιλογου.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.rottentomatoes.com/m/let_me_in/
και αυτό αναγνωρίστηκε από τους κριτικούς (όντας ριμεικ ξενογλωσσης ταινιας, πολυ πιο αναγνωρισμενης απο το "Κοριτσι")και το σκηνοθετούσε ένα κάποιος Ματ Ριβς (του cloverfield νομιζω)
Εξαιρέσεις πάντα θα υπάρχουν. Και πάλι όμως ούτε το συγκεκριμένο έχει λόγο ύπαρξης και αποτελεί και αυτό ένα copy του πρώτου χωρίς να προσδίδει κάτι παραπάνω. Εγώ επίσης ενίσταμαι στο γεγονός ότι λόγω Fincher όλοι θα πουν ότι είναι καλύτερο από το πρωτότυπο ενώ ουσιαστικά δεν είναι. Καθώς και ότι θα αναγνωριστεί από ένα σωρό ακαδημίες και θα βραβευτεί από ενώσεις ενώ δεν θα έπρεπε. Και όλα αυτά λόγω Fincher hype!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυο πραγματάκια στα οποία διαφωνώ: 1. Αν το μετέφερε στην Αμερική, δεν θα κολλούσε το όλο θέμα περί φασισμού και κατακάθια ναζισμού, πάνω στα οποία βασίζεται τελικά το ζουμί της εύρεσης του δολοφόνου. Το κοινωνικοπολιτικό background της Αμερικής βρίθει βεβαίως θρησκευτικής φανατίλας που είναι εμποτισμένη ακόμα και σε ολόκληρες πολιτείες, αλλά το θέμα μας εδώ είναι ο Εβραίος και ο κρυφοναζί (μιλώ καθαρά για το κομμάτι του δολοφόνου). 2. Δεν υπάρχει κανένας λόγος σύγκρισης Mara/Rapace μιας που η προσέγγιση είναι τελείως διαφορετική. Η Rapace είναι μια hardcore γκοθού που πλακώνεται στο ξύλο και ματώνει, ενώ η Mara θυμίζει φοβισμένο πιτσιρίκι με εξάρσεις βίας οι οποίες ηθελημένα δε της πάνε, αλλά πρέπει να τις κάνει(π.χ 'μπορώ να τον σκοτώσω τώρα? σαν να λες, 'μαμά, να πάω να παίξω τώρα?'). Η μια δεν έχει ανάγκη και κανέναν στη τελική, ενώ η Mara αποζητάει την ανθρώπινη επαφή (το τέλος είναι χαρακτηριστικό στον Fincher)
ΑπάντησηΔιαγραφήΔε συμπαθώ τα remake, η αλήθεια είναι αυτή. Όταν όμως δε προσβάλουν το original και την αισθητική μου δε με ενοχλούν. Ο Fincher το πέτυχε. Τώρα αν θα μου λέγατε αν θα τον προτιμούσα σε κάτι αυθεντικό, θα έλεγα ναι. Σε καμία περίπτωση όμως δε μπορώ να πω οτι δεν ήταν ένα πολύ καλό φιντσερικό, θριλερικό remake. Γιατί ήταν.