Αξιόλογο, γλυκό και απλό. Τρεις λέξεις που μπορούν να περιγράψουν την νέα ταινία του Aki Kaurismaki. Το Λιμάνι της Χάβρης ευτελίζει περίπλοκα ζητήματα αφού καταφέρνει και υφαίνει την παγκόσμια πολιτική με την τοπική κοινωνία. Μιλάει για την καλοσύνη και το θάρρος, αλλά και για τη σοβαρή κρίση που αντιμετωπίζει η Ευρώπη με τους πρόσφυγες από την Αφρική, οι οποίοι έρχονται στην χώρα ανεπιθύμητοι χωρίς χαρτιά . Όμως, στα χέρια του Φιλανδού σκηνοθέτη η ταινία καταφέρνει να είναι μια ιστορία για τους ανθρώπους, όχι για την πολιτική. Με επίκεντρο δύο πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες που ο ένας, μέσω της φιλίας, βοηθά τον άλλο να αποκτήσει αυτό που πραγματικά επιθυμεί, την ελευθερία, ο Kaurismaki σκηνοθετεί ένα πολύ όμορφο, αξιοπρεπές, συγκινητικό φιλμ, με ένα επάξια αίσιο τέλος.
Έχουμε, όμως, να κάνουμε και με μια συγκρατημένη ταινία σε όλα τα επίπεδα. Συναισθηματικά, αφού δεν υπήρχαν τραβηγμένες σκηνές αγάπης κι αισθημάτων, αντ' αυτού υπάρχουν απλές ανταλλαγές λέξεων. Επιπλέον, η ιστορία, όσο σημαντική κι αν είναι, εξελίσσεται χωρίς υπερβολές, χωρίς εκρήξεις, χωρίς κυνηγητά αλλά με ένα ήπιο και περίεργο τρόπο που κάπου κουράζει. Η παραγωγή, από την άλλη, είναι λιτή, ο φωτισμός και τα σκηνικά πλησιάζουν περισσότερο τα σκηνικά του θεάτρου αντί του κινηματογράφου, ενώ η κάμερα δεν μετακινείται από τη σταθερή της θέση για το μεγαλύτερο μέρος του έργου. Γενικά, νομίζω ότι εδώ η υφολογική προσέγγιση του Kaurismaki επισκίασε την πλοκή και την ανάπτυξη χαρακτήρων.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η ταινία δεν έχει να προσφέρει πράγματα στον θεατή και υλικό να σκεφτεί μετά, απλά εγώ στο τέλος ένιωσα ότι κάτι έλειπε.
Έχουμε, όμως, να κάνουμε και με μια συγκρατημένη ταινία σε όλα τα επίπεδα. Συναισθηματικά, αφού δεν υπήρχαν τραβηγμένες σκηνές αγάπης κι αισθημάτων, αντ' αυτού υπάρχουν απλές ανταλλαγές λέξεων. Επιπλέον, η ιστορία, όσο σημαντική κι αν είναι, εξελίσσεται χωρίς υπερβολές, χωρίς εκρήξεις, χωρίς κυνηγητά αλλά με ένα ήπιο και περίεργο τρόπο που κάπου κουράζει. Η παραγωγή, από την άλλη, είναι λιτή, ο φωτισμός και τα σκηνικά πλησιάζουν περισσότερο τα σκηνικά του θεάτρου αντί του κινηματογράφου, ενώ η κάμερα δεν μετακινείται από τη σταθερή της θέση για το μεγαλύτερο μέρος του έργου. Γενικά, νομίζω ότι εδώ η υφολογική προσέγγιση του Kaurismaki επισκίασε την πλοκή και την ανάπτυξη χαρακτήρων.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η ταινία δεν έχει να προσφέρει πράγματα στον θεατή και υλικό να σκεφτεί μετά, απλά εγώ στο τέλος ένιωσα ότι κάτι έλειπε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου