Κανείς δεν γυρίζει ταινίες όπως ο Tarantino. Με μια κάπως υπερβολική, σκοτεινά κωμική βία, ευφυείς διαλόγους κι αγάπη για το ρετρό στυλ, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα παραπάνω αποτελούν ενδείξεις ότι αυτό που παρακολουθούμε είναι δημιούργημα του πολυβραβευμένου, αμφιλεγόμενου κι αθυρόστομου σκηνοθέτη. Τώρα, κάτι λιγότερο από τρία χρόνια από την τελευταία και πιο επιτυχημένη ταινία του, Άδωξοι Μπάσταρδη, έρχεται το πολυαναμενόμενο «Django, ο Τιμωρός» για το οποίο οι οπαδοί του Tarantino θα ενθουσιαστούν όταν μάθουν ότι ξεπερνά τις προσδοκίες.
Είμαι βέβαιος, διαβάζοντας την υπόθεση και μόνο, ότι οι περισσότεροι (συμπεριλαμβανομένου κι έμενα) πιστέψαμε ότι η ταινία πρόκειται να είναι μια ταινία εκδίκησης ενός σκλάβου με τον τρόπο που οι Άδωξοι Μπάσταρδη ήταν μια εβραϊκή ταινία εκδίκησης. Αυτό ισχύει αλλά όχι καθόλη τη διάρκεια του έργου. Και αυτό γιατί το έργο διαθέτει μια σταθερή τονική αλλαγή σε ολόκληρα τα 165 λεπτά του, με αποτέλεσμα η παρακολούθηση του να είναι μια πραγματική απόλαυση. Σε τέτοιο βαθμό που αναρωτιέσαι: γιατί δεν γίνεται όλες οι ταινίες που διαρκούν σχεδόν τρεις ώρες να είναι τόσο διασκεδαστικές; Από την αρχή μέχρι το τέλος, το «Django» δεν σε απογοητεύει σχεδόν ποτέ. Εάν δεν είναι αστείο θα είναι αγωνιώδες, αν δεν είναι αγωνιώδες θα είναι δραματικό και αν δεν είναι δραματικό θα είναι γεμάτο δράση και αίμα. Ο Tarantino με αριστοτεχνική γραφή αρπάζει το κοινό, το τραβάει στον κόσμο του και δεν το αφήνει μέχρι και η τελευταία λέξη του διαλόγου να ειπωθεί.
Τα πράγματα, όμως, δεν είναι όπως φαίνονται και η ταινία του Tarantino είναι κάτι περισσότερο από καθαρή κι απλή ψυχαγωγία. Μακριά από μια στιλπνή ανακεφαλαίωση των λεγόμενων «σπαγγέτι γουέστερν», το «Django, ο Τιμωρός» είναι σίγουρα μια άκρως διασκεδαστική, πλούσια κινηματογραφική απόλαυση, η οποία όμως καταφέρνει, μέσα στο ξέφρενο πιστολίδι και το αίμα, να έχει μερικές επιτυχημένες ανατροπές, εξαιρετική απόδοση χαρακτήρων και ουσία. Μέσα από ένα καταπληκτικό σενάριο, η ταινία μιλάει για τη φρίκη της δουλείας που επικρατούσε στον Αμερικανικό Νότο, καταγράφοντας τις συνθήκες εκείνης της εποχής. Με μια ζωντανή (και αρκετά τρομακτική) γραφική απεικόνιση της δουλείας, που για να είμαι ειλικρινής μερικές φορές είναι πολύ δύσκολο να παρακολουθήσεις, ο σεναριογράφος πετυχαίνει να καταγράψει τις αντιφάσεις των κοινωνικών και οικονομικών δομών και καταφέρνει να διηγηθεί ιστορικά γεγονότα με άκρως ξεκαρδιστικό κι αδιάντροπο τρόπο.
Εύσημα πρέπει να δοθούν, μιας και αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι της επιτυχίας του έργου, στους ηθοποιούς. Ο Tarantino δεν αποτυγχάνει ποτέ στο να διαθέτει ένα λαμπρό καστ και το «Django, ο Τιμωρός» δεν αποτελεί εξαίρεση. Με μπροστάρη τον Jamie Foxx στον ρόλο του Django να δίνει μια ήσυχη και μετρημένη ερμηνεία, η ταινία ανήκει ολοκληρωτικά στους Christoph Waltz και Leonardo DiCaprio. Ο πρώτος κλέβει την παράσταση από το πρώτο κιόλας λεπτό κι επισκιάζει τους πάντες με την ανεπανάληπτη ερμηνεία του, μέχρι τη στιγμή της εμφάνισης του δεύτερου. Παίζοντας τον Calvin Candie, ο όποιος στην αρχή είναι όλο φιοριτούρα και γοητεία μέχρι τη στιγμή που θα ξεσπάσει, ο DiCaprio είναι απειλητικά καλός στον ρόλο του κάνοντας σε να τον απεχθάνεσαι. Πραγματική αποκάλυψη. Εξίσου μισητός είναι κι ο Samuel L. Jackson, ο οποίος δίνει την καλύτερη ερμηνεία του εδώ και χρόνια.
Πολλοί σκηνοθέτες μπορούν να εκτιμήσουν τη μυθική δύναμη του κινηματογράφου, αλλά λίγοι μπορούν, αβίαστα, να δημιουργούν τη δική τους άμεση μυθολογία όπως ο Tarantino. Λατρεύω ότι μια ταινία σαν αυτή μπορεί να υπάρχει και να είναι τόσο καλή και έξυπνη και τολμηρή και τόσο «kick-ass». Ο χαρακτηρισμός «αξίζει να το δεις» είναι λίγος…
Είμαι βέβαιος, διαβάζοντας την υπόθεση και μόνο, ότι οι περισσότεροι (συμπεριλαμβανομένου κι έμενα) πιστέψαμε ότι η ταινία πρόκειται να είναι μια ταινία εκδίκησης ενός σκλάβου με τον τρόπο που οι Άδωξοι Μπάσταρδη ήταν μια εβραϊκή ταινία εκδίκησης. Αυτό ισχύει αλλά όχι καθόλη τη διάρκεια του έργου. Και αυτό γιατί το έργο διαθέτει μια σταθερή τονική αλλαγή σε ολόκληρα τα 165 λεπτά του, με αποτέλεσμα η παρακολούθηση του να είναι μια πραγματική απόλαυση. Σε τέτοιο βαθμό που αναρωτιέσαι: γιατί δεν γίνεται όλες οι ταινίες που διαρκούν σχεδόν τρεις ώρες να είναι τόσο διασκεδαστικές; Από την αρχή μέχρι το τέλος, το «Django» δεν σε απογοητεύει σχεδόν ποτέ. Εάν δεν είναι αστείο θα είναι αγωνιώδες, αν δεν είναι αγωνιώδες θα είναι δραματικό και αν δεν είναι δραματικό θα είναι γεμάτο δράση και αίμα. Ο Tarantino με αριστοτεχνική γραφή αρπάζει το κοινό, το τραβάει στον κόσμο του και δεν το αφήνει μέχρι και η τελευταία λέξη του διαλόγου να ειπωθεί.
Τα πράγματα, όμως, δεν είναι όπως φαίνονται και η ταινία του Tarantino είναι κάτι περισσότερο από καθαρή κι απλή ψυχαγωγία. Μακριά από μια στιλπνή ανακεφαλαίωση των λεγόμενων «σπαγγέτι γουέστερν», το «Django, ο Τιμωρός» είναι σίγουρα μια άκρως διασκεδαστική, πλούσια κινηματογραφική απόλαυση, η οποία όμως καταφέρνει, μέσα στο ξέφρενο πιστολίδι και το αίμα, να έχει μερικές επιτυχημένες ανατροπές, εξαιρετική απόδοση χαρακτήρων και ουσία. Μέσα από ένα καταπληκτικό σενάριο, η ταινία μιλάει για τη φρίκη της δουλείας που επικρατούσε στον Αμερικανικό Νότο, καταγράφοντας τις συνθήκες εκείνης της εποχής. Με μια ζωντανή (και αρκετά τρομακτική) γραφική απεικόνιση της δουλείας, που για να είμαι ειλικρινής μερικές φορές είναι πολύ δύσκολο να παρακολουθήσεις, ο σεναριογράφος πετυχαίνει να καταγράψει τις αντιφάσεις των κοινωνικών και οικονομικών δομών και καταφέρνει να διηγηθεί ιστορικά γεγονότα με άκρως ξεκαρδιστικό κι αδιάντροπο τρόπο.
Εύσημα πρέπει να δοθούν, μιας και αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι της επιτυχίας του έργου, στους ηθοποιούς. Ο Tarantino δεν αποτυγχάνει ποτέ στο να διαθέτει ένα λαμπρό καστ και το «Django, ο Τιμωρός» δεν αποτελεί εξαίρεση. Με μπροστάρη τον Jamie Foxx στον ρόλο του Django να δίνει μια ήσυχη και μετρημένη ερμηνεία, η ταινία ανήκει ολοκληρωτικά στους Christoph Waltz και Leonardo DiCaprio. Ο πρώτος κλέβει την παράσταση από το πρώτο κιόλας λεπτό κι επισκιάζει τους πάντες με την ανεπανάληπτη ερμηνεία του, μέχρι τη στιγμή της εμφάνισης του δεύτερου. Παίζοντας τον Calvin Candie, ο όποιος στην αρχή είναι όλο φιοριτούρα και γοητεία μέχρι τη στιγμή που θα ξεσπάσει, ο DiCaprio είναι απειλητικά καλός στον ρόλο του κάνοντας σε να τον απεχθάνεσαι. Πραγματική αποκάλυψη. Εξίσου μισητός είναι κι ο Samuel L. Jackson, ο οποίος δίνει την καλύτερη ερμηνεία του εδώ και χρόνια.
Πολλοί σκηνοθέτες μπορούν να εκτιμήσουν τη μυθική δύναμη του κινηματογράφου, αλλά λίγοι μπορούν, αβίαστα, να δημιουργούν τη δική τους άμεση μυθολογία όπως ο Tarantino. Λατρεύω ότι μια ταινία σαν αυτή μπορεί να υπάρχει και να είναι τόσο καλή και έξυπνη και τολμηρή και τόσο «kick-ass». Ο χαρακτηρισμός «αξίζει να το δεις» είναι λίγος…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου