Το στόρι έχει ως εξής: η Lawrence παίζει την Tiffany, ένα μυστηριώδες κορίτσι με ένα πρόσφατο τραγικό παρελθόν, που μπαίνει στη ζωή του Pat (Bradley Cooper), ο οποίος προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την πρώην γυναίκα του και ως έναν κάποιο βαθμό με τους γονείς του (Robert De Niro και Jacki Weaver) μετά από την έξοδο του από ένα τοπικό ψυχιατρικό ίδρυμα.
Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας έλκεται από τις σπασμένες ψυχές του Pat και της Tiffany. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια ιστορία για δύο συναισθηματικά λαβωμένους ανθρώπους που βρίσκουν δύναμη ο ένας από τον άλλο, προσπαθώντας παράλληλα να εντοπίσουν και να αναγνωρίσουν το καλό στους ανθρώπους που τους έχουν βλάψει. Με αφοπλιστική ευκολία, η προσαρμογή από τον σεναριογράφο/σκηνοθέτη David O. Russell του μυθιστορήματος του Matthew Quick είναι αμφότερα γοητευτική και θαρραλέα. Το άγχος και οι δυσκολίες τόσο της διπολικής διαταραχής όσο και άλλων ψυχικών νοσημάτων δεν είναι δυσδιάκριτα για τον κόσμο, δεν έχουν λουστραριστεί για να απεικονιστούν καλύτερα και δεν χρησιμοποιούνται ως μέσο για κάποια αδέξια απόπειρα χιούμορ. Αυτό που ο σκηνοθέτης έντεχνα καταφέρνει, είναι να μας βάλει μέσα στην πραγματικότητα μιας κοινότητας που όχι μόνο οι πρωταγωνιστές, αλλά και η οικογένεια και οι φίλοι τους, έρχονται αντιμέτωποι με πολύπλοκα θέματα. Οι εξαιρετικές ερμηνείες του Bradley Cooper και της Jennifer Lawrence θα μας επιτρέψουν να κατανοήσουμε τα δύο άτομα στην καρδιά της ιστορίας: ο Pat είναι νευρικός, ενώ η Tiffany είναι δυναμική. Το αποτέλεσμα είναι ένα ικανοποιητικό δράμα που περιγράφει ένα πολύπλοκο κόσμο αντιπαραβαλλόμενο στην καθημερινή ζωή δοσμένο μέσα από μια ασυμβίβαστη οπτική γωνία. Μας δίνεται η δυνατότητα να τον καταλάβουμε και να δούμε την ομορφιά του.
Αυτό που, στον μεγαλύτερο βαθμό, κάνει τη δουλειά του David O. Russell να ξεχωρίζει, είναι οι ηθοποιοί του και οι ερμηνείες τους. Από την μια, ο Cooper είναι πολύ επιδέξιος και πειστικός στην οριοθέτηση της ταραγμένης ιδιοσυγκρασίας του χαρακτήρα του και σε έναν δύσκολο ρόλο τα καταφέρνει περίφημα αποδεικνύοντας περίτρανα την ερμηνευτική του δεινότητα. Από την άλλη, έχουμε τη θεσπέσια Lawrence που είναι απλά υπέροχη ως η άγρια κι ευάλωτη Tiffany. Μας είχε αποδείξει στο παρελθόν με την ερμηνεία της στο Στην Καρδιά του Χειμώνα ότι είναι μια υπολογίσιμη δύναμη, εδώ όμως τα δίνει όλα. Μια ατρόμητη ερμηνεία πραγματικά. Εκτός όμως από αυτούς τους δύο και όλο το υπόλοιπο καστ βρίσκεται σε εξαίσια φόρμα. Ο Robert De Niro επιστρέφει δυναμικά υπενθυμίζοντας μας γιατί θεωρείται ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς, η Jacki Weaver είναι πολύ καλή αλλά έχει πολύ λίγα να κάνει, ενώ προς έκπληξη μου βρήκα έξοχο και τον Chris Tucker σε έναν μικρό αλλά ουσιαστικό ρόλο.
Εκείνο που στερεί αστεράκια και είναι ίσως το κεντρικό πρόβλημα του «Οδηγού Αισιοδοξίας» είναι η τεράστια τονική μετατόπιση προς το τέλος του. Εκεί όπου τα κύρια θέματα της εύθραυστης ψυχικής υγείας και της εξάρτησης παραβλέπονται για χάρη μιας αλά «Τα Βήματα που Γοητεύουν» σκηνής διαγωνισμού χορού. Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα προβλέψιμο τέλος, όχι τόσο συμβατό με τις βάσεις που θέτει η ταινία στην αρχή. Σίγουρα και λόγω αυτού, το έργο θα διαθέτει τους διαφωνούντες του. Εμένα δεν με ενόχλησε και μάλιστα μπορώ να πω ότι ανήκω και στους οπαδούς του. Αν μπορέσετε να παραβλέψετε κι εσείς αυτό το αβλαβές ατόπημα του φιλμ, θα δείτε ότι στο τέλος αυτό που ουσιαστικά θα σας μείνει είναι μια διασκεδαστική, συναισθηματική, με καλά δοσμένους χαρακτήρες, ταινία που σε προτρέπει να είναι άνετος με τον εαυτό του κι αισιόδοξος για τη ζωή.
Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας έλκεται από τις σπασμένες ψυχές του Pat και της Tiffany. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια ιστορία για δύο συναισθηματικά λαβωμένους ανθρώπους που βρίσκουν δύναμη ο ένας από τον άλλο, προσπαθώντας παράλληλα να εντοπίσουν και να αναγνωρίσουν το καλό στους ανθρώπους που τους έχουν βλάψει. Με αφοπλιστική ευκολία, η προσαρμογή από τον σεναριογράφο/σκηνοθέτη David O. Russell του μυθιστορήματος του Matthew Quick είναι αμφότερα γοητευτική και θαρραλέα. Το άγχος και οι δυσκολίες τόσο της διπολικής διαταραχής όσο και άλλων ψυχικών νοσημάτων δεν είναι δυσδιάκριτα για τον κόσμο, δεν έχουν λουστραριστεί για να απεικονιστούν καλύτερα και δεν χρησιμοποιούνται ως μέσο για κάποια αδέξια απόπειρα χιούμορ. Αυτό που ο σκηνοθέτης έντεχνα καταφέρνει, είναι να μας βάλει μέσα στην πραγματικότητα μιας κοινότητας που όχι μόνο οι πρωταγωνιστές, αλλά και η οικογένεια και οι φίλοι τους, έρχονται αντιμέτωποι με πολύπλοκα θέματα. Οι εξαιρετικές ερμηνείες του Bradley Cooper και της Jennifer Lawrence θα μας επιτρέψουν να κατανοήσουμε τα δύο άτομα στην καρδιά της ιστορίας: ο Pat είναι νευρικός, ενώ η Tiffany είναι δυναμική. Το αποτέλεσμα είναι ένα ικανοποιητικό δράμα που περιγράφει ένα πολύπλοκο κόσμο αντιπαραβαλλόμενο στην καθημερινή ζωή δοσμένο μέσα από μια ασυμβίβαστη οπτική γωνία. Μας δίνεται η δυνατότητα να τον καταλάβουμε και να δούμε την ομορφιά του.
Αυτό που, στον μεγαλύτερο βαθμό, κάνει τη δουλειά του David O. Russell να ξεχωρίζει, είναι οι ηθοποιοί του και οι ερμηνείες τους. Από την μια, ο Cooper είναι πολύ επιδέξιος και πειστικός στην οριοθέτηση της ταραγμένης ιδιοσυγκρασίας του χαρακτήρα του και σε έναν δύσκολο ρόλο τα καταφέρνει περίφημα αποδεικνύοντας περίτρανα την ερμηνευτική του δεινότητα. Από την άλλη, έχουμε τη θεσπέσια Lawrence που είναι απλά υπέροχη ως η άγρια κι ευάλωτη Tiffany. Μας είχε αποδείξει στο παρελθόν με την ερμηνεία της στο Στην Καρδιά του Χειμώνα ότι είναι μια υπολογίσιμη δύναμη, εδώ όμως τα δίνει όλα. Μια ατρόμητη ερμηνεία πραγματικά. Εκτός όμως από αυτούς τους δύο και όλο το υπόλοιπο καστ βρίσκεται σε εξαίσια φόρμα. Ο Robert De Niro επιστρέφει δυναμικά υπενθυμίζοντας μας γιατί θεωρείται ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς, η Jacki Weaver είναι πολύ καλή αλλά έχει πολύ λίγα να κάνει, ενώ προς έκπληξη μου βρήκα έξοχο και τον Chris Tucker σε έναν μικρό αλλά ουσιαστικό ρόλο.
Εκείνο που στερεί αστεράκια και είναι ίσως το κεντρικό πρόβλημα του «Οδηγού Αισιοδοξίας» είναι η τεράστια τονική μετατόπιση προς το τέλος του. Εκεί όπου τα κύρια θέματα της εύθραυστης ψυχικής υγείας και της εξάρτησης παραβλέπονται για χάρη μιας αλά «Τα Βήματα που Γοητεύουν» σκηνής διαγωνισμού χορού. Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα προβλέψιμο τέλος, όχι τόσο συμβατό με τις βάσεις που θέτει η ταινία στην αρχή. Σίγουρα και λόγω αυτού, το έργο θα διαθέτει τους διαφωνούντες του. Εμένα δεν με ενόχλησε και μάλιστα μπορώ να πω ότι ανήκω και στους οπαδούς του. Αν μπορέσετε να παραβλέψετε κι εσείς αυτό το αβλαβές ατόπημα του φιλμ, θα δείτε ότι στο τέλος αυτό που ουσιαστικά θα σας μείνει είναι μια διασκεδαστική, συναισθηματική, με καλά δοσμένους χαρακτήρες, ταινία που σε προτρέπει να είναι άνετος με τον εαυτό του κι αισιόδοξος για τη ζωή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου